Χρόνος ανάγνωσης περίπου:13 λεπτά

Τα παιχνίδια τση ζωής…, του Αντώνη Κουκλινού

Καλόκαρδος άθρωπος το Πελαγιό… Χαμογελαστή και ανοιχτοχέρα κοπελιά. Παχουλή με ροδοκόκκινα μάγουλα και βλέμμα φωθιά, σπίρτο που λένε. Εικοσαρίζει, απάνω στο ν’ αθό τση νιότης τση.

Σε ούλη τη γειτονιά, είναι το πλιά αγαπητερό κοπέλι και τη νε καλούνε ούλες οι κοπελοπούλες να γειτονέψουνε, για την καλή παρέα τζη. Η αλήθεια είναι πως ξεχωρίζει σα ντη μύγια μες το γάλα, απ’ ούλες τσι κοπελιές, για το ν’ αέρα και το χαμόγελό τζη. Δε ν’ αφήνει άθρωπο να μη ντο νε πειράξει με το καλαμπούρι και κατσούφης να ναι, θα το νε κάμει να γελάσει τα χείλη ντου.

Με τη μάνα τζη μόνο δε ντα στρώνουνε και ταχτικά τσακώνουνται πως είναι λέει χοντρή. Δε ντη νε θέλει με τούτανά τα ξύγκια και όλο τση χτυπομουρίζει…

– Πχιάσε να κόψεις το φαϊ ν’ αθρωπίσεις μνιά ολιά για δε σε θωρώ καλά… όπως το πας δε θα βρείς γαμπρό να ‘ρθει να σε γυρέψει.

– Μάνα ίντα κάθεσαι και μου λες… θωρείς να τρώγω..; Ότι τρως κι εσύ, μη σου πω και πλιά λίγο… εγώ και νερό να πχιώ ξύγκια γίνεται…

– Παχιά ξεπαχιά, οι γαμπροί γυρεύγουνε τσι μελιτακομέσες και να το κατέχεις πως θα πομείνεις στο ράφι μνια μέρα.

– Μάνα γιάντα με στενοχωρείς, γιάντα μου λες ετσά κουβέντες; Τάξε πως ντρέπεσαι πως είμαι θυγατέρα σου!!! Θες να με κάμεις να φύγω να εξαφανιστώ;

Δε ν’ έχει κ άδικο… Λες και δε ν’ ήθελε κοπέλι στο σπίτι τζη, ετούτη να η γυναίκα. Δε μπορεί να τση βρεί άλλο ψεγάδι, γιατί θωρεί πως ούλοι τη ν’ αγαπούνε και τη κάνουνε ζάφτι, μόνο πως είναι μνιά σταλιά παχιά και τση το χτυπά.

Οντε θα νάναι ο αφέντης τση στο σπίτι και θα βάλει πάλι μπροστά το σάρακα να προσβέρνει το κοπέλι, το νε πχιάνουνε τα διαόλιά ντου.

– Στέσε τη μπούκα σου μπλιό και φτάνει, για θα κάμεις το κοπέλι να φύγει απου το σπίτι, για δε σε παλεύγει μπλιό.

– Εγώ για το καλό τζη το κάνω, να μου πχιάσει λόγο, αλλιώς δε θα βρεί ποτές τση γαμπρό και να το κατέχετε.

– Α ν’ είναι μωρή να μη βρεί γαμπρό για τα κιλά τζη, καλιά να μη σώσει και βρεί, εγω οντε σ’ ανεμάζωξα εζίασά σαι; Ετσά που το πας θα με κάμεις να μετανιώσω κ από πάνω, για δε σε κάτεχα κ’ αδέ ντο κάμω να μη με λένε Λευτέρη.

– Σταθείτε να μαλώνετε, δε μπορώ να σασε γροικώ, δικό μου είναι το κορμί, δικά μου και τα ξύγκια και σ’ όπχιο ν’ αρέσω.

Η αλήθεια είναι πως έχει ντολαντισμένη τη γκοπελιά η μάνα τζη, έχασε τα κέφχια τζη, το χαμόγελό τζη και σκέφτεται να φύγει να μη ξαναπατήσει τα πόδια τζη στο χωργιό. Ετούτονά φοβάται ο κύρης τση και έχει τα μέντες του.

