Η κουτσο-Γιώργαινα… | του Αντώνη Κουκλινού
Ετσά κολόκαρδος άθρωπος σπανίζει… Όπχοιο και να ρωτήξεις στο χωργιό, δε θα σου πει άσκημο λόγο για το μπάρμπα Γιώργη. Εδά στα γεραθιά ντου δε βοηθούνε μπλιο τα μάθια ντου και δε (ν)αφέγγει ο κακομίτσης…, ίσα ίσα διανοιρίζει ‘οντε λιάζει στη (ν)αυλή.
Η κερά ντου ευτυχώς τον-ε ποσάζει, μα βγαίνει του και το (ν)έχει στα ώπα ώπα.
Το πρωί με το γάλα και τη φρυγανιά σάμε το κολατσό με το τυρί και το αυγουλάκι ντου.
Το μεσημέρι τον-ε ταΐζει σα ντο πουλάκι, ανάλογα ήντά ’χει μαγερεμένα.
Αν είναι τηγανιστές πατάτες, τσοι πχιάνει με τη χέρα ντου ωσά ντο κοπέλι μνια, μνια και τρώει.
Σήμερο εβγήκενε ο ήλιος και του ’ρθενε η (γ)όρεξη να κάτσει όξω να λιαστεί.
-Μπρε συ Κωσταντινιά…(κάνει τση κεράς του), έλα να με πχιάσεις να πορίσω όξω να κάτσω στο (ν)ήλιο.
-Στάσου μπρε δυο λεφτά κι έρχομαι…
Ήβαλε τη καθέκλα με το μαξελαράκι εκειά απού χτυπά ο ήλιος και το (ν)έπχιασε απού τη χέρα να πορίσουνε όξω.
-Δώμου τη βέργα μου να τη βαστώ να κουμπίζω μπρε γυναίκα.
-Έλα δα να κάτσεις Γιώργη κι απός θα στη φέρω.
Σάμε να πορίσουνε όξω, είχενε καθεκλώσει ο κάτης απάνω στο μαξελάρι.
-Γιάε παέ αρχοδιές απού τσ’ έχει το κατσούλι…, εστρογγυλόκατσε στο μαξελάρι…, πχχχιττττ…!!!
-Άστο…, μη μου το ζυγώνεις μα εδά θα να ’ρθει να μου τρίβγεται στα πόδια.
Η κρεβατίνα δε (ν)έχει μουδ’ ένα φύλλο απάνω τζη πομεινάρικο και ετσά λιάζει σε ούλη τη(ν) αυλή.
-Θες πράμα να σου φέρω Γιώργη, για να πάω μέσα να κάμω τα νοικοκεράτα μου;
-Φέρε μου τη βέργα να κουμπίζω και το κομπολόι μου.
Η βέργα με το μπεγλέρι είναι μνια δασκέδαση, να σκέφτεται και να ταξιδεύγει στση θύμησής του τα σοκάκια.
Ευχαριστεί το Θεό, απού του ’πεψε ετσά καλή γυναίκα και δε ντου χτυπομουρίζει εδά απού στραβώθηκε γιατί θέλει δε θέλει, περνούνε ούλα από τα χέργια τζη.
Η φούντα του κομπολογιού τα ίσα κάτω, έδωκενε αφορμή του κατσουλιού για παιχνίδι.
Όπως μετρά τσοι χάντρες με τα δαχτύλια ντου, πεθιέται με το ποδαράκι ντου να πχιάσει τη φούντα.
Να μνια αιτία για χάδια και παιχνίδια… Ο Θεός φαίνεται δοκιμάζει την αγάπη τω ν’ αθρώπω…
Εσφουγγάριζε η κερά Κωσταντινιά στο μπάνιο και γλυστρά και πέφτει.
Ήκουσε τσοι φωνές τση απόξω και χιαρχιντήζει…
-Ηντά ’παθες μπρε γυναίκα!!!
-Ήπεσα και δε μπορώ να σηκωθώ…, ώφου ηντά μου γίνηκε…
-Σώπα, σώπα και πε μου πού σαι…, πού ήπεσες;
-Στο μπάνιο…
Εσηκώθηκενε με τη πατερίτσα και με τη μνια χέρα να ψαχουλεύγει τοίχο τοίχο, εμπήκενε μέσα στο σπίτι.
