Τα παντρολογήματα | του Αντώνη Κουκλινού
Το ξωμονάστηρο του Άι Νικόλα απάνω στη (γ)κεφάλα επισκέφτηκε να προσκυνήσει στη Χάρη ντου και να προσευχηθεί.
Προστάτης του για μνια ζωή…!
Όργωνε τσοι θάλασσες του πλανήτη από λιμάνι σε λιμάνι, για χρόνια ναύτης στα φορτηγά και τα γκαζάδικα.
Δε θυμάται αν επόμεινε ποθές τόπος, απού να μη (ν)έχει ταξιδέψει.
Η ζωή του ναυτικού δύσκολη και άσωτη πολλές φορές.
Να ταξιδεύγεις μερόνυχτα και να μη θωρείς άλλο πράμα, μόνο θάλασσα και ουρανό, κι αν έχει φουσκοθαλασσές, όντε θα πχιάσει λιμάνι και πατήσεις χώμα, παραπατείς σα ντο μεθυσμένο.
Εδά εμπήκενε στη σύνταξη κι εσώκατσε στο χωργιό.
Δε (ν)ήθελε να χει αφητές υποχρεώσεις στη στεργιά όσο ταξίδευγε.
Εκαλοπέρασε τη ζωή ντου, με τσοι μπαρόβιες αγαπητικιές, σε κάθε λιμάνι κι από μνια, κάθε καρυδιάς καρύδι απ’ ούλα τα μιλέθια.
Εδά ξημεροβραδιάζεται στο ντουκιάνι και χουβαρντάς μνια ζωή, όπχοιος μπει μέσα φωνιάζει του καφετζή κέρασέτονε.
Ο μόνος συγγενής στο χωργιό είναι η αμπλά ντου, οι γ’ αποδέλοιποι επχιάσανε φύλλα φτερά.
Πότε πότε την επισκέφτεται στο σπίτι τζη να του μαγερέψει να φάνε παρέα, μα του τριγουνίζει τη (γ)κεφαλή πως πρέπει να βρει γυναίκα να τον-ε ποσάζει και εδά τελευταία τη ν’ αποφεύγει κι έχει καιρό να παντίξουνε.
Δε χάνει όμως την ευκαιρία η αμπλά ντου και του τα «ψάλει» στο κινητό με μηνύματα.
-Εχάθηκες και δε (μ)πατείς τα πόδια σου στο σπίτι, ήντα φοβάσαι; Μπας και σου βρω κιαμνιά να σε τυλίξω;
-Με το ζόρε παντριγιά δε γίνεται, μα θέλω το καλό σου!
-Να ’ρθεις απού ’χω μαγερεμένο πετεινό απού σ’ αρέσει!
-Να μου βαστάς και πράμα άπλυτο ρούχο να στο πλύνω!
Διαβάζει μα δε (ν)ανταποκρίνεται στο κάλεσμα τζη, μόνο τση πέμπει παράξενα αθρωπάκια απού πετούνε όξω τη γλώσσα κοροϊδευτικά, για να την-ε ξεφορτωθεί.
Εκειονά την-ε χιλιοδιαολίζει και του τάχει μαζωμένα όντε θα σμίξουνε.
Ήρθενε η μέρα τση γιορτής του σήμερο και απίς εγιάγειρε από το ξωμονάστηρο, ήκατσε στο ντουκιάνι.
Γεμάτο Νικολήδες το χωργιό, πάνε κι έρχουνται τα κεράσματα από τραπέζι σε τραπέζι.
Εκόντεψε να μεσημεργιάσει μπλιο και δε σταματά το τηλέφωνο να του λένε τα χρόνια πολλά.
Ένα τηλεφώνημα τον-ε παρεξένεψε!
Φίλος από τα βαπόργια του ’καμε έκπληξη και ήρθενε στο χωργιό να του κάμει την εορτή και σαν ήφταξε τον-ε πήρε τηλέφωνο.
-Φίλεεεεε…! Ήντα μου κάνεις χρόνια πολλά να σε χαιρόμαστε Νικόλα μου…
-Ευχαριστώ πολύ φίλε Μπάμπη που με θυμήθηκες!