Στο χωργιό εχτίζανε το γιατρείο και δουλεύγει εδά και πολύ γκαιρό στα χτίργια μεροκάματο και λείπει ούλη τη ν’ ημέρα. Κάθε κολατσό του πάει μνιά μπουκιά να φάει, η θυγατέρα ντου και το μεσημέρι πάλι το ίδιο κ’ ετσά ησυχάζει μνιά σταλιά, απού τη νε θωρεί.

Κοντεύγει να τελειώσει το χτίρι και θα ‘ρθει λέει από τη χώρα μνιά γιατρέσσα, να κάνει και τη μαμή, σάμε να φέρουνε και νοσοκόμα. Εβρήκανε τζη και σπίτι και το ετοιμάζουνε να την υποδεχτεί.

Εζήτηξε ο πρόεδρος από το Πελαγιό να πάει με άλλες δυό κοπελοπούλες να το καθαρίσουνε, γιατί ετεσές τσι μέρες, θα να ‘ρθει η γιατρίνα.

Σε ένα δυό μέρες ήρθενε κ’ όλας με το λωφορείο στο χωργιό και τση κουβαλήσανε οι κοπελιές τσι βαλίτσες στο σπίτι, να τη νε βοηθήσουνε κ’ όλας ανε θέλει πράμα. Μνιά γλυκειά γυναίκα κοντά στα σαράντα και ψωμωμένη σα ντο Πελαγιό και πλιά πολύ. Εκαταστέσανε τη γιατρέσσα σε ότι ήθελε και σαν εφεύγανε, εζήτηξε τση Πελαγιάς να κάτσει απου τη θέλει.

– Εσένα σε συμπάθησα γιατί φένεσαι καλής ψυχής άθρωπος, αλλά πρώτα θέλω να μου πεις τι έχεις κάτι σε απασχολεί, το διαβάζω στο βλέμμα σου.

Με τον τρόπο τζη η γιατρίνα, εκατάφερε να μιλήσει η κοπελιά και να μάθει το πρόβλημα.

– Δε ν’ έχω πράμα σοβαρό να σου πω, εκειονά που με ‘χει πειράξει είναι τση μάνας μου η μανία, να με μοτσέρνει κάθα μέρα, γιατί είμαι χοντρή και δε θέλει να με θωρεί στα μάθια τζη, λες και το κάνω επίτηδες και παχαίνω.

– Και σκέφτεσαι δηλαδή να το αντιμετωπίσεις με το να φύγεις; Έχεις να πας κάπου να δουλέψεις;

– Δε θέλω να φύγω και όχι δεν έχω να πάω ποθές, μα δε ν’ αντέχω τη μάνα μου.

– Καλά, καλά, αυτό θα το δούμε…

– Έχω να σου κάνω μνιά πρόταση, θέλεις να έρχεσαι να με βοηθάς στο ιατρείο; Θα κάνεις δουλειές, θα καθαρίζεις, να μαγειρεύεις ξέρεις;

– Ξέρω τα πάντα με το νοικοκυργιό!!

– Μπράβο θα κάνεις και χρέη νοσοκόμας θα έρχεσαι μαζί μου στα χωργιά που θα χρειάζεται να πηγαίνω.

– Θέλω, ναι θέλωωωωωω!!

– Ωραία θα τα πούμε αύριο λοιπόν, που θα μιλήσω και στο πρόεδρο, για να κανονίσει για να πληρώνεσαι.

Εδώκανε τα χέργια και γιαγέρνει πεσίχαρη στο σπίτι. Με το που θωρεί ο αφέντης τση, να λάμπει από χαρά το κοπέλι ντου, δε ν’ άντεξε να μη ρωτήξει.

– Που ήσουνε και σε θωρώ να λάμπεις παιδί μου;

– Έβρηκα δουλειά πατέρα μου!

Έχασε τη γή από τα πόδια ντου, στο φόβο πως θα φύγει!

