Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Η Καλλιοπίτσα (ηθογραφικό διήγημα) | της Άννας Τακάκη



-Αχ, μωρέ, Περικλή! Ήντα τύχη θα να ’χει τουτονέ το στεροκούνι1 μας; Πώς θα περάσει τη νιότη του, πώς θα τα διάξει2 στη ζωή του; Θωρώ τ’ άλλα κοπέλια να γλακούνε3 να χαλούνε τον κόσμο, κι ετούτο το έρμο να πομένει όλο οπίσω. Μα είδες το να παραπονάται; Σύρνει κι αυτό τον ένα ντου πόδα και πάει κι ας πάει κι αργοπορημένο. Μα, γιάηντα εμάς να μας το πέψει4 ζουγλό5 ο Θεός;

-Ήντα να κάμομε, γυναίκα; Μπορούμε να μπούμε στη βουλή του Θεού; Ετσά ήθελε, έτσα λοής μας το ’πεψε. Να κάνομε χαχαλιές6 το σταυρό μας, απού δε μας το ’φηκε σαφί7 ανάπηρο. Να το ’χομε ένα κουτσούρι8 στο καρέκλι. Είδες το γιο τση Χαρίταινας; Ήντα να πει κι αυτή; Και ζουγλοπόδαρο, και ζουγλοχέρικο και βουβό είναι το κακομοίρι. Εμάς όμως η γλώσσα τση Καλλιοπίτσας μας πάει σερί κορδόνι. Τα χεράκια τζη πιάνουνε, τα ματάκια τζη θωρούνε, τ’ αφτάκια τζη γροικούνε. Πως έχει δα το ένα του ποδαράκι πιο κοντό; Μπορεί να ξεμακρύνει όσο μεγαλώνει. Πού το κατέχεις, Ασπασό μου;

-Ήντα ’ναι ο πόδας να μακραίνει, μπρε Περικλή; Με το κουσούρι εγεννήθηκε, με κουσούρι θα πορευτεί. Και να δούμε πώς θα την-ε παντρέψομε, και ποιός θα την-ε πάρει ετσά ζουγλοπόδα; Μόνο πρέπει να κάνομε, κακομοίτση μου, οικονομίες να τση χτίσομε το σπίτι, να ’χομε και παράδες στην άκρα να την αποκαταστήσομε, μπας και βρεθεί κιανείς και την-ε πάρει.

Μεγαλώνει η Καλλιοπίτσα και πάει στο σκολειό. Τα κοπέλια επαίζανε, επηδούσανε στον περίβολο, σκαρφαλώνανε στα δεντρά και στσι τράφους, μα εκείνο το κακομοίρι δεν τως-ε σύντρεχε κι ήτονε όλο οπίσω. Και τα σκολιαρούδια, σα να μην την-ε θέλανε στην παρέα ντως κι όλο την-ε περιπαίζανε. Στον «κουτσό» μόνο ήπαιρνε πρώτη θέση η Καλλιοπίτσα. Έτσι κι αλλιώς ένα πόδα ήθελε ο «κουτσός» και σ’ αυτό το παιγνίδι τα πήγαινε πρίμα. Έλα σου δα που τ’ άλλα συνομήλικα την-ε κοροϊδεύγανε. Ζουγλοκαλλιώ την ονοματίζανε και Τρίκα Καΐκα την παρανομοιάζανε9. Μα κείνο το έρμο δεν εχαμπάριαζε στα παρατσούκλια ντως κι όλο στη μέση τως ήμπαινε, κι όλο επήγαινε εκειά που εφτάνανε τα ποδαράκια του.

Καλή μαθήτρια η Καλλιοπίτσα, άριστη. Διαγωγή άριστη. Το ’χανε σ’ εχτίμηση οι δασκάλοι, κι ελέγανε τω γονέω τζη να μην την αφήσουνε στο σπίτι, μόνο να τη σπουδάξουνε. Την αρχή ετσίνησε μιαολιά η μάνα τζη. Πού θα την-ε πέμπανε στη Χώρα, αμοναχή και ζουγλή; Πώς θα τα ’βγανε πέρα; Μα ο κύρης τση, πλια γνωστικός, αφουγκράστηκε τω δασκάλω κι ήθελε να ξετρέξει το θυγατέρι του.