-Α, ρε φίλε να μην είμαστονε κοντά να σε βάλω σε έξοδα…
-Κοντά δεν είμαστονε μα μούδε κι αλάργω αφού δε περνούμενε θάλασσα
-Που αλλού στο ντουκιάνι δε γροικάς τσοι φωνές και τα ποτήργια απού σκουτελοβαρίσκουνε;
-Αααα, δε γροικώ καλά γιατί είμαι στο αμάξι και οδηγώ…, τέλεια να πχείτε και για μας!
Όσο κουβεδιάζανε στο τηλέφωνο, σα να του φάνηκε πως είδε το αμάξι του Μπάμπη και πέρασε από τη πλατέα!
Εκλείσανε το τηλέφωνο γιατί τον-ε καλεί η αμπλά ντου.
-Χρόνια πολλά αδερφέ μου…, δε (ν)ήρθες σήμερο στη (ν)εκκλησά; Εξάνοιγα μα δε (ν)ήρθες…
-Γεια σου αδερφή μου ευχαριστώ…, όι στο (ν)Άι Νικόλα επήγα μνια βόλιτα και άναψα το κερί μου…
-Αααα και ήντα σκοπό βαστάς δε θα ν’ άρθεις να φάμενε παρέα σήμερο;
-Να ’ρθω θέλει σε μνια ολιά ντα ήντα μαγέρεψες;
-Φρικασέ με αρνάκι και σέλινο…! Έκαμα και πιταράκια με ξυνομυζήθρα που τα τρως και έχω και αμανίτους να σου τηγανίσω.
-Ωωωωω, να καλοπεράσω θέλει σήμερο…, σε μνια ολιά έρχομαι, θες να βαστώ πράμα από του μπακάλη;
-Ξάνοιξε αν’ έχει ντάγκο παξιμάδι να μου πάρεις μνια σακούλα.
Σα (ν)έκλεισε το τηλέφωνο και βγαίνει όξω να πάει στου μπακάλη, θωρεί το φίλο ντου το Μπάμπη να πορίζει από το αμάξι!!!
-Εεεεε, να μη σου δώσει άδικο! Καλά το δα γω τ’ αμάξι, μα λέω μπααααα, εφάνηκέ μου!
-Φίλε Νικόλα έκαμά το και ήρθα να σε βρω να τα πούμενε.
-Καλώς το φίλο μου, καλώς όρισες στο χωργιό μου!
-Δε (ν)εκάτεχα αλήθεια είναι αν ήσουνε έπαε, μα λέω άντε δα να πάω θέλει κι ότι γίνει και ευτυχώς σε πέτυχα…
-Ανήμενέ με επαέ στ’ αμάξι δυο λεφτά κι έρχομαι, να πάρω από του μπακάλη κατιτίς.
Ήβρηκε ντάγκο και πήρε μνια σακούλα και για να μη πάει μουσαφίρη ακάλεστο στσ’ αμπλάς του, τη (ν)επήρε τηλέφωνο να τση το πει να το γατέχει.
-Ελάστε με το φίλο σου, μα φαϊτό έχει μπόλικο να φάνε δέκα νομάτοι.
Δε (ν)εκάτσανε στο ντουκιάνι, μόνο επήγανε ντελόγω στο σπίτι.
-Καλώς τσοι, καλώς ορίσετε εμπάστε μέσα!
-Ο Μπάμπης είναι φίλος καλός από τα παλιά και ήρθε να μου κάμει την εορτή.
-Με το καλό…
-Καλώς σας-ε βρήκαμε, με το Νίκο έχομε κάμει μαζί στα καράβγια δυο φορές και το (ν)έχω φίλο πολλά χρόνια…
-Έχετε ξανάρθει επαέ στο χωργιό μας;
-Ναι, μα θάνε σκιας πέντε χρόνοι, μα δε (ν)εκάτσαμενε πολύ γιατί ’μουνε με παρέα κι επήραμε το Νίκο και φύγαμε.
