O Άκανθος και οι φίλοι του.
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα πολύ πολύ μακρινό δάσος υπήρχε ένα κάστρο. Σε αυτό το κάστρο έμενε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, ήταν πάρα πολύ αγαπημένοι άλλα δεν είχαν καταφέρει να κάνουν ένα παιδάκι που τόσο ήθελαν. Ένα απόγευμα άκουσαν κλάματα έξω από την πόρτα τους, βγαίνει τρέχοντας η βασίλισσα να δει τι είναι και βλέπει ένα καλάθι με ένα πλασματάκι μέσα τυλιγμένο σε κάτι πετσέτες, έμοιαζε σαν ποντικάκι άλλα είχε μικρά μικρά αγκαθάκια γύρω γύρω.
– Βασιλιά μου, έλα γρήγορα να δεις!!!
– Τι είναι αυτό το όμορφο πλασματάκι, ποιος το άφησε?
– Δεν ξέρω, έχει ένα σημείωμα μισό λεπτό να το διαβάσω .
Βάζει λοιπόν η βασίλισσα τα γυαλιά της και διαβάζει το σημείωμα: «Αγαπημένοι μου Βασιλιά κ Βασίλισσα της Πράσινης Λουλουδούπολης, δεν έχω την δυνατότητα να μεγαλώσω αυτό το μωρό, γνωρίζω την ανάγκη σας να γίνεται γονείς, επομένως σας το αφήνω.
ΥΓ : είναι λίγο διαφορετικό από εσάς άλλα είμαι σίγουρη πως θα το αγαπήσετε πολύ».
Έτσι κι έγινε λοιπόν, ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα πήραν τον μικρό ακανθωτό μπέμπη και του έδωσαν το όνομα Άκανθος, όσο μεγάλωνε ο Άκανθος η βασίλισσα παρατήρησε πως δεν ένιωθε άνετα πολύ με τις αγκαλιές, τα φιλιά και τα χάδια… Όλοι όσοι έβλεπαν τα αγκάθια του (ειδικά εκείνη η θεία που του τσιμπούσε και τα μάγουλα) ήθελαν να τα χαϊδέψουνε κι εκείνος δυσανασχετούσε πολύ, με αποτέλεσμα σε κάθε άγγιγμα να νιώθει πως τον διαπερνά ρεύμα, κι έτσι τα αγκαθάκια του σηκώνονταν όρθια από αντανακλαστικό και τρυπούσε όποιον τον άγγιζε…
– Μαμά,νομίζω πως δεν είμαι σαν τα άλλα παιδάκια…
– Κανείς δεν είσαι εσύ κ αυτή είναι η δύναμή σου παιδί μου.
– Ναι, άλλα μαμά, τα παιδιά στο σχολείο δεν παίζουν πια μαζί μου, με φοβούνται, δεν κάθεται κάνεις δίπλα μου μην τσιμπηθεί, δεν παίζουμε μπάλα γιατί τις σκάω και νιώθω πολύ μόνος μου. Βέβαια είμαι πολύ καλός στην μουσική και ο δάσκαλος με έβαλε αρχηγό της ορχήστρας άλλα και πάλι δεν θέλω να με φοβούνται…
– Δεν σε φοβάται κάνεις αγάπη μου, άπλα δεν ξέρουν πώς να χειριστούν αυτά τα όμορφα αγκαθάκια σου. Έξαλλου είναι και η προστασία σου, η ασφάλεια σου στους κακούς.
