Η Κρουσταλλένια! | του Αντώνη Κουκλινού
Ονειροπόλος, αισθηματίας και καλαναθρεμένος ο Στάθης.
Ετσά τον είχενε η μάνα ντου, μη βρέξει και μη στάξει το μοναχογιό τζη.
Εδά μπλιο απού τριαντάρισε, ξανοίγουνε για νύφη, μα ο νους του δεν τόχει φαίνεται μεστωμένο ακόμη.
Κάθε που ’θελα γύρει όθε ντα πλάγια, καβαλάρης στ’ άλογο, ο νους του ταξιδεύγει κι αυτός άλλα μπλήρη…
Δεν τούκανε καλό….
Και κάθε που θα περάσει από το βρυσάλι, θα ξεπεζέψει.
Κάνει πέρα τσι βάτους με τη χαχαλόβεργα, για να κοντοσημώσει στη κουτσουνάρα και σκύφτει να γεμίσει τσι χούφτες του νερό να πχεί.
Σκύφτει πεντέξε φορές σάμε να ξεδιψάσει.
Απίς σηκωθεί, στέκει και καμαρώνει το νερό, απου τρέχει ένα βρούλο ίσα, ίσα στο κουτσουνάρι σιωπηλά και το πίνουνε οι θεόρατοι βάτοι με τσι μέλισσες.
Τα γένια ντου στάζουνε κρυσταλιασμένο νερό και γραίνουνε τσι μπέτες του και τα στιβάνια ντου.
Κρουσταλλένια τηνε λέει ετούτη νέ τη πηγή, απού ξεδιψάζει κάθε περαστικό.
Τη καμαρώνει ωσάν τη καλή ομορφονιά, γιατί στολίζει με πρασσινάδα τη περασά ντου.
Κιαμνιά φορά θα βαστά και το κολατσό ντου και θα κάτσει δίπλα τζη να φάει και θα πχιάσουνε τη κουβέντα.
Ρωτά τηνε… από πού κουβαλέι το κρυγιό νερό και πως τα καταφέρνει καλοκαιργιάτικα μέσα στο λιοπύρι και δε ποστηρώνει, με τόσηνά κάψα.
Που τη βρίχνει ετόσηνά δροσεράδα και κουβαλεί το νερό κρουσταλλιασμένο.
Κι απός ξανοίγει τα θεόρατα χαράκια, απού κρέμουνται από πάνω τζη, λες κι είναι ετοιμοπόλεμα, να πλακώσουνε τον εχθρό, απού θα τηνε πειράξει.
Σαν τη μοναχοκόρη, απού ’χει έξε- εφτά αδερφούς και στένουνε μπέτη, να μην τη προσβάλει κιανείς.
Είπαμε ονειροπόλος και αισθηματίας άντρας!
Αγαπά και δένεται με τη φύση και τσ’ αθρώπους.
Είναι το καμάρι τση μάνας του, μα και σ’ ούλα τα γυρωχόργια.
Γαμπρός απού θα τον ήθελε το κάθε σπίτι και η κάθε κοπελιά στα όνειρά τζη, μα δεν εβρέθηκε ακόμη αυτή απού θα του κλέψει τη καρδιά κι ας έχουνε πολλούς προξενητάδες σάμε δα πεμπά τους.
Εκατέβηκε στη χώρα για να κάμει τσι δουλειές του και γροικά στο ράδιο σ’ ένα καφενείο, απού έκατσε να πχει καφέ, πως ζητούνε αίμα επειγόντως, να σωθεί ένας άθρωπος απού κινδυνεύγει η ζωή ντου.
Δε ντο σκέφτηκε ούτε δευτερόλεφτο, επλέρωσε και φεύγει ντελόγο να πα να δώσει αίμα.
Χωρίς να το γνωρίζει, η σπάνια ομάδα αίματος απού ταιργιάζει, ευτυχώς, είναι το αίμα τση καρδιάς του.
Ήδωκέ ντο και ευχαριστημένος απού ήκαμε τη καλή πράξη, εσηκώθηκε να γιαγύρει στο χωργιό ντου.
Ήκαμε την ιστορία τση μάνας του, και μόνο πως δεν εντάκαρε να κλαίει.