– Πού ‘βρες δουλειά θυγατέρα μου και που θα φύγεις να πας κ’ εγώ δε γατέχω πράμα;

Η μάνα τζη έχει στεμμένα ολόρθα τ’ αφθιά τζη, να ‘κούσει ίντα θα του ξελαμίσει.

– Έπαέ στο χωργιό θα δουλέψω, στο γιατρείο πατέρα, με θέλει κοντά τζη η γιατρίνα.

– Ωωωωωω ίντα μου λες εδά…

– Μπράβο παιδί μου και ίντα θα κάνεις εκειά;

– Είπαμε πως θα βοηθώ, θα σκουπίζω, θα καθαρίζω, θα τση μαγερεύγω και οντε θα κάνει τη μαμή θα τση κλουθώ στα χωργιά να τση κάνω τη νοσοκόμα, θα βρεί και το πρόεδρο αύριο, να μου κανονίσει λέει χαρθιά για να με πλερώνουνε.

Η μάνα τση δε ντο χονεύγει ετονά που γροικά, από τη μνιά μέρα στη ν’ άλλη, να κάνει τη νοσοκόμα η θυγατέρα τζη, λες και εζήλεψε του κοπελιού τζη!

– Πότες ήρθενε η γιατρίνα, πότες εγνωριστήκετε και πότες τα καταστέσετε, ούλα ετούτανά απου μα σε λες; Ακόμη δε τη ν’ είδαμενε ίντα άθρωπος είναι και σε πήρενε βοηθό τζης; Να το ιδώ και να μη ντο πιστέψω λόγω τιμής ετονά το πράμα!

Εστρούφηξε ντελόγω ο Λευτέρης και ξεσπαθώνει….

– Πέ μωρή μνιά καλή κουβέντα, του κοπελιού μας, μονο εκατέβασες τη μπροβοσκίδα τση κακίας σου, να του ρίξεις τη ψυχολογία ντου πάλι και να μη ντο χαρεί!

– Άστηνε πατέρα δε με γνοιάζει, ότι κια λέει, εσυνήθισά το εδά μπλιό.

– Η μάνα μου δε με θέλει από μικρή και φαίνεται πως δε ν’ ήθελε καθόλου κοπέλι στο σπίτι τζη και ευτυχώς απου δε ν’ εκάμετε κ’ άλλο, να σέρνει τα όσα σέρνω!

Άστραψε και βρόντηξε ο άθρωπος, εκειά που γροικά το παράπονο, τση θυγατέρας του…

– Σάλευγε μέσα, να μη θωρώ τα ξινισμένα μούτρα σου, γιατί ανεκατόνωμαι… Μάνα είσαι εσύ μωρή; Φύγε για δε θέλω να βλαστημήξω, φύγε!

Εγκάλιασε τη θυγατέρα ντου και κάτσανε στη ν’ αυλή να κουβεδιάσουνε.

-Μη δίδεις σημασία τση μάνας σου, άστηνε να λέει τα δικά τζη, μνιά μέρα θα το μετανοιώσει μα θάναι αργά, για δε ντη νε παλεύγω μήδε γω κ’ ανε συνεχίσει ετουτονά το τροπάριο, θα ν’ έχομε άλλα.

Τη ταχινή επήγε πρώτη μέρα στη δουλειά και άλλαξε το ζουμπούλι τζη, ανέβηκε η ψυχολογία τζη και όπχιος επήγαινε να επισκεφτεί τη γιατρίνα, είχενε να πει και μνιά καλή κουβέντα για όνομίς τση. Επέρασε κ’ ο αφέντης τση από κειά, να πει ένα χαιρετισμό και να ευχαριστήσει τη γιατρίνα που επήρενε τη θυγατέρα ντου κοντά τζη.

Με το που τη ν’ είδενε, εσκέφτηκε τη κερά ντου. Ετούτηνε έπρεπε να χει μάνα η θυγατέρα μου και όη το ψακί, απού ‘χω στο σπίτι και με τρυγά.

– Κύριε Λευτέρη η κόρη σας είναι η συμπάθειά μου, από την ώρα που την είδα.

– Θα κάνουμε καλή παρέα και θα μάθει γρήγορα να με βοηθάει και σα νοσοκόμα.

