Ο παραζούβαλος | της Άννας Τακάκη
Δεν ήτανε μορφονιός μήδε και πολλά σορτερός*. Αν ήστεκε επήγαινε μεσόπαντας, κι αν ήτανε καθιστός εμούλωνε* κι εξάνοιγε τα κανιά* του. Αν ήνοιγε το στόμα του επέτα μαλαστούφες* και καθαρογλωσσίδια*. Για κουζουλό πάλι δεν τον ήκανες, μα μήδε και για γνωστικό. Με λίγα λόγια ήτανε παραζούβαλος*.
Μανιό τονε λέγανε. Το Μανιό τση Τουρκονταούλας*. Παρατσούκλι κι αυτό…. Γροίκα κειε, τουρκονταούλα! Σάμπως κοντή ’σαι χοντρή η μάνα του, σαν τη νταούλα την τούρκικη, γή μπας κι αποκράτιε από τούρκικη ράτσα; Μα μήδε το ένα μήδε το άλλο να ’ταναι, ανέ σ’ έπιανε στη γλώσσα τζη σ’ έκανε έκανε εφτά παραδώ η Ζαμπία!
Χήρα η κακομοίρα επόμεινε μ’ ένα μωροκόπελο. Άλλο άντρα δεν εξανάβαλε στον κόρφο τζη. Εμεγάλωσε το κοπέλι μόνια αμοναχή τζη. Ξενομπάτισσα* ήτανε σε τούτο το πετροχώρι. Σόι δικό τζη δεν είχε, μήδε συγγενή, μόνο το κοπέλι που το ’χε φως και μάτια τζη. Μα δεν το ’φηνε να ξελασκάρει, μόνο το ’σφιγγε μέχρι να το πνίξει. Μη εκείνο, μη το άλλο, σήκω, σήκω, κάτσε, κάτσε . Μην μπλέξει με κακές παρέες, μη πάει σε γλέντι και πιει και γενεί τση μοίρας του, μη και μη… Μέχρι που το ’καμε παραζούβαλο.
Σαν εμεγάλωσε ο Μανιός μήδε στο στρατό τονε κρατήξανε μήδε και για δουλειά ήτανε, γιατί τον ήπιανε, λέει, η μέση του κι εγινότανε ένα κατσούνι*. Αν εσήκωνε βάρη ήθελε, λέει, να λαμπάξει*. Εμπήκε και βγήκε ο πρόεδρος κι ο γραμματικός και του βγάλανε μια σύνταξη και ζαμάν φου το Μανιό! Ήτρωε το συνταξάκι με τη μάνα του κι άσε τσ’ άλλους να φαώνονται στα μεροκάματα και τσ’ αγροτοδουλειές. Μος επερνούσανε τα χρόνια και παραμεγάλωνε ο γιος, η Τουρκονταούλα, η μάνα του, ήθελε άρον άρον να τον-ε παντρέψει, μη μισέψει και φύγει εκείνη και τον αφήσει στσοι πέντε δρόμους. Και κοπέλια να μην ήκανε, φτάνει που θα ’χε μια παρέα και μια παρηγοριά.
Πέμπει μπροξενιτάδες στο χωριό και στα περίχωρα. Να βρούνε μια κοπελιά, ας ήτανε και γυναίκα χήρα ή ζωντοχήρα, ας ήτανε και μεστωμένη* γεροντοκόρη, φτάνει να πάντρευγε το Μανιό τζη. Μα επέρνα ο καιρός και οι μπροξενιτάδες δεν τση κάνανε δουλειά. Δεν τως είχε και πολύ μπιστιά* κι εμπήκε του λόγου τζη στη γύρα κι εγύρευγε νυφάδες. Και να δεις πόσες εξετρυπώσανε από το ξετρύπητο λαήνι! Μόλις τως ήλεγε πως ήτανε μηνιάτορας, κι επαραφούσκωνε η Ζαμπιά το μηνιατικάκι του, αμάν εκάνανε οι γυναίκες! Οι χήρες, οι ζωντοχήρες κι οι μεγαλοκοπελιές. Έλα σου δα που εκείνος ήθελε τα μικιά και δεν τον ήκανε καλά η μάνα του η Τουρκονταούλα.
-Καλή ’ναι, μωρέ Μανιό, η Ασπασούλα του Κοντομίχαλου. Δεν είναι ακόμη σαραντάρα και μπορεί να σου κάμει και κοπέλι.
-Οι δά, το Ασπασώ, να πάρω; γρα ’ναι! Γρα μποτσάλα! Δεν την-ε θέλω, γαμώ τσι φασκιές που την φασκιώσανε!
-Μανιό, ατέ στο πέρα χωριό είναι μια χήρα, και γυρεύγει άντρα στο μαχαίρι μέσα. Χαερλίνα και προκομμένη είναι και μια ψηλή τορτόρα* απού να δεις πως θα ς’ αρέσει και θα ς’ ανεντρανίσει*. Άιντε, μπρε, να πάμε να την-ε δεις.
