Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Με πόσες λέξεις θωρεί ο Κρητικός | του Νίκου Λουκαδάκη



Καημό έχω να ιδώ την Κρητική λαλιά να ξανασκαλώνει στη λογοτεχνική κορφή, εκεί πού ‘ναι η θέση της. Κατεχάρισσα είναι, εκεί ήταν το λημέρι της κι αν δεν πατούσαν οι Τούρκοι τον πόδα τους στα ματοβαμμένα χώματά μας, εκεί θά ‘ταν ακόμα, καμαρωτή και περήφανη να διαμοιράζει λέξεις στους λιμασμένους λογοτέχνες.

Μεγάλο πλούτο βαστά στη χέρα της, που τονε μάζωξε με κόπο στις πλαγιές των αιώνων και τονε φυλά ακόμα με πείσμα για δυο-τρία κοπέλια της, που επιμένουνε να βυζαίνουνε απ’ το αστέρευτο στήθος της και να μην ποχορταίνουνε. Μια κουβέντα θες να πεις και σου δίνει δυο χούφτες μυριόχρωμες λέξεις για να πάρεις όποια σοφιλιάζει με τα χείλη σου, όποια αγγίζει τ’ ακράνυχα του νου σου, πριν ανοίξει τις φτερούγες του.

Τί να διαλέξει κανείς απ’ το μυρωδάτο περβόλι της λαλιάς μας που όπου κι αν στραφεί θωρεί ξεφουντωμένες λέξεις. Διαλέγω μια και μαζώνουνται κι άλλες δίπλα της να κάμουνε ορτακιά. Ω, θε μου, με πόσες λέξεις θωρεί ο Κρητικός! Θωρώ, Βλέπω, ξανοίγω, φέγγω, γρυλώνω, σοντηρώ, διαντηρίζω, βγορίζω, ανεντρανίζω, ανεδιάζω.

Βγορίζω: (Ευ+ορώ) παρατηρώ, αγναντεύω από θέση με καλή θέα. Ο Νταγκουνόγιαννης αγναντεύει τον κόλπο της Κισάμου. Δεκαετία 1970, φωτογραφία του Γιώργου Ανυφαντάκη.

Θωρώ: Η ρίζα της λέξης είναι το αρχαίο θεωρώ, που σημαίνει, βλέπω, παρατηρώ. Στην Κρήτη όμως εκτός από την έννοια του βλέπω, έχει και τη σημασία του προβλέπω (Θωρώ σε να πομείνεις στην ίδια τάξη). Επίσης υπάρχει και η θωριά= εμφάνιση.

Βλέπω: Το ρήμα βλέπω στην Κρήτη έχει μόνο την έννοια του προσέχω, επιβλέπω (βλέπε τα οζά σου μη στα κλέψουνε). Έτσι έχουμε το βλεπίσου= πρόσεχε, καθώς και τον βλεπάτορα= φρουρό, φύλακα.

Ξανοίγω: Προέρχεται από το μεσαιωνικό εξανοίγω= ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου. Επίσης έχει και την έννοια του φροντίζω, προσέχω, περιποιούμαι (Μια γυναίκα ήβαλα να ξανοίγει τον αρρωστάρη κύρη μου), καθώς και προσπαθώ, επιδιώκω (ξανοίγω να μάθω λύρα μα ζορίζομαι).

Φέγγω: Εκτός από την έννοια του βλέπω (σογέρασα και δεν φέγγω μπλιο), η λέξη έχει διατηρήσει και την αρχική της έννοια ως φωτίζω (φέγγε μου έπαε με τον λύχνο). Έχουμε επίσης και τη λέξη φεγγιά= μάτια.

Γρυλώνω: Έχει την έννοια του κοιτάζω έντονα, με άγρια, επιθετική διάθεση και έχει βέβαια σχέση με τον γρύλο και τα πολύ πεταχτά μάτια του.

Σοντηρώ: Σημαίνει κοιτάζω διερευνητικά και έχει ρίζα το αρχαίο τηρέω-τηρώ= παρατηρώ, εξετάζω.

Διαντηρίζω: Της ίδιας ρίζας με παραπάνω η λέξη αυτή (τηρέω-τηρώ) και έχει την έννοια του βλέπω με δυσκολία, ίσα-ίσα που διακρίνω (έλα έπαε για δε διαντηρίζω μπλιο να μπελονιάσω την κλωστή).

Βγορίζω: (Ευ+ορώ) παρατηρώ, αγναντεύω από θέση με καλή θέα, έχει όμως και την έννοια του φαίνομαι από μακριά (ώ, χαρώ το έπαε πως βγορίζει ο κάμπος).

Ανεντρανίζω: Παλαιότερα είχε και την έννοια του σηκώνω το βλέμμα (Ερωτόκριτος: …προς την κερά ντου με καημό τα μάτια ανεντρανίζει). Σήμερα επικρατεί η έννοια, ξαναβρίσκω τις δυνάμεις μου, παίρνω τα πάνω μου (θωρώ κι ανεντράνισες μια ολιά, πού ‘σουνε του θανατά).

Ανεδιάζω: Φτάνω σε ψηλό σημείο για να βλέπω μακριά, επίσης σημαίνει και προβάλλω, εμφανίζομαι. Κατά μια άποψη προέρχεται από το ανά+ ιδέα= αντιλαμβάνομαι, σχηματίζω ιδέα ή από τη λέξη ανάδια= απέναντι.

Λουκαδάκης Νίκος
«Ο Δαφνιανός»


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:288