– Θα ξεκινήσει να διαβάζει και θα κανονίσω για να βγάλει τη σχολή μάνι, μάνι.

Δε ν’ ήθελε άλλο πράμα να κούσει, εκατάλαβε όμως πολλά και γιάντα η θυγατέρα ντου είναι ετόσονά χαρούμενη από στα ν’ οψές.

– Ο Θεός σ’ έπεψε ετούτηνέ τη ν’ ώρα! Καλώς όρισες και σ’ ευχαριστώ απου αγκάλιασες με τόση να αγάπη τη θυγατέρα μου.

– Δε θέλω να το πω μα… ετσά ψυχή δε ν’ υπάρχει άλλη στο χωργιό μας, σα ντου κοπελιού μου και θα το ιδείς και του λόγου σου.

– Μιλήσα με τη κόρη σου και τα βρήκαμε, γνωρίζω το πρόβλημα που την απασχολεί και θα το ξεπεράσουμε σιγά, σιγά, φτάνει να βρει την ηρεμία που χρειάζεται και μια που είσαστε εδώ θα ήθελα να ξέρετε ότι το περιβάλλον στο σπίτι, δεν θα δώσει λύση στη κατάσταση που αντιμετωπίζετε.

– Κατέχωτο μα ίντα θα κάμω, η μάνα τζη είναι κακό μαντέμι και δε βάνει νερό στο κρασί τζη με πράμα, χιλιοειπωμένα τά ‘χωμε, μα δε πχιάνει λόγο κιανενούς.

– Ακούστε με….ξέρω από ψυχολογία… θα ήθελα για ένα διάστημα, η Πελαγία να μένει εδώ μαζί μου, θα έρχεται να σας βλέπει όποτε θέλει, απλά θα μένει μαζί μου, για να αλλάξει περιβάλλον και είμαι σίγουρη πως θα μπούνε τα πράγματα σε μνιά σειρά.

– Δε με γνοιάζει καθόλου, αφού το κοπέλι μου το θέλει ετονά το πράμα, μαζί σας είμαι και του λόγου μου.

Η κατάσταση εκαλυτέρεψε… Μέσα σε λιγες μέρες, το Πελαγιό εγίνηκενε άλλος άθρωπος, ήφηγε το άγχος από μέσα τζη και λάμπει οσά ντο ν’ ήλιο. Εντάκαρε να διαβάζει και το χει μεστωμένο πως θα τα καταφέρει να πάει και στη σχολή. Η γιατρίνα τη ν’ έχει οσά ντη ν’ αροδαρά, μη στάξει και μη βρέξει.

Στο σπίτι τζη δε πάει τα πόδια τζη μπλιό, μόνο ένα δυό φορές απου χρειάστηκενε ρούχα τη ν’ αρχή, μα επήγε, με το ν’ αφέντη τζη μαζί, οη αμοναχή. Μήνες έχει να ιδεί τη μάνα τζη και γλύτωσενε από την αυταρχική συμπεριφορά και την απαξίωση. Ήρθενε και μνιά ηρεμία στο σπίτι του Λευτέρη, έπαψε η γκρίνια τση κεράς του για δε ν’ έχει στα πόδια τζη κιανένα να φαώνεται μνιάς κι ο Λευτέρης, έναι ολημέρα στη δουλειά και κάνει τη ζωή τζη. Τρώει πίνει σα ντο μουσκάρι ξάπλα κ’ Άγιος ο Θεός που λένε, μόνο πως εντάκαρε να παχαίνει μέρα με τη μέρα.

Ο άντρας τση το θωρεί μα κάνει το ν’ ανήξερο. Από τη ν’ άλλη το Πελαγιό με τη βοήθεια τση γιατρίνας άλλαξε ψυχολογία και με μνιά σωστή διατροφή εντάκαρε να χάνει βάρος. Ήκαμε και τα χαρθιά ο γραμματικός και θα πλερώνεται στη δουλειά κανονικά και ετσά εβρήκενε το σειρά τζη η κοπελιά. Εκανονίσανε και με τη σχολή τρεις φορές τη ν’ εβδομάδα και θα ξετελέψει νοσοκόμα και με τη βούλα.