-Απού να έχεις την ευκή μου γιε μου, ο Θεός θα σου το ξεπλερώσει να το κατέχεις, μόνο εδά πρέπει να σου σάσω να φας για θάναι ο οργανισμός σου εξαντλημένος παιδί μου.
Ύστερα από αρκετό καιρό, ήρθενε στο χωργιό ένας καλοντυμένος κύριος.
Εζήτηξε να του πούνε που είναι το σπίτι του Στάθη.
Χτυπά τη πόρτα και προβαίρνει η μάνα ντου.
-Ωρίστε κύριε περάσετε μέσα!
-Γειά σας κυρία μου, θέλω το Στάθη είναι εδώ;
-Δεν είναι στο χωργιό σήμερο καλέ μου κύριε, ίντα συμβαίνει με το γιό μου;
-Μην ανησυχείτε, καλή μου κυρία, δεν συμβαίνει τίποτα. Θέλω να δω τον ίδιο και σας παρακαλώ να του δώσετε αυτή τη κάρτα, είναι η διεύθυνσή μου με το τηλέφωνό μου και θα τον παρακαλούσα να κανονίσουμε μια συνάντηση.
-Καλά θα του το πω, μα ελάστε να σας κεράσω ένα ποτήρι νερό, πρώτη φορά στο σπίτι μου και να στέκεστε στο δρόμο δε μου κάνει καλό.
-Δε πειράζει κυρία μου ευχαριστώ για τη καλή σας τη καρδιά, τώρα καταλαβαίνω τι παιδί έχετε μεγαλώσει. Γεια σας και θα περιμένω το Στάθη να συναντηθούμε.
Σαν επήρε τη κάρτα, όντε ν’ εγύρισε στο χωργιό, επαραξενεύτηκε πχιος είναι ετοσές ο άθρωπος απού τονε γυρεύγει και ίντα κοντώ τονε θέλει.
Εκλείσανε ραντεβού, την επαύριο να σμίξουνε στη χώρα και εσηκώθηκενε τη ταχινή και πήγε.
Με το ταξί εξεπέζεψε στη διεύθυνση από του δώκανε και χτυπά το κουδούνι.
Ανοίξε η πόρτα και προβαίρνει μνια κοπελοπούλα γύρω στα εικοσιπέντε, ωσάν τα κρύα νερά.
Εχιαρχίντησε με το που άνοιξε η πόρτα και την είδενε μπροστά νου.
Μαύρα μαλλιά σάμε τσι κουτάλες και ένα βλέμμα απού τρυπά και τη πιο σκληρή καρδιά.
-Καλημέρα κοπελιά!
-Καλημέρα σας τι θέλετε;
-Ένας κύριος ήρθενε πριν δυο μέρες και με γύρευγε στο χωργιό μου, μα έλειπα και ήφηκε τη σύστασή ντου τση μάνας μου, να ’ρθω να σμίξομε.
-Ααααα είναι ο πατέρας μου, ελάστε μέσα σε λίγο θα γυρίσει, έφυγε βγιαστικά μα θα έρθει γιατί σας περιμένει.
-Είπα κ εγω μπας και χτύπησα λάθος πόρτα…
-Περάστε μέσα να σας φτιάξω ένα καφέ και ωστόσο θα έρθει και ο μπαμπάς.
Σαν έκατσε στο σαλόνι, περιεργάζεται το σπίτι και καταλαβαίνει πρέπως πως «φυσούνε» το παρά, γιατί είναι ούλα στην εντέλεια και χλιδάτα που λένε.
Ετράταρε το καφέ η ομορφονιά και σάμε να πχει δυο ρουφηξές, ήρθενε και ο πατέρας τση.
-Μπαμπά, ήρθε ο κύριος που περίμενες.
-Συγνώμη Στάθη μου, έπρεπε να σε περιμένω, μα έτυχε κάτι και πετάχτηκα στο γραφείο μου.
-Δε πειράζει εμά για δέκα λεφτά δεν εχάλασε κι ο κόσμος· ίσα, ίσα που έπινα το καφέ μου.
-Θα παραξενεύγεσαι ίντα σε θέλω και πχιος είμαι σίγουρα!
