Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Με φως κι αγάπη | του Αντώνη Κουκλινού


Ετρεμόσβηνε το φτύλι τση λάμπας να σβήσει και μόνταρε να φέρει τη (μ)πίργια, να τση βάλει μνια σταλιά πετρέλαιο.

Ανεσηκώνει το πανί στο νεροχύτη από κάτω, να πχιάσει το μπουκάλι.

Χωρίς τη (μ)πίργια δεν τα καταφέρνει γιατί τρέμουνε τα χέργια ντου, μα δεν αφέγγει κιόλας.

Ήβαλε πετρέλαιο στη λάμπα και ίσα ίσα που γέμισε, να βγάλει τη νύχτα.

Έχει κρεμασμένο και το λύχνο πρόσκαιρας καλού κακού, αν-ε χρειαστεί, να μη πομείνει θεοσκότινα.

Οι χωργιανοί οι πλια πολλοί, έχουνε βαρμένο το ρεύμα στα σπίθια ντως, εδά και κάμποσους μήνες, μα όσοι δεν έχουνε το μετρητό, ξανοίγουνε απ’ αλάργω.

Βάνει και δυό κουτσούργια στη (μ)παρασθιά, να βαστάξει ο πυρόμαχος σάμε τη ταχινή.

Με τη φυσηχτήρα σκαλίζει τον άθο και οι αθιβολές του πάνε κι έρχουνται.

Πολλά τα χρόνια που περάσανε…

Μέσα σε πολέμους, κατοχή, πείνες, κακουχίες, κατάφερε να γεράσει…

Κι εδά ξεπλερώνει την αμοναξά ολομόναχος, αφού οικογένεια δεν ήκαμε.

Οι εορτές απού ’ζησε, να του λένε τα χρόνια πολλά, επεράσανε κι αυτές…!

Πχιός θα κάτσει να σκεφτεί ένα γέρο μαγκούφη, αν-έ χει την εορτή ντου αύριο..!

Με δυο μαξελάργια απάνω σ’ άλλο θέτει, σάμε να βρει ραχάτι η κεφαλή ντου, μα τόσες σάς θύμησες απου ανερκερκελεύγει πάλι ο νούς του, θα στριφογυρίζει οσά ντη σβούρα.

Σα ν’ εξημέρωε ο Θιός τη μέρα, εσηκώθηκε να πάει στη ν’ εκκλησά ν’ άψει το κερί ντου και να κουτελώσει με κιανένα χωργιανό, για να πούνε δυό κουβέντες.

Του Αρχάγγελου Μιχαήλ μεγάλη η Χάρη ντου και η λειτρουγιά εξετέλεψε με ούλο το χωργιό παρόν στη ν’ εκκλησά.

Εχαιρετούσανε το Μιχαλάκη σα ν’ επορίσανε οι χωργιανοί και του ευχήθηκενε κι ο παπάς τα χρόνια πολλά.

Ενετσούλωσε μνιά ολιά με τσ’ ευκές τως, μα εκειονά απου το νε σκουτουργιάζει και στενοχωράται για δε μπορεί να το κάμει, είναι πως δε ν’ έχει τη μπόρεση να ποφανεί στο ντουκιάνι, για να κάμει το χουβαρνταλίκι ντου να τσι κεράσει.

Σα ν’ ήφταξενε στη πλατέα, στο καφενείο ήτονε ο ταχυδρόμος να μοιράσει τα γράμματα και του φωνιάζει..!

-Χρόνια πολλά Μιχαλάκη…!

-Νάσαι καλά ταχυδρόμε, καλά χαμπέργια να φέρνεις των αθρώπω σαφή!

-Εδά θελά στο πω και του λόγου μου, καλό χαμπέρι σου βαστώ μόνο ανήμενε…

-Εμένα; Ήντα κοντώ να μου βαστάς, ντα πχιος με θυμάται γέρον άθρωπο…

-Ένα συστημένο σου βαστώ και είναι και παχύ παχύ… δε μπορεί πράμα καλό θα ν’ έχει!

