Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Είναι κάποιοι φίλοι μου… | του Νίκου Λουκαδάκη


Είναι κάποιοι φίλοι μου που σκαλώνουν συχνά στην κακοτράχαλη κι ανεμόδαρτη κορφή του νου μου. Δυο-τρεις πεισματάρηδες κουζουλοί που κατέχουνε τη στράτα κι ατζοπηδούνε από χαράκι σε χαράκι κι από ανάμνηση σε ανάμνηση, σάμε να φτάξουν έκεια που άλλοι δεν έχουνε πατήσει ποτέ. Μήδε τριζάτη καλίκωση φορούνε, μήδε χιλιογάγλωτες βέργες βαστούνε. Κιανείς δεν τως αρμήνεψε τα μονοπάθια, ούτε κατέχουνε να βρούνε τα χωσμένα σημάδια που χάραξε ο χρόνος στις σκόρπιες πέτρες τση θύμησης, μα φτάνουνε στην κορφή γιατί φορούνε κατάσαρκα τ’ αληθινό, τ’ άδολο χαμόγελο.

Είναι κάποιοι φίλοι μου που σηκώνουνε κάθ’ αυγή τον ήλιο μου στη ράχη τους. Δεν κατέχω πως νταγιαντούνε δυο-τρεις νομάτοι και βαστούνε έτσα λογιώς φόρτωμα, μα ποτέ δεν τσ’ ήκουσα να βαρυγκομούνε. Τρυπώνουνε αργά-ταχιά απ’ τα κλειστά παραθυρόφυλλα τση μοναξάς μου και με ξυπνούν απ’ τον βαθύ ύπνο της θλίψης. Σιμώνουν αγκαλιασμένοι παρέα με τ’ ολόγιομο φεγγάρι και τραγουδούνε κάτω απ’ το μεσογκρεμισμένο μπαλκόνι τση ψυχής μου, ίσαμε να δροσερέψουνε οι ολόξεροι βασιλικοί μου και ν’ ανθίσουνε τα παραπονεμένα γιασεμιά μου.

Είναι κάποιοι φίλοι μου που ξανοίγουν ένα-ένα τα ζάλα που πατώ, δυο στο χύμα, δέκα στ’ ανεβόλεμα. Μετρούνε ένα-ένα τους αναστεναγμούς μου ως φτεροκοπούν και πάνε, δυο στη χαρά, δέκα στη λύπη. Γροικούνε μια-μια τσι κουβέντες μου ως το σκάνε απ’ τα χείλη μου, δυο τση παραπόνεσης, δέκα τση παρηγοριάς. Δεν μπορώ να κάμω ούτε ένα ζάλο δίχως το δικό τους καθάριο βλέμμα. Δεν μπορώ να πάρω ούτε μια ανάσα, δεν μπορώ να βγάλω ούτε μιαν εμιλιά, δίχως το αληθινό χαμόγελό τους.

Αυτοί είναι οι φίλοι μου. Αυτοί που ‘πιάσαν το αλέτρι τσ’ ανθρωπιάς κι οργώσανε τ’ άγονα ‘σώψυχα μου, κάνοντάς τα πολύγεννο κάμπο. Αυτοί που σ’ άνυδρους καιρούς σκορπίσαν μέσα μου τον σπόρο τσ’ ελπίδας κι εδά ανθισμένη, μοσχοβολά, έτοιμη να καρπίσει. Αυτοί που με το δρεπάνι τσ’ αδερφοσύνης θέρισαν βαθιά τ’ άγριο μίσος που χρόνια κατέτρωγε τσι ρίζες μου και δεν άφηνε την αγάπη να βλαστοσύρει. Αυτοί είναι οι φίλοι μου δυο-τρεις ξωμάχοι τσ’ αντριγιάς που δεν λυπούνται να ξοδιάσουν για χατίρι μου τον κόπο τους.

Αυτοί είναι οι φίλοι μου. Αυτοί που δίχως αντίδωρα μου κοινωνούν το σώμα και το αίμα τους. Πώς να μην ριζώσουν στον νου μου. Αυτοί που σαν θωρούν σύννεφα στα μάθια μου, με σέρνουν με το ζόρι σε άγριο χοροστάσι. Πώς να μην ριζώσουν στη ψυχή μου. Αυτοί είναι μόνο οι φίλοι μου, γιατί σαλεύουν με ζάλα βαριά κόντρα στους ψεύτες καιρούς. Αυτοί είναι μόνο οι φίλοι μου, δυο-τρεις αντάρτες αγίοι που σαφί μνόγω στ’ όνομά τους.

Λουκαδάκης Νίκος


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:145