-Στάσου μπρε γυναίκα ένα λεφτό και έρχομαι…
-Δε μπορώ να κουνήσω το (μ)πόδα μου Γιώργη, τάξε πως το(ν) ήβγαλα απο’υ το κόκαλο κακομοίτση μου… και ήντα θα γενούμενε δα…
Με τη μιλιά τζη εκοντοσίμωσε και τη πχιάνει απού τη μνιά χέρα!
-Να σε σύρω μπας και μπορείς να σηκωθείς…
-Ωωωω, πονώ δε μπορώ να ξεσύρω…
Εντάκαρε να κλαίει και ετονά δε(ν) είναι για καλό…, δε μπορεί να την-ε γροικά και πρέπει να κάμει ογλήγορα κουμάντο…
-Μπρε Κωσταντινιά κάμε κουράγιο να φωνιάξω ενούς αθρώπου στη γειτονιά μα κάπχοιος θα ’κούσει τσοι φωνές μου…
Ήντα άλλο μπορεί να κάμει, επόρισενε στη(ν) αυλή και εντάκαρε να φωνιάζει βοήθεια! Μέρα απού ’ναι πάνε ούλοι οι γ’ αθρώποι στη(ν)εξοχή και δε γροικά κιανείς τσοι φωνές του..! Η αγωνία του μπάρμπα Γιώργη δε περιγράφεται και σα δε(ν)ανταποκρίνεται κιανείς, επόρισε όξω το σοκάκι να φωνιάζει.
Με τη κατσούνα να χτυπά τοίχο τοίχο και φωνιάζοντας βοήθεια, ήκουσε τσοι φωνές του και γλακά όξω απού το σπίτι η χήρα η αξαδέρφη ντου.
-Ηντά νε Γιώργη οι φωνές σου; Που πας στραβός άθρωπος…
-Σάλευγε στο σπίτι και ήπεσε στο μπάνιο η κερά μου!
Πορίζει και το νε πχιάνει απού τη χέρα να πάνε μαζί.
-Ωωωω, τη κακομίτσα ντα ήντά ’κανε, πως ήπεσε;
-Ήντα να σου λέω δα απου δε(ν) αφέγγω…, στο μπάνιο ήπεσε!
Σα (ν) εμπήκανε μέσα και τσοι θωρεί επήρενε κουράγιο.
-Έλα μπρε αξαδέρφη να με σηκώσεις, για δε μπορώ να κουνήσω το (μ)πόδα μου!
-Ντα να μπορώ θέλει κακομίτσα απού είσαι μνια ολιά βαργιά και τα χέργια μου δε βοηθούνε στάσου να ιδώ…
-Δε θα κάμεις πράμα για δε μπορείς να με σηκώσεις αμοναχή σου, μόνο σίμωσε το(ν) άντρα μου να με πχιάσετε μαζί και φέρε μνια καρέκλα επαέ κοντά να με κάτσετε.
Και οι δυο μαζί εκαταφέρανε και τη σηκώσανε και καθίζει στη καρέκλα.
-Ώφου δουλειά τη(ν) έπαθα και ήντα θα γενεί ο άντρας μου…
Ξαναντακέρνει να κλαίει…
-Μη σε γροικώ εδά να κάνεις σα ντο κοπέλι, το (μ)πόδα σου πρέπει να ιδούμενε ηντά ’χει κι απός ούλα τα αποδέλοιπα σάζουνε Κωσταντινιά.
-Καλά σου λέει η αξαδέρφη…, ήντα δα βγει πως κλαις;
-Να πάρεις τη θυγατέρα μας τηλέφωνο να τση το πεις.
-Στάσου μπρε γυναίκα μη βγιάζεσαι…, το γιατρό θα πάρω τηλέφωνο να μας-ε πει πρώτα ήντα θα κάμωμε, μπρέ αξαδέρφη άμε στο τηλέφωνο να πάρεις εσύ για δε(ν) αφέγγω.
Πχιάνει τση τη χέρα η Κωσταντινιά και τση δείχνει…
-Εκειέ στο τηλέφωνο στη πρόκα κρέμεται το ημερολόγιο και γράφω με το μολύβι το τηλέφωνο του γιατρού για να τόχω μπρόσκαιρας!
Επήρε τηλέφωνο το γιατρό και σε μνια ολιά ώρα νάτονε στο σπίτι.