Με το πέρασμα του χρόνου, η άσπρη ποδιά που ‘φόργιενε το Πελαγιώ, ήθελε όλο και πλιά πολύ στένεμα, κ από τη ν’ άλλη η μάνα τζη εφάρδενε τα ρούχα τζη για δε ντη βάνανε.

Θεία δίκη; Όπως θέτε πείτε το, μα η κατάστασή τζη χειροτερεύγει. Οι γειτόνισσες τση, το ψιλοκουβεδιάζουνε πως ετσά που πάει, σε μνιά ολιά καιρό, δε θα τη βάνει η πόρτα να πορίσει και θα χρειάζεται για να περάσει, ν’ ανοίγει και τα δυό φύλλα. Ήφερε τη κουβέντα κ’ ο Λευτέρης, για να τη νε πειράξει…

– Γυναίκα, θαρώ πως εζήλεψες τα ξύγκια κ’ εντάκαρες να βαραίνεις…

– Πως και ετσά;

– Εσύ επόβγαλες τη θυγατέρα μας απου το σπίτι να μη ντη νε θωρείς παχιά και γυρίζουνε τ’ άντερά σου…

– Εδά σε θωρώ καλοθρεμμένη μα δε σε γνοιάζει πρέπως.

Κάνει πως δε γροικά, μούδε γυρίζει να το νε ξανοίξει, μόνο κατουμώνει στο καβούκι τζη. Κατέχει το πώς ετσά που τά ‘καμε εδά θα τα λουστεί.

Ένας οικοδόμος ήκαμε πρόταση του Λευτέρη, να το νε πάρει στη χώρα να δουλέψει σε μνιά μεγάλη οικοδομή, μα θα ξωμένουνε εκειά και θα χρειαστεί να λείπει απου το χωργιό. Άλλο που δε θέλει κ’ αυτός να χει δουλειά και καθημερνό μεροκάματο. Επήρε ένα δυό αλλαξές ρούχα και μολέρνει στη χώρα. Επώμεινε αμοναχή στο σπίτι η κερά ντου και τη νε θωρεί μνιά δυό φορές το μήνα, απού ‘ρχεται να του πλύνει τα ρούχα ντου. Από τη μνιά φορά στη ν’ άλλη, θωρεί τη κατάστασή τζη να παίρνει τη κάτω βόλτα και τση το χτυπά ντελόγω.

– Γυναίκα δε σε θωρώ καλά και άντες να πάμε σ’ ένα γιατρό, εδά που είμαι στο χωργιό.

– Δε πάω ποθές καλά είμαι…

– Ίντα καλά είσαι; Δε θωρείς πως εγίνηκες εφτακόσα κιλά και δε σε βάνει η πόρτα να πορίσεις; Ετσά που πάς μούδε στα πόδια σου θα μπορείς να σταθείς σε μνιά ολιά γ-καιρό.

– Να μου κάμεις τη χάρη και να μη ν’ ανεκατώνεσαι και ξάμου.

Εσηκώθηκε να πα να ιδεί τη θυγατέρα ντου και τση κάνει κουβέντα.

– Πόσο καιρό έχεις να ιδείς τη μάνα σου παιδί μου;

– Πολύ καιρό χω να τη ιδώ και κατέχεις πχιός είναι ο λόγος πατέρα.

– Άνε τη νε ιδείς στο δρόμο, ζήτημά θα ναι να γνωρίσεις τη μάνα σου, ετσά απου επόδωκε παιδί μου και δε με γνοιάζει μονο λείπω στη δουλειά και μνιάς κοπανιάς θα τη νε βρούμε τσίτα κόρδα.

– Παναγία μου. Ίντα λες, γιάντα, ίντα συμβαίνει;

– Εδά και πολύ καιρό εντάκαρε και παχαίνει και δε ντη βάνει η πόρτα τση κουζίνας να πορίσει.

Γροικά τη κουβέντα η γιατρίνα και πορίζει όξω.

– Η γυναίκα σας ξέρετε αν έχει θυροειδή κύριε Λευτέρη;

– Ιντάνε κειονά δε γατέχω γιατρέσσα μου.