-Να σου πω την αλήθεια, από τη κάρτα απού ’φηκες τση μάνας μου, εδιάβασα πως είσαι δικηγόρος, μα ίντα άλλο να σκεφτώ; Διαολιά πράμα δεν έχω καωμένη, μούδε κακές παρέες κάνω να μπλέξουνε ποθές και να μη ντο κατέχω, οπότε δεν εσκέφτηκα πράμα κακό, μα… δεν τόχω να κακοβάνω κιόλας.
-Προς Θεού Στάθη μου, όχι Παναγία μου δε συμβαίνει τίποτε κακό θα σου πω. Χωρίς να το κατέχεις έσωσες τη κόρη μου!
Έβγαλε το μαντηλάκι από τη τσάντα μέσα και σκουπίζει τα μάθια ντου.
-Είχαμε φτάξει στο αμήν, για δεν εβρίχναμε το κατάλληλο αίμα και ξαφνικά μου λένε οι γιατροί πως ένας νεαρός ήρθενε από μόνος του και έδωκε αίμα να σώσουμε τη θυγατέρα μου και ευτυχώς δεν εχρειάστηκε άλλο.
-Από τσι γιατρούς επήρα τα στοιχεία και ήρθα να σε συναντήσω, μα δε σε βρήκα, αλλά συνάντησα τη μητέρα σου και κατάλαβα ίντα κοπέλι έχει μεγαλώσει.
Εσυγκινήθηκε ο Στάθης κι εκόντεψε να τονε πάρουνε τα ζουμνιά.
-Ηδωκέ μου την ευκή τζη η μάνα μου, όντε τση τόπα στο χωργιό και εδά εκατάλαβα ίντα ’χω καωμένο. Στο καφενείο ήπινα καφέ και το ’κουσα στο ράδιο, πως είναι η τελευταία σας ελπίδα να βρεθεί το αίμα, μα δεν εγάτεχα πως το χα εγώ, αυτά ’νε του Θεού δουλειές και στι ταιργιάζει ως φαίνεται η Χάρη ντου.
-Ίντα θες να κάμω για σένα Στάθη μου;
-Πράμα δε θέλω να μου κάμεις, εγώ ευχαριστήθακα και μόνο απού εγλίτωσε η κοπελιά κι εδά που τόμαθα θα το πω τση μάνας μου και θα κουζουλαθεί κι αυτή απού τη χαρά τζη.
-Σε κάλεσα για να σ’ ευχαριστήσω, μα δε θα μου χαλάσεις το χατίρι και θα δεχτείς ένα μικρό δώρο ευγνωμοσύνης για την αθρωπχιά σου.
Έβγαλε από τη τσάντα ένα φάκελλο με λεφτά να του τα δώσει.
Σάμε να ιδεί ο Στάθης το φάκελλο, εσηκώθηκενε ορθός.
-Θα σου πω ένα πράμα και μη ντο θεωρήσεις προσβολή… Την αθρωπχιά μου δεν τη πουλώ και δεν την αγοράζει κιανείς. Έδωκα το αίμα τση καρδιάς μου και η πλερωμή μου είναι πως είδα τη θυγατέρα σου και λάμπει από ζωή, αυτό μου φτάνει και περισσεύγει!
-Χίλια συγνώμη δεν ήθελα να σε προσβάλω και το παίρνω πίσω.
-Αφού θες να μ’ ευχαριστήσεις, θα σου πω ίντα θα κάμεις. Πάρε τη θυγατέρα σου μνια μέρα κι ελάστε στο χωργιό· η χαρά απού θα πάρει η μάνα μου είναι για μένα ούλα τα λεφτά του κόσμου. Ελάστε να μαγερέψει να κάτσωμε να πχιούμενε το κρασί μας και ούλα καλά.
Σαν ήκουσε τη πρόταση του Στάθη, φωνιάζει τη κόρη να τση το πει.
-Κρουσταλλένια μου…, για έλα απού σε θέλω…
Σαν ήκουσε τ’ όνομα ο Στάθης εκόντεψε να σαλτάρει!!!
Έπαιξε πήδο και εβρέθηκε ολόρθος στη πηγή τση καρδιάς του, κρουσταλλένιο νερό τον έλουσε από τη κορφή ως τα νύχια.
Θωρεί τη κοπελιά ομπρός του και λυγίζουνε τα πόδια ντου…
Ο έρωντας τον εχτύπησε κατακούτελα και δε φέγγει, δε γροικά, δε θωρεί ομπρός του.