Ήκαμέ τζη μνια βελόνα να μη πονεί και πως για ένα διάστημα να μη πατεί το πόδα τζη για να γιάνει.
-Γιαγιά ευτυχώς δεν είναι σπάσιμο, θα χρειαστεί για ένα διάστημα να μείνεις σε καρότσι, στο Ιατρείο έχει ένα από δωρεά και θα στο φέρει κάπχοιος σε λίγο.
-Γιατρέ ούτε με το Πι να μη ξεσέρνω; Ήντα θα γενούμε, πχοιός θα τον-ε σάζει το Γιώργη το (ν)άντρα μου;
-Σώπενε μπρε γυναίκα και θα βρούμενε τρόπο…
Γροικά η αξαδέρφη την αγωνία τζη για το Γιώργη και τση λέει που ’ναι τση θυγατέρας τση το τηλέφωνο να τη πάρει.
-Να εκειέ στο μπλοκάκι ξάνοιξε στο πρώτο πρώτο φύλο με κόκκινα γράμματα γράφει το όνομά τζη Βαγγελιά.
Η κόρη δεν απαντά στο τηλέφωνο…
-Άστηνε παιδί μου αυτή θα να ’ναι στη δουλειά τέθια ώρα και δε ντο γροικά, μα και να το σηκώσει δε θα μπορεί να ’ρθει το γληγορήτερο.
-Αξαδέρφη…, η λύση είναι να βρούμενε μνια γυναίκα, για όσο χρειάζεται σάμε να πορπατήξει η κερά μου. Η Βαγγελιά δε θα μπορεί να μας-ε βρεθεί, έχει οικογένεια κοπέλια και τη δουλειά τζη, απού δε μπορεί να λείπει.
-Ναι μπρε Γιώργη μα έπαδά στο χωργιό που θα την-ε βρούμενε και του λόγου μου μπορεί να κάμω δυο και τρεις μήνες να σάσει ο πόδας μου και ετσά γρια γυναίκα που ’μαι, κίμπλιρη πχοιος κατέχει πότες θα σάσει…
Γροικά την απογοήτευσή ντως η αξαδέρφη και το πήρε απόφαση πως τση πέφτει ο κλήρος να τσοι νταντέψει.
-Να ιδούμενε θέλει δα πως θα το κάμωμε…, εγώ θα βοηθήσω τη κατάσταση μα το πλια σωστό θα ’ναι, να μάθουνε τα κοπέλια σας πρώτα ήντα συμβαίνει.
Αλήθεια είναι πως η ζωή του κάθε αθρώπου στα δύσκολα, εκειά χρειάζεται το (ν)εδικό ντου να προσφέρει μνια βοήθεια. Τη (ν)εποχή μας ακόμη και το κοπέλι σου να θέλει, μπορεί να μη (ν)έχει τη πολυτέλεια να σου βρίχνεται για πολύ καιρό. Και σ’ ένα χωργιό, μπορεί να σου βρεθεί ο συγγενής, μπορεί και ένας γείτονας μα με ένα (ν)άθρωπο απού δε φέγγει και ένα στο καρότσι, τα πράματα είναι δύσκολα μάλλον παραείναι δύσκολα!
Η Κωσταντινιά το πήρε πατριωτικά με το (ν)άντρα τζη, στραβός ο κακομοίτσης δε (ν) ήθελε να του λείψει πράμα. Έμαθε με το καρότσι αποθ τση φέρανε, να αλωνίζει το σπίτι από τη μνια κάμερα στη (ν)άλλη.
Τσοι ταχινές η αξαδέρφη θελα να ’ρθει μνια δυο ώρες να κάμει τη λάτρα του σπιθιού και να πλύνει κιανένα ρούχο, ετοίμαζε και τα μαγεροψήματα τση Κωσταντινιάς και μαγέρευγε αμοναχή τζη. Δε ντους ήφηκε μνια μέρα αμοναχούς και τσ’ αργαδινές μαζί με τσοι γειτόνους εποσπερίζανε παρέα σάμε να πα να θέσουνε…
Στη κουβέντα απάνω για να γελάσουνε, τση βγάλανε και παρατσούκλι.
Κουτσο-Γιώργαινα τη (ν)είπανε και τσ’ άρεσε. Ετονά το καλό έχουνε τα χωργιά, πως μονιάζουνε οι (γ)αθρώποι και βοηθούνε σε μνια δύσκολη κατάσταση και ανεβάζουνε τη ψυχολογία του άλλου.
