Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Στέλλας Πιθαρούλιου «Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης»

Οι εκδόσεις «Εν Πλω» (Κολοκοτρώνη 49, 105 60 Αθήνα, Τηλ.: 2103226343, https://www.enploeditions.gr/) παρουσίασαν στη σειρά Λαϊκά Παραμύθια, τη συλλογή της Στέλλας Πιθαρούλιου «Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης» ISBN: 978-960-87482-9-1. Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει κείμενα της φιλολόγου Στέλλας Πιθαρούλιου είναι μια ανθολόγηση Κρητικών παραμυθιών, όπως η ίδια τα άκουσε χωρίς να παρεμβαίνει σε γλωσσική επεξεργασία και συντακτική διόρθωση. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η αξία των παραμυθιών αυτών που απευθύνονται σε μικρούς και σε μεγάλους. Πρόκειται για παραμύθια που συγκινούν, κρατούν σε εγρήγορση τους αναγνώστες και καλλιεργούν τις παιδικές ψυχές. Στο τέλος του έργου δημοσιεύεται ειδικό λεξιλόγιο για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου.

Η εικονογράφηση του βιβλίου είναι της Κατερίνας Καλουμένου.

Μετά από επικοινωνία με τη συγγραφέα, μας επέτρεψε να δημοσιεύσουμε στον ιστότοπό μας τα παραμύθια που έχει καταγραμμένα στο βιβλίο της.

Οι σαράντα δράκοι (Μαργαρίτες Γεροποτάµου Ρεθύμνης)

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό, ζούσανε δυο αδέρφια. Ο ένας ήτανε πλούσιος, µα κακός. Ούτε οικογένεια είχενε κάνει, ούτε φίλους είχενε, και δεν αγαπούσε παρά μόνο τα πλούτη του. Ο άλλος ήτανε φτωχός ο κακομοίρης, μα καλός άνθρωπος. Είχε δυο γιους και μια κόρη, κι ήτανε όλη η οικογένεια αγαπημένη, μα φτωχιά.

Έψαχνε αυτός να βρει καμιά δουλειά, να µη µένουνε νηστικά τα παιδιά του, µα δεν έβρισκε. Ο κακός αδερφός έκανε πως δεν έβλεπε τη φτώχεια του αδερφού του. Ούτε στο σπίτι του πήγαινε, ούτε τόνε βοηθούσε.

Μια μέρα ο φτωχός αδερφός, απελπισμένος από τη φτώχεια του, το παίρνει απόφαση να φύγει από το χωριό, να πάει σε τόπο μακρινό, μήπως και βρει καμιά δουλειά, και μπορέσει να θρέψει τα παιδιά του. Εκειά που πήγαινε, μπαίνει σε ένα δάσος.

Πορπάθιενε, πορπάθιενε κι όταν έφτασε η νύχτα, ανέβηκε σ’ ένα δεντρό να κοιμηθεί να μην τόνε φάνε τα θηρία. Σε µια στιγµή ακούει φασαρία από κάτω. Κοιτάζει και βλέπει σαράντα δράκους φορτωµένους µε σακιά να σταματούνε κάτω από το δεντρό, μπροστά σ’ ένα βράχο. Δεν έβγαλε άχνα αυτός, να µην τον ακούσουνε και τόνε φάνε. Λένε λοιπόν οι σαράντα δράκοι: «Άνοιξε, πέτρα, µα σαράντα ήµαστονε, και σαράντα θα μπούμενε».

Κι ανοίγει µια πέτρα στο βράχο, μοναχή της, και µπαίνουνε οι σαράντα δράκοι.

Ο άνθρωπος δεν εκουνήθηκε από τη θέση του γιατί φοβότανε. «Θα κάνω υπομονή µέχρι να ξημερώσει», σκέφτηκε, «και μόλις ξημερώσει θα δούµε είντα θα γενεί». Μόλις εξηµέρωσε ο Θεός τη µέρα, οι σαράντα δράκοι ξυπνήσανε, και ετοιµαστήκανε να πάνε στη δουλειά τωνε. Λένε τση πέτρας:

«Άνοιξε, πέτρα, µα σαράντα ήµαστονε, και σαράντα θα πορίσοµενε».