Τέλειωσε το δημοτικό με άριστα δέκα, και πέρασε στο γυμνάσιο. Άριστη στα γράμματα η Καλλιοπίτσα, με επαίνους και βραβεία. Και στο χαραχτήρα άψογη, και τετραπέρατη ήτανε, και σ’ όλα προκομμένη. Στο ζύμωμα του ψωμιού ήσκυφτε στη σκάφη κι εζύμωνε μαζί με τη μάνα τζη. Κι εφούρνιζε κι εξεφούρνιζε και το τσικάλι ήστενε10. Δουλευταρού, μερακλίνα και χωρατατζού συν τοις άλλοις, και μέσα σ’ όλα. Από γλέντια, από γιορτές και πανεγύρια δεν απόλειπε. Στο χορό δεν την-ε παίρνανε τα πόδια τζη. Μα κι εκεί δεν το ’βανε κάτω. Ήπιανε στον κύκλο κι ας ήτανε και στην κουντούρα11. Η μάνα τζη κι η λαλά τζη την αποκαμαρώνανε, γιατί δεν εκώλωνε12 σε πράμα13. Σαν την-ε ζητούσε κιανείς νεαρός στο ταγκό, εστραβοξανοίγανε οι άλλες μανάδες.

-Είδες το Ζουγλοκαλλιώ πέραση την έχει; Ελέγανε κι εσκούσανε από τη ζήλεια…

Σαν ήφυγε από το νησί κι επήγε να σπουδάσει, εγύρισε άλλος άθρωπος η Καλλιοπίτσα. Λες κι είχε ξεμακρύνει ο ζουγλός πόδας κι επορπατούσε δα πιο ντρέτα14 και δεν ήκανε την τρίκα καΐκα, σαν τη βάρκα στο νερό. Κόντευε να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Γιατρίνα, μαθές, μεγάλο στόχο ήβαλε, μεγάλη πετρά επέταξε μπροστά και την ήφτασε…

-Είδες εσύ; Εξετρέχτηκε15 το Ζουγλοκαλλιό κι ήσασε τον πόδα τζη, ελέγανε οι χωριανοί. Μέγα πράμα… εξεμάκρυνε ο πόδας του!

-Την επιστήμη αυτή σπουδάζει, είναι να μην ξετρεχτεί; Σαν την είδανε να χορεύγει στην ομπρός μερά16 τον πηδηχτό17 δεν το πιστεύγανε οι χωριανοί. Κοπελιά ομορφονιά και σπουδασμένη, αλέργα και χορευταρού πρώτη ήτανε. Κι όλοι οι νεαροί την-ε ζητούσανε για ντάμα ντως, κι όλοι την παρέα της εθέλανε.

Η μάνα με τον κύρη τζη δεν εποχορταίνανε να την-ε ποκαμαρώνουνε.

-Είδες εδά, γυναίκα, απού ’λεγες ήντα θα την-ε κάμομε και πώς θα περάσει τη νιότη τζη; Είδες απού ’λεγες πως δε θα την-ε παντρέψομε; Οι νεαροί όλοι κάνουνε αμάν! Όποιο θέλει παίρνει. Αδέ τον έχει βρει κιόλας…

– «Τον έχουν απορριξιμιό οι πέτρες και τα ξύλα, εκείνοσά ’χει ριζικό κι εκείνος έχει μοίρα». Απηλογάται18 κι η μάνα κατά τη ρήση του λαού.

Από τη συλλογή «κρητικά νάκλια»

Άννα Τακάκη


ΓΛΩΣΣΑΡΙ:

1 Στεροκούνι: το τελευταίο παιδί.

2 Διάξει: φτιάξει.

3 Γλακούνε: τρέχουνε.

4 Πέψει: στείλει.

5 Ζουγλό: κουτσό.

6 Χαχαλιές: χουφτιές.

7 Σαφί: εξ ολοκλήρου.

8 Κουτσούρι: κομμάτι ξύλο.

9 Παρανομοιάζανε: δίδανε παρατσούκλι.

10 Ήστενε τσικάλι: ετοίμαζε το φαγητό, μαγείρευε.

11 Κουντούρα: το τέλος στον κύκλο του χορού.

12 Εκώλωνε: έκανε πίσω.

13 Πράμα: τίποτα.

14 Ντρέτα: ίσια.

15 Εξετρέχτηκε: επεδίωξε, προσπάθησε επίμονα.

16 Ομπρός μερά: η αρχή στον κύκλο του χορού.

17 Πηδηχτός: Σητειακός χορός.

18 Απηλογάται: απαντά.

 


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.
Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.
Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.  

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:230