– Εσύ πάρε την-ε και λούσου τη, διάλε τσοι μπορξενιές σου!
Δε θέλω χήρες μήδε ζωντοχήρες. Εγώ θέλω το Στελιό του Κονταρογιώργη!
-Τη γειτονοπούλα μας ωρέ; Που την είχες στα γόνατά σου και την ήπαιζες οντέν ήσουνε μικιός; Κι απόι σου ’πεσε και τση σπασες την κεφαλή, ανεστοράσε το;
-Εγώ εκεινιά θέλω! Εκεινιά θέλω κι θα τηνε πάρω!
-Διάλε τα φρένα σου! Εκείνο, ωρέ δεν είναι μήδε δεκαπέντε χρονώ. Ήντα θα το κάνεις ένα κοπέλι; Ελόγου σου θες μια μεστωμένη γυναίκα να σε βάλει σε σειρά, να ς’ αρμηνέψει, γιατί θαρρώ πως κοπελίζεις ακόμη.
-Ζαμπγιό, πήγαινε να δεις αν έρχομαι! Την αποπαίρνει ο γιος.
Μια μέρα που ελείπανε οι γονέοι του Στελιού στο μετόχι, ο Μανιός ο παραζούβαλος είχε το σχέδιό του. Επερίμενε τη νύχτα να πάει να θέσει το κοπελιδάκι κι εκείνος παίρνει από το σπίτι του μια πατανία*, ανοίγει σιγά σιγά την πόρτα απού ’τανε ξεκλείδωτη και μπαίνει μέσα. Πάει εκειά που κοιμούντανε το Στελιό, το κουκουλώνει με την πατανία και το παίρνει. Επήε το παντέρμο να βγάλει μια φωνή, μα του ’κλεισε το στόμα με τη χερούκλα του. Ετσίνησε αυτό, μα κείνος την εβάστα με όλη τη του τη δύναμη.
-Σου, Στελιό! Ο Μανιός είμαι και ήρθα να σε κλέψω. Μη φοβάσαι! Του λέει και το σφίγγει να το λειώσει. Άχνα δεν ήβγαλε μπλιο το κακομοίρι από το φόβο του. Το σηκώνει και το πάει τση μάνας του, και τ’ αποθέτει απάνω στο κρεβάτι εκειά που κοιμούντανε.
-Ζαμπγιό, ήφερά σου τη νύφη!
Η Ζαμπία, ξετρουμίζεται* και ψηλώνει παραδίπλα τη λάμπα.
-Ηκλεψες, ωρέ αθεόφοβε, το Στελιό;
– Αφού σου ’πα πως ήθελα το Στελιό! Σου το ’πα, πως ήθελα το κλέψω. Εσήκωσά το εγώ και το ’φερα, κι είδες εδά πως δεν το ’ριξα να του ξανασπάσω την κεφαλή;
Και το Στελιό, το κακομοίρι, επόμεινε σαν το ξεκαυκαλωμένο* προβατάκι, χωρίς να ’χει σπάσει η κεφαλή του. Δεν εκάτεχε ακόμη ήντα εσύμβηκε και για πότε εσύμβηκε. Το τι εγίνηκε από κει και πέρα, αν εκάτσε η κοπελιά ή αν ήφυγε, αυτό είναι άλλη ιστορία και άλλου παπά Ευαγγέλιο…
Γλωσσάρι
παραζούβαλος: ανόητος, απρόσεχτος, πνευμ. καθυστερημένος
σορτερός: ζωηρός
εμούλωνε: έσκυβε
κανιά: τα πόδια, συνήθως μακριά κι αδύνατα
καθαρογλωσσίδια: άσχημες κουβέντες
μαλαστούφες: κουβέντες δίχως νόημα
τουρκονταούλα: χαρακτηρισμός γυναίκας κοντόχοντρης με κακές συνήθειες
ξενομπάτισσα: ερχόμενη από άλλο τόπο
κατσούνι: βέργα με κυρτή άκρη
λαμπάξει: πάθει κήλη
μεστωμένη: μεγάλη, ώριμη κοπελιά
ανεντρανίσεις: πάρεις τα πάνω σου
μπιστιά: εμπιστοσύνη
τορτόρα: ψηλή, μεγαλόσωμη γυναίκα
χαερλίνα: γυναίκα του χαεριού,της δουλειάς
πατανία: υφαντή κουβέρτα
κοπελιδάκι: μικρό κορίτσι
ξετρουμίζεται: τρομάζει
ξεκαυκαλωμένο: τραυματισμένο στο κεφάλι
Άννα Τακάκη,
Από τη συλλογή «Παλιές Μικρές Ιστορίες»
[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι το έργο «Κοροϊδεύοντας τον τρελό του χωριού», 1619, Πένα, πινέλο, καφέ μελάνι σε χαρτί, του Guercino (1591-1666).]
Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.
Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.
Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.