– Ναι, καλά είναι για τους εχθρούς, μα για τους φίλους κι όσους με αγαπούν όχι…
Είπε ο Άκανθος και έφυγε για το σχολείο…
Στο σχολείο όμως και συγκεκριμένα στο μάθημα της μουσικής ήρθε μια καινούργια μαθήτρια, μια μικρή περιστερά λευκή και χνουδωτή σαν μαλακό χιόνι, με μια φωνή καλύτερη κι από αηδονάκι. Ο Άκανθος πρώτη φορά ένιωσε τη καρδούλα του να χτυπάει πιο γρήγορα και από τα ντραμς σε ροκ εντ ρολ μουσική. Έκανε να την πλησιάσει να της δώσει το χέρι του να συστηθεί κι από την αμηχανία του, όταν άπλωσε η περιστερά τις φτερούγες της λίγο περισσότερο και πλησίασε τα αγκάθια του, τινάχτηκε και την τσίμπησε … έσκυψε το κεφάλι του, ψέλλισε μια συγγνώμη κι έφυγε ντροπιασμένος.
Την επομένη μέρα, εκείνη άκουσε τον Άκανθο να μιλάει στο τηλέφωνο με τον καλύτερο του φίλο τον Άκη τον Χελωνάκι, και να του λέει πως το Σάββατο έχει τα γενέθλια του και πως θα ήθελε να καλέσει όλα τα παιδιά του σχολείου στο κάστρο να παίξουν μα δεν τολμούσε γιατί ήξερε πως όλοι θα τρόμαζαν να πλησιάσουν έναν αγκαθωτό που δεν θέλει αγκαλιές, τρυπάει όποιον κατά λάθος τον πλησιάσει και σκάει όλες τις μπάλες… Εκείνη χαμογέλασε και έβαλε σε λειτουργιά το σχέδιο της…
Μάζεψε όλα τα παιδιά του σχολείου και τους είπε να πάνε το Σάββατο στο πάρτι του Άκανθου και πως του έχει βρει το καλύτερο δώρο…
– Ναι, μα περιστερούλα μου, ο Άκανθος τσιμπάει. Είπαν τα παιδιά…
– Σιωπή! Σας είπα, έχω την κατάλληλη ιδέα για να γίνουμε όλοι μια παρέα!
Έτσι κι έγινε. Ήρθε το Σάββατο κι όλοι είχαν μαζευτεί έξω από την πόρτα του Άκανθου, μαζί με μια τεράάάάάάάάστια τούρτα και ένα κουτί που κάνεις δεν ήξερε τι είχε μέσα, περα από την Ρούλα, την λευκή περιστερούλα…
Χτυπάν το κουδούνι, ανοίγει ο Άκανθος και παθαίνει σοκ! Του λένε τα παιδιά το τραγουδάκι κι εκείνος ίσα που κρατιέται για να μην βάλει τα κλάμματα από την χαρά του… Πλησιάζει η Ρούλα και του δίνει το κουτί. Το ανοίγει λοιπόν ο μικρός μας φίλος και μέσα βλέπει πολλά μικρά-μικρά κομμάτια από φελιζόλ και σφουγγάρι σε πολλά χρώματα και σχέδια…Απορημένος ρωτάει την Ρούλα…
– Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν καταλαβαίνω τι είναι…
Η Ρούλα λοιπόν χωρίς να του απαντήσει του χαμογελάει και πιάνει μερικά κομμάτια στα χέρια της και τα καρφώνει πάνω στα αγκάθια του… Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι οι συμμαθητές κι έβαλαν ένα χεράκι…
– Τώρα καλέ μου Άκανθε κανείς δεν θα μπορεί να αγγίξει τα αγκάθια σου, που σε ενοχλεί τόσο πολύ όταν γίνεται, άλλα και κανείς δεν θα μπορεί να πληγωθεί από αυτά…
– Ωωω!… νομίζω ότι είναι το καλύτερο δώρο, είπε κλαίγοντας. Για πρώτη φορά στην ζωή του ένιωσε την ανάγκη για αγκαλιά. Και την ασφάλεια που του πρόσφερε το δώρο της Ρουλας…
Έτσι, πήρε όλους του συμμαθητές του αγκαλιά και πήγαν όλοι μαζί να παίξουν μπάλα που τόσο πολύ του είχε λείψει…
.
H Μιχαέλα Αναστασοπούλου είναι ηθοποιός – μουσικός.