Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Τ’ αγρίμι | του Νίκου Λουκαδάκη



Με πιάνει ανατριχίλα όταν σαλεύω ανάμεσα σε χαράκια, όταν πατώ σε κορφές, όταν θωρώ πέτρες φαωμένες απ’ το χρόνο και το χιόνι. Ξεσηκώνεται ο νους μου και πεταρίζει ολόχαρη η καρδιά μου όταν στέκομαι σε έβγορα και φρούδια. Κάτι με δένει με το πέτρινο τοπίο, κάτι με τραβά κοντά του και το αποζητώ με πάθος. Μόνο με το τρεχούμενο νερό του βράχου ξεδιψώ, μόνο με τον αέρα τ’ αοριού δροσερεύω, μόνο στη σκοτεινή αγκαλιά του σπήλιου μερώνω. Αγρίμι είναι η ψυχή μου.

Ανάγλυφη παράσταση Κρητικού αγριμιού. Λεπτομέρεια ρυτού που βρέθηκε στο ανάκτορο της Ζάκρου.

Αγρίμι εγεννήθηκε στου χαρακιού τη ρίζα,
στοιχειά το νανουρίσανε, ανέμοι το ‘νεθρέψαν
κι όλοι οι καιροί ‘πο πάνω του το γλυκοκανακίσαν.
Εσφύριζέ του ο βοριάς των ανταρτώ τραγούδια,
ο νότος του διηγούτανε τσ’ αγάπης τα παιχνίδια
και τ’ ομορφοσυργούλευαν η ανατολή κι η δύση.
Η κατσιφάρα το ‘φελά, η καλλονή το θρέφει,
με τη βροχή αντριώνεται, με τσ’ αστραπές θεριεύει
κι έχει το χιόνι τ’ αοριού στρώμα στην κοιμηθιά του.
Η τρίχα του ‘ναι αργυρή, τα μάθια του χρυσάφι,
τα κέρατά του σίδερο, τα πόδια του ατσάλι
κι όπου πατεί σπιθίζουνε οι πέτρες και θρουλούνε.
Σε κάμπους δεν εσίμωσε, δεν μπήκε σε σπαρμένα,
ούτε ποτέ του πάτησε χώματα και πασπάρους
μόνο τ’ αρέσει στσι κορφές απόζαλα ν’ αφήνει.
Τσι νύχτες θέτει νηστικό, διψά τα μεσημέρια
μα δε ζηλεύγει το παχύ και τρυφερό χορτάρι
ούτε κουτούτα γυάλινα και κρουσταλλένιες γούρνες,
καλλιά τσ’ αγκάθες ρέγεται που από λιγού βλασταίνουν,
τον έρωντα στσοι εγκρεμούς σαν είναι φουντωμένος
και τον παλιό αρόλιθο που το νερό φυλάσει.
Κιανένα δεν φοβήθηκε στον κόσμο τον απάνω
μόνο τη μπλάβη θάλασσα από μακριά βιγλίζει
που σαν αμέρωτο θεριό μανίζει και βρουχάται.
Στσοι δέτες που φολεύουνε τ’ ανήμερα γεράκια
κατέχει τα πατήματα κι ακόπιαστα σκαλώνει
να χαιρετήξει καθ’ αυγή τον ήλιο οντε προβάλει
και τσι νυχτιές που του κλουθά η μοναξά στον πόδα,
βγαίνει ψηλά στα έβγορα, στα φρούδια ‘ποκρεμάται
να πει καληνωρίσματα στ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Οι μάντρες δεν το στένουνε, τράφοι δεν το βαστούνε,
αφέντες δεν εγνώρισε, φαμέγιοι δεν τ’ ορίσαν
ούτε θεούς γή δαίμονες επάντιξε ποτέ του,
μα μες στσοι ταύκους χώνεται, στ’ ανήλιαγα σπηλιάρια
και με ογρά τα μάθια του σκύβει να προσκυνήσει
τσοι τόπους απου κείτουνται προγόνοι αγιασμένοι.
Τον χρόνο τον καταλυτή περιγελά και παίζει,
νικά τον χάρο καθ’ αργά σε μαρμαρένιο αλώνι
και ξετυλίγει τσι κλωστές στση μοίρας τ’ αργαστήρι.
Αγέραστο κι ελεύθερο στα όρη θα γυρίζει
ώσπου να φτάξει μιαν αυγή σ’ απάτητο κορφάλι,
ψηλό χαράκι να γενεί τον ήλιο ν’ ανεδιάζει.

Το άρθρο τούτο είναι αφιερωμένο στους δυο δασκάλους μου. Τον Κωστή Καργάκη που μου έδωσε φτερούγες να φορώ στη ράχη μου, και τον Κωστή Βασιλάκη που με σέρνει από τον πόδα να μην σιμώσω στον ήλιο της υπερβολής και καούν τα φτερά μου.

Λουκαδάκης Νίκος
«Ο Δαφνιανός»


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:136