Εντάκαρε η καρδιά ντου να χτυπά δυνατά και από την αγωνία ντου, ήπεσέ ντου η βέργα χάμε.

Εμοίρασε τα γράμματα ο ταχυδρόμος και του φωνιάζει να σιμώσει.

-Έλα Μιχαλάκη να βάλεις εκειέ την υπογραφή σου, να πάρεις το φάκελο.

Ετρέμανε τα χέργια ντου να υπογράψει, μα πλια πολύ να ιδεί από πχιο είναι το συστημένο.

-Από τον ανηψιό σου το Νικολή, τση Διαμάντης, είναι το γράμμα από την Αμερική.

-Ώφου ήντα μου γίνηκε, απού λείπε πολλά χρόνια και δεν έχω κιανένα χαμπέρι ντου.

Έβγαλε το μεντήλι από τη τζέπη να σκουπίσει τα δάκρυα, πολεμά ν’ ανοίξει το γράμμα και δε ντα καταφέρνει από το χιαρχιντισμό ντου.

-Δώμου να στο ανοίξω για θα το σκίσεις ετσά που το ντάκαρες.

Ανοίγει το φάκελο ο ταχυδρόμος και αστράψανε τα μούτσουνά ντου!

-Ωωωω, Μιχαλάκη!!!! Επαέ σου πέμπουνε δολάρια μπόλικα!!!

-Εχαμογέλασε ο Μιχαλάκης και εκειονά απού είχενε βάρος στη ψυχή ντου με το κέρασμα, ήφηγε ντελόγο.

-Τα λεφτά είναι πολλά και νάχεις το νου σου να μη ντα χάσεις, πεντακόσα δολάρια σου πέμπει και έχει και γράμμα μέσα.

-Να έχεις την ευκή μου διάβασέ μου το, για δεν αφέγγω.

Τα νέα του ανιψιού είναι καλά και πως το καλοκαίρι θα ν’ έρθει στο χωργιό ύστερα από χρόνια, ν’ άψει κερί στο τάφο τση μάνας του.

Τα δάκρυα του Μιχαλάκη εφτάξανε να ποτίζουνε το χώμα, όσην ώρα του διάβαζε.

-Ταχυδρόμε να μου κάμεις μνια χάρη θέλω αν-ε μπορείς…

-Ήντα θες πέμου…

-Χάλασέ μου εκειονέ, να μου δώσεις δραχμές, απού θέλω να κεράσω τσοι χωργιανούς μου σήμερο απο ύχω την εορτή μου και σένα μαζί.

-Ναι, θα στο χαλάσω Μιχαλάκη, μα γω θα πεταχτώ στη τράπεζα να το δώσω.

Εκέρασε το ταχυδρόμο και τσοι χωργιανούς, απού τονε στο ντουκιάνι.

Σαν ήκαμε το χρεός του, τα λεφτά απού βαστά στα χέργια ντου, φτάνουνε και περισσεύγουνε να κάμει εκειονά απού δεν εμπόργιενε ίσαμε δα.

Να βάλει ρεύμα με δυό λάμπες ίσα ίσα, στο σπίτι και να χει ένα ραδιάκι να γροικά τσοι νύχτες μνια κουβέντα να παρηγοργιέται.

Να ιδεί το σπίτι ντου να φέγγει, να γίνεται η νύχτα μέρα και να κρεμάσει τη λάμπα στη πρόκα μνια κι όξω.

Εξημέρωσε μνιαν αισιόδοξη μέρα και για το Μιχαλάκη, ανήμερα τση γιορτής του, ήρθενε το καλό μαντάτο και ήντα μαντάτο!!!

Όσο ζει κιανείς ελπίζει και μακάρι ο κάθε μοναχικός άθρωπος, κι ο κάθε Μιχαλάκης, να γιορτάσει σήμερο ευχαριστημένος, με φως και αγάπη…!

Κι εσύ πατέρα που γιόρταζες και θα γιορτάζεις εκεί ψηλά…

Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:302