Ανοίγει πάλι η πέτρα και πορίζουνε οι σαράντα δράκοι. Ακούει ο άνθρωπος από πάνω από το δεντρό την πέτρα να κλείνει πάλι, κοιτάει, βλέπει τους σαράντα δράκους να φεύγουνε µε αδειανά τα σακούλια τους. Περιμένει να φύγουνε οι σαράντα δράκοι και κατεβαίνει. Πάει κοντά στην πέτρα και της λέει κι αυτός:

«Άνοιξε, Πέτρα, µα σαράντα είµαστονε και σαράνταθα µπούμενε».

Κι ανοίγει η πέτρα μοναχή της. Μπαίνει ο κακοµοίρης ο φτωχός άνθρωπος µέσα, κλείνει αξοπίσω του η πέτρα. Πίσσα σκοτίδι µέσα, δεν εθώρειενε πράµα. Ανάβει ένα δαδί, και τι να δει; Στη µέσα μπάντα της σπηλιάς, ένα βουνό χρυσάφι! Πάει κοντά, βλέπει χρυσά φλουριά, δαχτυλίδια, κολιέδες, διαµάντια, µπριλάντια! Πιάνει κι αυτός ένα άδειο σακί, και το γεµίζει χρυσά κι ασημένια φλουριά. Το φορτώνεται και λέει τση πέτρας:

«Άνοιξε, πέτρα µα σαράντα είµαστονε και σαράντα θα πορίσοµενε».

Ανοίγει η πέτρα και βγαίνει ο άνθρωπος. Κλείνει η πέτρα, και οὔτε γάτα ούτε ζημιά. Δρόμο παίρνει, δρόµο αφήνει ο φτωχός άνθρωπος, πάει γρήγορα στο σπίτι του. Λέει της οικογένειάς του: «Σωπάτε, και γίναμε πλούσιοι!» Κι ανοίγει το σακί και το αδειάζει στη µέση-μέση της κάµαρας. Πέφτουνε από μέσα τα χρυσάφια, τα ασήµια, τα φλουριά, κι η γυναίκα του η κακομοίρα να κλαίει από τη χαρά τση! Τα κοπέλια του να χορεύουνε, να πέφτουνε πάνω του και να τόνε φιλούνε!

Οι σαράντα δράκοι όµως, εγυρίσανε στη σπηλιά τους, φορτωµένοι πάλι µε τα σακιά τους. Λένε τση πέτρας:

«Άνοιξε, Πέτρα, µα σαράντα είµαστονε και σαράνταθα µπούμενε».

Ανοίγει η πέτρα, µπαίνουνε µέσα στη σπηλιά. Πάνε στο βουνό µε τα φλουριά, να αδειάσουνε τα σακιά ποὺ φέρανε, που ήτανε κι αυτά γεμάτα µε ασήμι και χρυσάφι, και βλέπουνε το βουνό αναχουµισµένο και να λείπει ένα σακί. Λείπανε και κάποσα λεφτά. Μόλις το καταλάβανε, θυµώσανε. Λένε: «Κανείς εµπήκε και µας έκλεψε! Μα ποιος να ναι»

Λέει ένας από τοὺς δράκους: «Πρέπει να έχοµε το νου µας, όποιος και να ήτανε µπορεί να ξανάρθει».

Ο φτωχός άνθρωπος στο μεταξύ έφτιαξε ένα όμορφο σπίτι στο χωριό του για τα παιδιά και τη γυναίκα του, τους πήρε ωραία ρούχα, ωραία παπούτσια, και τρώγανε ό,τι τραβούσε η όρεξή τους. Και του πουλιού το γάλα, που λένε.

Τόνε βλέπει ο αδερφός του. «Πού, μωρέ, τα βρήκε τόσα πλούτη;» σκέφτηκε, και τόνε πιάνει η ζήλια. «Θα του κάνω τον καλό, και µε το μαλακό θα τόνε βάλω να μου πει πού τα βρήκε, να πάω κι εγώ να πάρω!»

Πάει, τον αγκάλιαζε, τόνε φίλιενε.

