Αστερουσανά μονοπάθια | του Νίκου Λουκαδάκη
Εδώ ρέγομαι να σαλεύω, εδώ ρέγεται η ψυχή μου να φτεροκοπά, εδώ μόνο ο νους μου μερεύγει, εδώ στ’ Αστερουσανά μονοπάθια. Δεν γροικούνται εδώ οι αχόρταγες μουγκρές των ανθρώπων, μονάχα η φωνή τ’ αετού, του αιώνιου βλεπάτορα τ’ αοριού κι οι σφυρές τ’ ανέμου ως ξωλαλεί τα μυριάδες πρόβατα, που κλουθούν τα χαραγμένα στα γδυμνά χαράκια αρχέγονα απόζαλα τους. Δεν έχει πολλά χρώματα εδώ. Μονάχα το μωβ της άγριας βιόλας που φυτρώνει ξεδιάντροπη στη σκισμάδα του βράχου και το ασημί της πετροπέρδικας που κακαρίζει σύναυγα πλάι στο κουτσουνάρι.
Κορφές πελεκημένες απ’ τον γέρο-Βοριά και τον ξεμπετωμένο Νότο. Κόφινας, Μαδάρα, Χούσακας, Βόλακας, Ασφεντυλιάς, Ανάληψη κι άλλες πια χαμηλές. Εδώ πάνω ο Χρόνος ο καβαλάρης στένεται στ’ απόσκιο του μοναχού δεντρού να ξελαφάξει. Εδώ πάνω, στο μιτάτο του Αστερίωνα, γεννήθηκε ο μύθος. Εδώ ανεθράφηκε, εθέριεψε και τασιμάρης κουβαλεί κάθε χρόνο το πρωτόγεννο αρνί στη χάρη του Δία, που του φόρτωσε τη γαστρωμένη Ευρώπη και τους τρεις κοσμοκράτορες γιους του, Μίνωα, Ραδάμανθυ, Σαρπηδόνα. Εδώ πάνω, σκαλωμένα τα πέτρινα ξωκκλήσια με τα ακλόνητα θεμέλια τους που τα ρίζωσαν στο βουνό Μινωίτες πετροκόποι και Δωριείς αρχικουραδάρηδες.
Φαράγγια θεόρατα, σκαμμένα από τρεις στάλες νερό και μια χαχαλιά χιόνι. Μάρτσαλο, Αγιοφάραγγο, Τράφουλας, Τρυπητή, Αμπάς κι άλλα πιο μικιά. Κάποια καλόβολα, ευκολοδιάβατα, που ‘χουν σαλέψει μέσα τους μυριάδες αθρώποι, έχνη κι αφανταξά. Κάποια άλλα άγρια, απάτητα που μήδε το φως δεν βρήκε το θάρρος να τα διαβεί. Σπηλιές αμέτρητες, κατοικημένες από έρημα πουλιά και σκελετωμένους αγίους που γύρεψαν εδώ μες στην σιωπή την αλήθεια που βρυχάται. Εδώ, βαθιά στα σκοτεινά σπηλιάρια ένοιωσαν την ζεστή αχτίδα της πίστης κι από τα χιλιάδες δάκρυά τους φύτρωσαν στα φρούδια και στα τζουγκριά, τα αθάνατα άνθη της χριστιανοσύνης. Παναγιά Κουδουμιανή, Άγιος Νικήτας, Άγιος Ιωάννης Καπετανιανών, Απεζανές, Οδηγήτρια.
Στο νότο, έκεια που χάσκουν οι εγκρεμοί και σταλάσει το λιγοστό νερό των φαραγγιών, χαϊδολογά το ανήμερο κύμα τα πόδια τ’ αοριού. Μαριδάκι, Καλάμι, Άσπες, Σαλαμιάς, ακρογιάλια που ο ήλιος ξεφλουδίζει τους μαύρους χοχλάκους. Έκεια που τρωγόπιναν αρμυροθρεμένοι πειρατές, με τα γένια τους σαφί ματωμένα και γεμάτα χοχλίδια τση θάλασσας. Ακρογιάλια ξοπλιασμένα με το φως του φεγγαριού και απείραχτα από τη λύσσα των ανέμων. Έκεια που φύτρωσε το δυσκολόβρετο λουλούδι της ελπίδας σε καιρούς που το μαύρο ανέφαλο του πολέμου έχωνε τις αχτίνες του ήλιου. Έκεια που καΐκια μεσοσαπιμένα και υποβρύχια ολοσκούριαστα κουβαλούσαν την κυνηγημένη αντρειγιά σε λιμάνια ξένα.
Εδώ ρέγομαι να σαλεύω. Ανάμεσα στην αγριάδα του καιρού και στη ντομπροσύνη τ’ αορίτη βοσκού. Ανάμεσα στην πυκνή κατσιφάρα και στην ορθάνοιχτη πόρτα τ’ αορίτικου σπιθιού. Ανάμεσα στη γη και στον ουρανό. Εδώ στ’ Αστερουσανά μονοπάθια.
Λουκαδάκης Νίκος
«Ο Δαφνιανός»
Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.