– Αφήστε το θα πάμε να την επισκεφτούμε σήμερα στο σπίτι και θα σας πω τι θα κάνετε.

– Να πάμενε εδά που είμαι στο χωργιό για δε ντη θωρώ καθόλου καλά.

– Πατέρα άντες να πάμε στο σπίτι να τη νε ιδώ με καμες κ’ ανησυχώ πολύ.

– Περιμένετε θα πάμε μαζί και οι τρεις μας, σε λίγο.

Με το που άνοιξε η πόρτα και μπήκανε μέσα στο σπίτι, θωρεί μπροστά τζη δυό άγνωστες γυναίκες.

-Πχιές είστε και ίντα θέτε στο σπίτι μου;

Δε ν’ εγνώρισε καν τη θυγατέρα τζη….

– Μάνα εγώ είμαι η Πελαγιώ μαζί με τη γιατρό και ήρθαμε να σε δούμε.

Άλλαξε εκατό χρώματα η μούρη τζη από τη ντροπή τζη.

– Δε ν’ εγνώρισες τη θυγατέρα μας γυναίκα; Μπράβο!

– Αφήστε μας λίγο μόνες σας παρακαλώ περάσετε στο άλλο δωμάτιο να την εξετάσω.

Σαν εβγήκε η γιατρίνα δίνει ένα χαρτί στο Λευτέρη και του λέει να κάμει ότι γράφει και ογλήγορα.

– Η γυναίκα σας θα πρέπει άμεσα να πάει σε νοσοκομείο για να τη δούνε οι γιατροί… Κινδυνεύει η υγεία της…

– Όλη αυτή η ανάρμοστη συμπεριφορά και απέναντι στη κόρη σας είναι από το θηροειδή που της προκαλεί τα νεύρα χωρίς λόγο και τώρα το πάχος που σιγά, σιγά τη σκοτώνει.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, η κερά ντου ετοιμάστηκε για το νοσοκομείο.

Από τη μνιά μερα στη ν’ άλλη ο άθρωπος αλλάζει και οντε θα φτάξει η δουλειά που λένε στ’ αβγό, το νε πάει να!

Οι πράξεις μας πολλές φορές, από μνιά αιτία ξεκινούνε και φτάνουνε στο αμήν, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος.

Έκαμε τη θεραπεία και με τα φάρμακα σιγά, σιγά, ο οργανισμός τση εντάκαρε να χάνει κιλά. Ημέρεψε κ’ εγλύκανε η μούρη τζη μα και οι κουβέντες τση. Με τον καιρό εστάθηκε ξανά στα πόδια τζη και κάθε που ‘ ρχεται ο Λευτέρης δε ντη ν’ αναγνωρίζει. Γελούνε και τ’ αφθιά ντου, γιατί μάνα και θυγατέρα εξαναμονιάσανε απού θωρεί πως εγιάγυρε στο σπίτι το κοπέλι ντου.

Ήφταξε η ώρα και πήρενε η Πελαγιώ το χαρτί από τη σχολή τση νοσοκόμας και ετοιμάσανε τα συχαρίκια. Η μάνα τζη εδά και δυό μέρες σάζει γλυκά, πίτες και τζουλαμάδες, να κεράσει τσι φίλους και τσι συγγενείς απου θα μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι. Η χαρά τση θυγατέρας είναι ετόσο νά μεγάλη, απου λάμπει ολόκληρη με τη ν’ άσπρη στολή και ούλα τα φταίει ο ερχομός τση γιατρίνας στο χωργιό.

Ο Λευτέρης θωρεί ένα σπίτι γεμάτο κόσμο να μπαινοβγαίνει, και τη φαμίλια ντου για πρώτη φορά μονιασμένη. Μάνα και θυγατέρα δε χρειάστηκε να πούνε πολλά, το πώς και το γιάντα το κατέχουνε. Εδά μιλούνε με τα μάθια και μ’ ένα χαμόγελο, ζεσταίνονται οι καρδιές τως.

Κιαμνιά φορά η ζωή μας εκπαιδεύγει πρώτα στα δύσκολα και ύστερα μας αφήνει ορνικούς να βρούμενε τη λύση, αμοναχοί μας…

Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:335