Το βιβλίο «Το μοιρολόγι της Εκάβης», του Δημοσθένη Καραγιάννη«Το μοιρολόγι της Εκάβης», του Δημοσθένη Καραγιάννη
Η Εκάβη, η βασίλισσα της Τροίας, γυναίκα του Πρίαμου, μητέρα του Έκτορα και του Πάρη, μια από τις πιο τραγικές προσωπικότητες που ζει μεταξύ μύθου και ιστορίας παρουσιάζει βιώματά της μέσα από μια αιρετική ματιά ως έφηβη, βασίλισσα, μητέρα, γιαγιά, σκλάβα και τελικά γυναίκα αδρά αυτοβιογραφούμενη μετά από την καταστροφική και επώδυνη για Έλληνες –Τρώες επέλαση και λήξη της πολεμικής καταιγίδας που έπληξε την πόλη και τη ζωή της, θέλοντας να σφραγίσει το δικό της πέρασμα από τη ζωή με έναν τελικό πλην αντιπολεμικό και τελικά αισιόδοξο λόγο.
από τον Πρόλογο του βιβλίου
«Όμορφα κι ωραία μας τα λέει ο μέγας Ποιητής. Πήγανε λέει – οι Δαναοί με τα φουσάτα τους – πολύς στρατός για την εποχή – και βολευτήκανε για καιρούς στις παχιές πεδιάδες της Τροίας. Τρυγούσανε για δέκα και βάλε χρόνους την καρπερή γη. Γλυκάθηκαν. Δε λέγανε να ξεκολλήσουνε από κει οι αρχόντοι, φουκαρά µου Θερσίτη! Πού να πάνε;
Θυμόντουσαν τη στενόκαρδη πατρίδα, που τους έδινε με το τσιγκέλι τον καρπό, τσιγκούνικα, βρήκαν και µια καλή -παλικαρίστικη!- δικαιολογία, σκεφτήκανε απ’ την αρχή να την ονοματίσουνε µε το αληθινό της όνοµα, συμφέρο, µα τους βολόψανε καλύτερα τα µάτια της Ελένης, την είπανε, λοιπόν, τιµή και χρέος, τη ντύσανε και μ’ ένα σωρό ζαλιστικές ιδέες και στρογγυλοκάτσανε για τα καλά. Πού να κουνήσουνε! Να πάνε πού; Τρώγανε, πίνανε, βάζανε στο χέρι που και γυναίκα..
Καλά τη βολεύανε.
Ποιός να καθίσει τώρα να θυμηθεί σπίτι, γυναίκα, παιδιά, φίλους, συγγενείς, πατρίδες… Εδώ πλούσια τα ελέη του Διός και πλούτη και περιπέτεια και γυναίκες και -το σπουδαιότερο!- δείχνεται η παλικαριά του αντρός στον πόλεμο. Αυτές είναι οι αντρικές δουλειές! Το πλιάτσικο πιο βολετό απ’ τ’ όργωμα και το σπαθί πιο παστρικό απ᾿ την όχερη. Εδώ είτε πεθαίνεις, είτ ‘µαστε το λοιπόν και υπηρετούµε και την τιµή, το χρέος, το καθήκον και την πατρίδα που λένε…
Έρχεται κι από πάνω ο πατέρας της Ιστορίας -καθώς µας µαθαίνουνε απ᾿ τα µικράτα µας να λέμε– και το βεβαιώνει: «Πόλεμος πάντων πατήρ»! Έτσι τους βάζουνε, έτσι μας µαθαίνουνε να λέμε -κατά πως βολεύει- κι αρχίζουνε πια τα «σοφά κεφάλια» να στίβουνε, σαν τα ρούχα της µπουγάδας της κερά -Ρήνης, τις λέξεις και να βγάζουνε ζουμί -τι βαθύ που ΄ναι το νόηµά τους! – απ’ αυτές – λέξεις είναι στρουφίζονται! – που το λένε σοφία και ακόµα χειρότερα- φιλοσοφία και σοβαρότη. Καθόµαστε πια κι εµείς από κάτου μ᾽ ολάνοιχτο το στόµα και τους ακούμε, ρουφώντας κοφτά – κοφτά τον αέρα, τσιριχτά ανάµεσα απ᾿ τα μπροστινά µας δόντια «τς.. τς… τς…» κι από τα µέσα µας βγαίνει µια µπόχα, µιαν αηδία, κάτι σαν εµετός ώρες – ώρες…
Κι έτρεφε ο κάµπος του Ιλίου τα σωθικά του µε τα κουφάρια του κοσμάκη που λιώνανε με την πυράδα του ήλιου και της βροχής την αγιαστούρα, όσα γλίτωναν από το χορτασμό των σκυλιών και το ράμφος των κοράκων. Βύζαινε κι η παμφάγα γης αχόρταγα το αντρόγαλα κι έφτυνε τα κόκαλα στα χαντάκια των δρόμων και στις λακκούβες των χωραφιών, όπως τα λιοκούκουτσα του κολατσιού του, ο μεροκαματιάρης (θε µου σχώρα µου!).
Και βαίνανε όλα ωραία και καλά! Και γινόντουσαν όλα κατά πως τα χανε κανονίσει η Κλωθώ, η Λάχεση κι η Άτροπος, έτσι που να χάνει η µάνα το παιδί, και να χρειάζουνται ποιητές και ποιητές για να τα ξεδιαλύνουν.»