Με το μπάρμπα Γιώργη να μετρά μνια μνια τσοι μέρες πότες θα ξανασαλέψει η κερά ντου, επέρασε ο καιρός. Μπορεί να μη (ν)αφέγγουνε τα μάθια ντου, μα φέγγει με τα δικά τζη και θωρεί τον κόσμο με τα λόγια τση καρδιάς τση.
Εκοντοσιμώνανε τα Χριστόγεννα και με το πι εντάκαρε να κάνει τα πρώτα ζάλα.
-Μπρέ Κωσταντινιά, μη βγιάζεσαι να σαλέψεις να δυναμώσει πρώτα ο πόδας σου μνια ολιά, να μη (ν)έχομε πάλι κιαμνιά και φτάνει μας ετονά που ’παθες!
-Προσέχω Γιώργη μου, προσέχω…, εδά θέλω να στολίσω και το δεντράκι, μα δα περιμένω τη (ν)αξαδέρφη να το σάσει.
-Εεεεε, μη βγιαστείς να το κάμεις εδά, μα δε (ν)εχάλασε ο κόσμος, έχομε μέρες ακόμη.
-Όιιι, θέλω το σπίτι να μυρίσει Χριστόγεννα από ντα δα (ν)αλλάξει η διάθεσή μας.
Δε τζη λέει πράμα να μη ντη νε στενοχωρήσει…
Στο σκοτίδι που ζει, σαν είναι αυτή χαρούμενη, είναι κι εκείνος. Καθούμενος στη καρέκλα μετρά τσοι χάντρες του κομπολογιού μνια μνια, με το κατσούλι να παίζει πήδους να φτάξει τη φούντα που κρέμεται και τη κερά ντου με το πι να κάνει ζάλα πάνω κάτω να ξεκορνιάσει ο πόδας τση. Η Κουτσο-Γιώργαινα σάμε τα Χριστόγεννα θα ’ναι περδίκι και θα σαλεύγει πάλι να του κάνει ούλα ντου τα χατίργια!
Δε λένε πως… για ένα χατίρι στέκει ο κόσμος;
Αντώνης Κουκλινός
Αντώνης Κουκλινός
Ο Αντώνης Κουκλινός γεννήθηκε στη Γρηγοριά του Δήμου Τυμπακίου. Το τρίτο από τα επτά παιδιά του Μιχάλη και της Βασιλικής Κουκλινού. Έβγαλε το δημοτικό σχολείο και μετέπειτα η ζωή του είναι πλούσια σε εμπειρίες και ταξίδια. Πήγε στα καράβια μέχρι τη στρατιωτική θητεία και μετέπειτα παντρεύτηκε τη Μαρία Νικολιδάκη από το Αντισκάρι Μοιρών και απέκτησαν δύο κόρες τη Βασιλική και τη Στυλιανή που στη πορεία μέχρι σήμερα η οικογένεια μεγάλωσε με έξι εγγόνια. Από το 1980 για μια εικοσιπενταετία, ασχολήθηκε ενεργά με τη μουσική με πολλές συνεργασίες και ταξίδια σε όλη την Ελλάδα, ενώ παράλληλα η αγαπημένη του συνήθεια είναι η γραφή.
Βιοποριστικά ασχολείται με τη φωτογραφία και το βίντεο. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να καταγράφει μοναδικές στιγμές από τη Κρητική κουλτούρα, συμμετέχοντας σε παρέες με το λαούτο και τη κάμερα. Όλο αυτό το υλικό έχει την ευκαιρία ο κόσμος να το παρακολουθεί μέσα από το διαδίκτυο, στο κανάλι του Αντώνη Κουκλινού. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Όσα έχω πει» με μαντινάδες κυκλοφόρησε το 2014, παράλληλα έγραφε στίχους και μουσική για τη δισκογραφία του. Το 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος από τις «Μουσικές μου πεθυμιές» και το 2018 το δεύτερο μέρος, με τραγούδια που έχουν συμμετοχή καταξιωμένοι καλλιτέχνες.
Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ανεστορούμαι… να σας πω…» κυκλοφόρησε το 2023 από την «Σβούρα εκδοτική». Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει με τα μάθια τση ψυχής του Αντώνη και να γνωρίσει μια άλλη Κρήτη. Μια Κρήτη που χάνεται.