-Πατέρα με φώνιαξες ίντα θες;
-Μνια πρόταση μα σε κάνει ο Στάθης, να πάμε στο χωργιό ντου, να σε γνωρίσει η μάνα ντου, ίντα λες εσύ να πάμενε;
-Ότι πεις εσύ πατέρα εγώ δεν θα πω όχι!
-Στάθη γροικάς; Θα σού ’ρθω τη Κυργιακή, μαζί με τη Κρουσταλλένια μου.
Το απλανές βλέμμα του Στάθη κι από το χιαρχιντισμό ντου δεν επήρενε χαμπάρι ίντα του λένε.
-Εεεεεε Στάθη γροικάς ίντα σου λέω; Μα ιντά ’παθες; Είσαι καλά;…
-Καλά, καλά είμαι, κάτι σκεφτούμουνε και δε σας απάντησα.
-Εντάξει, θα σας επεριμένω και θα τα ξαναπούμενε στο χωργιό.
Εσηκώθηκενε να φύγει στανικώς του… τα μάθια ντου είναι καρφωμένα στη Κρουσταλλένια τση καρδιάς του!
Πρώτη ντου φορά νοιώθει τα σωθικά ντου να καίγουνται και να τρέμει το φυλλοκάρδι ντου ετσέ λογιώς.
Από το βλέμμα τζη, καταλαβαίνει πως δεν είναι αδιάφορη, γιατί η γλύκα του προσώπου τζη άλλαξε και σαν έπχιασε τη χέρα τζη στον αποχαιρετισμό, έτρεμε ωσάν το ψάρι.
-Γειά σας προς το παρόν και θα ξανασμίξομε στο χωργιό. Σαν έρθετε θα σας σε πάω στη Κρουσταλλένια τση καρδιάς μου, να τη νε γνωρίσετε.
Ετούτηνά η κουβέντα ήτονε μαχαιργιά στο μπέτη τση κοπελιάς.
Έβαλε στο νου τζη, πως έχει άλλη στη ζωή ντου και πως το όνειρο τελειώνει πριν καν ξεκινήσει.
-Στο καλό να πας Στάθη και να μου χαιρετάς τη μάνα σου.
Σαν έκλεισε η πόρτα, το ψυχοπλάκωμα τση Κρουσταλλένιας το κατάλαβε ντελόγο.
-Κόρη μου ιντά ’χεις παιδί μου… δε σε θωρώ καλά…
-Τίποτα καλά είμαι μπαμπά, πάω μέσα που έχω δουλειά.
Δεν επίστεψε τα λόγια τζη, μα ψυχανεμίζεται το λόγο που είναι στεναχωρημένη.
Ο Στάθης με το που εγιάγυρε, η πρώτη κουβέντα που είπενε τση μάνας του, ήτονε, πως εβρήκενε τη γυναίκα τση καρδιάς του και τη Κυργιακή θα να ’ρθει να τη νε γνωρίσει.
-Ίντα μου λες γιε μου!!! Ωφού ιντά ’παθα!!! Πού τηνε γνώρισες; Προξενιό σούκαμενε ο κύριος απού σε γύρευγε;
-Μάνα ίντα να σου πω εδα….
-Το αίμα πού ’δωκα προ καιρού, ήτονε για ’κείνη και είναι ο πατέρας τση ο κύριος απού με γύρεψε.
-Και πως εγίνηκε εδά το προξενιό, παιδί μου;
-Κιανένα προξενιό δε μου κάμανε μάνα.
-Εγω την είδα και κουζουλάθηκα από την ομορφιχιά τζη, μα δε γατέχω άνε με θένε για γαμπρό, γιατί ο αφέντης τση φυσά το παρά, γιατί ναι δικηγόρος και στο σπίτι απού εμπήκα να με ευχαριστήσουνε, είδα πλούτη και μεγάλη σιρμαγιά. Μα εμένα δε με γνοιάξανε τα πλούτη, μούδε και τα λεφτά απού έβγαλε να με ποχαιρίσει ο αφέντης τση και δεν τα δέχτηκα. Εκάλεσά τσοι νάρθουνε τη Κυργιακή να τσοι περιποιηθούμενε και να γνωρίσεις και του λόγου σου τη γ-κοπελιά.