«Αδερφέ µου, πάντα το έλεγα πως είσαι άξιος άνθρωπος, και σε αντάµειψε ο Θεός. Μα, πες µου, πού βρήκες τόσανε πλούτη, κι έχτισες σπίτια, και πήρες χωράφια, και ντύνεσαι έτσι αρχοντικά;»

Ο φτωχός άνθρωπος, που τώρα πια δεν ήτανε φτωχός, µα ήτανε ακόμα καλός και απονήρευτος, πιάνει και του τα λέει όλα χαρτί και καλαμάρι. Πως είναι µια σπηλιά, µέσα στο δάσος, και έχει μιαν πέτρα που της λες «άνοιξε πέτρα, µα σαράντα είµαστονε και σαράντα θα μπούμενε» κι αυτή ανοίγει και μπαίνεις, κι είναι µέσα ένα βουνό χρυσάφια και σακιά, και παίρνεις όσα θες.

Σαν έμαθε ο άπληστος αδερφός αυτά που ήθελε, παραίτησε τις αγκαλιές και τα γλυκοφιλήµατα, κι έφυγε γρήγορα. Έβαλε στο νου του να πάει να πάρει κι αυτός όσα σακιά μπορούσενε απ᾿ αυτή τη σπηλιά, να γίνει ακόµα πιο πλούσιος.

Πάει, λέει, παίρνει ένα καροτσάκι, βάνει µέσα κάµποσα άδεια σακιά, και δρόμο για το δάσος! Πήγαινε, πήγαινε, Πέρασε κάµποση ώρα, κι ύστερα βλέπει τη µεγάλη πέτρα που του είχενε πει ο αδερφός του. Πάει κοντά, και της λέει:

«Άνοιξε, πέτρα, µα σαράντα είµαστονε καὶ σαράντα θα μπούμενε!»

Κι ανοίγει η πέτρα, και παίρνει αυτός το καροτσάκι του και μπαίνει. Κλείνει η πέτρα ξοπίσω του. Πίσσα το σκοτίδι! Δεν εθώρειε πράμα! Είντα να γενεί εδά; Δεν εκάτεχε. Βλέπει τη θράκα πέρα-πέρα, λέει: «Ας ανάψω ένα δαυλό, να φέξει». Ανάβει το δαυλό, βλέπει τα χρυσάφια, και χάρηκε η καρδιά του. Γρήγορα-γρήγορα αρπά ένα φτυάρι που είχανε οι σαράντα δράκοι και αρχίζει να γεμώζει τα σακιά. Γέμιζενε, γέµιζενε, κι όσο γέµιζενε, τόσο να θέλει κι άλλα. Γεμώζει τα δικά του σακιά, βλέπει και τα σακιά των δράκων, λέει: «θα τα γεμώσω κι αυτά να τα πάρω, µα καρότσι έχω, ένα δρόµο θα κάνω!» Κι αρχίζει να γεμώζει πάλι. Μα τα σακιά ήτανε πολλά, κουράστηκενε. Έκατσε, ξεκουράστηκε λίγο, µα όσο να τα απογεµώσει, είχενε περάσει η μέρα και οι σαράντα δράκοι γυρίσανε από τη δουλειά τωνε.

Σε µια στιγµή ακούει ο άνθρωπος απ’ έξω:

«Άνοιξε, πέτρα, µα σαράντα είµαστονε και σαράνταθα µπούμενε!» κι ανοίγει η πέτρα και προβαίνουνε οι σαράντα δράκοι.

Μόλις τόνε βλέπουνε λένε: «Α, εσύ είσαι που µας έκλεψες τα φλουριά µας!»

Και τον αρπάνε, και τόνε κόψανε κομματάκια και τόνε φάγανε.

Ο καλός αδερφός περίµενε τον αδερφό του να γυρίσει, τόνε περίμενε, µα αυτός δεν εγυρνούσε. Άμα πέρασε πολύς καιρός που δεν εφάνηκε, ο αδερφός του κατάλαβε πως θα

τον είχανε φάει οι δράκοι, πήρε τα πλούτη του και γίνηκε πάµπλουτος! Κι έζησενε αυτός κι η οικογένειά του καλά, και τον άλλο που ήτανε αχόρταγος και κακός άνθρωπος, τον εφάγανε οι σαράντα δράκοι!

Στέλλα Πιθαρούλιου

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:335