-Καλά έκαμες και δεν επήρες δώρα για τη πράξη σου,… οι δουλειές τση καρδιάς, δε θένε πλερωμή.
-Με το καλό να ωρίσουνε οι γ’ αθρώποι παιδί μου και στη γ-κεφαλή μου απάνω.
Τη Κυργιακή εκράτηξε το λόγο ντου και παρέα με τη θυγατέρα ήρθανε στο χωργιό.
Εκουζουλάθηκενε η μάνα με τη κορμοστασά τση κοπελιάς και με τη σπιρτάδα τζη, απού έλαμπε μέσα στο χαμόγελο.
-Παναγία μου μνια όμορφη κοπελιά, απού εμπήκενε σήμερο στο σπίτι μου!!!
-Μνια τέθια νύφη θέλω να μου φέρει ο γιος μου και θα την έχω στα ώπα, ώπα, να τσ’ αναθρέψω όσα κοπέλια θέλει να κάμει και να την έχω κορώνα στη γ-κεφαλή μου.
Γροικά τσι προσδοκίες τση μάνας του η Κρουσταλλένια και κόντεψε να λυποθυμήσει, γιατί άλλα επίστευγε και άλλα γροικούνε τ’ αφθιά τζη.
Θωρεί τη θυγατέρα ντου να λάμπει από τη χαρά τζη και αναντράνισε ντελόγο ο αφέντης τση.
Είχενε στρωμένο τραπέζι και του πουλιού το γάλα μαγερεμένο και το κρασί καλά καλό.
-Στην υγειά μας! Καλώς ορίσετε στο σπιτικό μας! Σιδερένια νάσαι κόρη μου, να μη ξαναπεράσεις ετσά πόρτα, ξανά στη ζωή σου παιδί μου.
-Ευχαριστούμε πολύ νάναι καλά ο Στάθης, απού τον εφώτισε ο Θεός και ήρθενε τη κατάλληλη ώρα και γλύτωσε το κοπέλι μου. Ήκαμά του μνια χειρονομία και τονε στεναχώρησα, μα δεν τόθελα, θεόψυχά μου.
-Πωμένο μου τόχει και το κατέχω, μα ο γιος μου δεν ήκαμε το καλό για να πλερωθεί και ανε ντόκανε εγώ θελα στα γιαγύρω. Ν’ αλλάξωμε ’δα κουβέντα και να πχιούμενε το κρασί μας, άντε εβίβα και ο Θεός στο καλό μας.
Η Κρουσταλένια κάθεται απέναντί και καμαρώνει το λεβέντη, μα η καρδιά τζη πάει να σπάσει από την αγωνία να σκέφτεται, πχια είναι η Κρουσταλλένια τση καρδιάς του κοντώ και είναι πράμα κρυφό και δε γατέχει πράμα η μάνα ντου;
Σαν εφάγανε και είπχιανε το κρασί ντος, εσηκώθηκε ο Στάθης και τω σε κάνει.
-Άντεστε να σας επάω μνια βόλτα, απού σας τό ’ταξα, να περάσει η γ’ ώρα σας.
Εσηκωθήκανε και γύρανε το πλάι…
Δρόμο, δρόμο, η καρδιά τζη χτυπά δυνατά, να σαλεύγει δίπλα, δίπλα με το λεβεντάθρωπο και σωτήρα τζη.
Κουβέντα στη κουβέντα, εκοντοφτάξανε στη πηγή.
Η βρυσοπούλα με τσι θεόρατους πλατάνους και η αγριγιάδα με τσι βάτους να παντούνε όπχιος θέλει να τση σιμώσει, μα και τα χαράκια να κρέμουνται από πάνω τζη, ωσά τζι στρατιώτες που φυλούνε σκοπχιά, είναι μνια εικόνα μοναδική!
-Ελάστε δα να σας εγνωρίσω τη Κρουσταλλένια τση καρδιάς μου και να πχείτε από το νερό τζη να ξεδιψάσετε.
Έσκυψε όπως κάθε φορά και γέμισε τσι χούφτες του νερό.
Εσηκώθηκε και τηνε καλεί κοντά ντου, να πχει από τα χέργια ντου.
Στα μάθια του πατέρα τζη είναι ότι ομορφότερο έχει θωρώντας.
Ένας τόπος μαγικός και η Κρουσταλλένια να ξεδιψάζει από τα χέργια ντου.
Ξανασκύφτει και τση κουβαλεί νερό να πχει.
Εκείνη πρόσχαρη δεν του χαλά χατίρι και ακολουθεί τρίτη και τέταρτη φορά.
Εσίμωσε κι ο πατέρας τση, να δοκιμάσει αμοναχός του το νερό, απού εξεδίψασε τη θυγατέραν του.
-Ώστε αυτή είναι η δική σου η Κρουσταλλένια Στάθη, εγώ όντε μας το πες για κοπελιά τη πέρασα και τση κόρης μου δε τζή ’ρθενε καθόλου…!
-Χαχαχααχα..!
-Για να τηνε πειράξω τόκαμα και του λόγου μου, μα σαν εδιάβασα τα μάθια τζη τα πληγωμένα το μετάνιωσα, μα εκεινά την ώρα δεν ήπρεπε να το μαρτυρήσω.
Γυρίζει και πχιάνει τη χέρα τζη και τση κάνει…
-Εδά στη θέση τση καρδιάς μου, εμπήκες και λόγω τιμής εκειά θα νάσαι σάμε να στέκει ο κόσμος.
-Πέ μου το ναι και θα σ’ έχω βασίλισσα… την ευκή τση μάνας μου, την έχεις από στα ν’ οψές απού τση το ’πα και ο κύρης σου δεν έχει λόγο να μην το πει.
-Ναι! Ναι! Χίλιες φορές ναι!
-Ναι κι από μένα παιδιά μου! Με την ευκή μου κόρη μου!
Σαν ήκουσε το «Ναι» ο Στάθης την αγκαλιάζει και τση ζητά να πάνε κοντά στη πηγή.
-Κάθε βολά απού έχω στεναχώργιες, η παρηγοργιά μου είναι η Κρουσταλένια μου,… αυτή και το δροσερό νερό τζη. Έλεγα πως αν εβρεθεί γυναίκα κι αγαπήσω, έπαέ θα την εφέρω, να γνωριστείτε και σήμερο γίνεται πραγματικότητα. Το θείο δώρο είναι πως έχεις το όνομά τζη και όντε σου φώνιαξε ο πατέρας σου και το ’κουσα, ετροζάθηκα ο καψερός και μου μήλιενε εκεινά την ώρα, μα δεν εκαταλάβαινα πράμα. Ήκαμα λοιπόν το χρέος μου και σας έφερα, εδά. Να το μάθει κι η μάνα μου, να σοκουζουλαθεί… Άντεστε να πάμε δα στο σπίτι.
Σαν εφτάξανε και τσι θωρεί χέρι – χέρι, πχιασμένους, γλακά να τσ’ αγκαλιάσει.
-Ώφου ίντα θωρούνε τα μάθια μου! Ήφερες γιέ μου τη νύφη στο σπίτι μας! Κόρη μου με την ευκή μου παιδί μου… εγώ θα να μαι η μάνα σου, απού την έχασες και ο αφέντης σου, ο πατέρας του γιού μου, απού το ν’ έχασε κ’ αυτός. Να μας εζήσουνε συμπέθερε τα κοπέλια μας! Στο γάμο θα το κάψωμε…
-Μάνα μη βάνεις φωθιά από ντα δα και πάρει φώκο το χωργιό από τη χαρά σου!
-Άφησέμε να το φωνιάξω να το μάθουνε ούλοι πως ήβρηκα τη καλύτερη νύφη να πατρέψω το κανακάρη μου!
Μέσα σε αγκαλιές και φιλιά, οι ευχές να ζήσετε, θα βαστάξουνε για καιρό ακόμη.
Μα και τα γλέντια με όμορφες παρέες θα κλουθούνε κι αυτά.
Η Κρουσταλλένια τσ’ αγκαλιάς του, λάμπει και φωτίζει τη ζωή του Στάθη από δα και πέρα, όσο για τη Κρουσταλλένια τση καρδιάς του, θα συνεχίσει να τσι ξεδιψάζει ταχτικά, με το νερό από τσι χούφτες του και κάθε φορά, θα στάζουνε τα γένια ντου να γραίνει τσι μπέτες του…
Και στα δικά σας!
Αντώνης Κουκλινός