-Ααααα, γι αυτό δε σε θυμούμαι γω…, πρώτη βολά σε θωρώ…, και παντρεμένος είσαι;
Γυρίζει και τη (ν)εξανοίγει ο Νικόλας και του κάνει χαριτολογώντας…
-Φίλε μου επαέ που σ’ έφερα, θα περάσεις από ανάκριση χαχαχααχα…
-Όιιιι, δεν είμαι παντρεμένος δε (ν)έτυχε, μα και με τη δουλειά που κάναμε δε (ν)ήτονε εύκολο.
-Ως σε θωρώ και με θωρείς τα ίδια μνυαλά βαστάς κι εσύ σα και το (ν)άλλο απού κάθεται εκειέ…
-Μπάμπη μη τσ’ αφρουκάσαι γιατί μου τα κάνει τα ίδια κι εμένα…
-Ναι, ναι, γι αυτό δε μου απαντάς στα μηνύματα, μόνο μου πέμπεις εκειανέ τα μαϊμούνια στο τηλέφωνο και νευριάζω…
-Σώπαινε δα και βάλε μας μνια ρακή να ζεσταθούμενε.
-Έτοιμη τη (ν)έχω μόνο σιμώσετε κοντά στο τζάκι να τη φέρω.
Επέρασε στην αντεπίθεση ο Μπάμπης και τη ρωτά…
-Εσείς παντρεμένη είσαστε;
-Άτυχη δε λες καλιά;
Επήρε το λόγο ο Νικόλας…
-Έπαε ’ναι μνια ολιά μπερδεμένη η κατάσταση φίλε Μπάμπη…, η αμπλά μου στα νεϊκάτα τζη είχενε τσοι γαμπρούς του χωργιού να σέρνουνται στα πόδια τζη. Μα δε (ν)ήθελε χωργιανό…, όιιιι! Ετσά εβρέθηκενε προξενιό στη χώρα και μόλις το (ν)είδενε, εμόλαρε ντελόγω και ήφηγε να του κλουθά. Εζήσανε μαζί κάμποσα χρόνια, μα δε (ν)εστέργωσενε το προξενιό γιατί ήτονε άκλαιρος και μνια ολιά μπερμπάντης, σάμε απού το (ν)επήρε χαμπάρι και του ’δωκενε τα παπούτσα ντου στη χέρα…
Γροικάτονε η Γρυφαλιά από τη κουζίνα και προβαίρνει.
-Καλά, καλά το ’καμα, ήντά ’θελες να κάθομαι να το (ν)εξανοίγω; Ελάστε μέσα στο τραπέζι να κενώσω το φαϊτό.
Καλοστεκούμενη και νοικοκερά η Γρυφαλιά ξεσουβγιάζεται στο λεφτό να τσοι καλοταΐσει. Ετοίμασε πολλά ονόστιμα καλούδια να φάνε με την ορεξή ντος. Εγέμισε και τη κανάτα κρασί και βάνει στα ποτήργια.
-Χρόνια πολλά φίλε Νικόλα να τα εκατοστήσεις!
-Να ’σαι καλά φίλε Μπάμπη…, εχάρηκά το δε γατέχεις πόσο απού εξανασμίξαμε.
-Άμα σου πω κι εγώ το χάρηκα απού ’ρθετε στο σπίτι μου και σε γνώρισα και του λόγου μου Μπάμπη…
Στο απέναντι σπίτι έχουνε Νικολήδες και είναι ανεμαζωμένοι μεγάλη πατούλια και λυροπαίζουνε. Εβγήκενε η Γαρυφαλιά στη (ν)αυλή να κόψει από τη πορτακαλιά δυο πορτακάλια και τη (ν)είδενε η γειτόνισσα και τση φώνιαξε:
-Να χαίρεσαι το (ν)αδερφό σου Γαρυφαλιά…
-Να ’σαι καλά γειτόνισσα κι εσύ το (ν)άντρα σου και τα εγγόνια σου…, γροικώ βαβουρανιά στο σπίτι εβγήκανε στη (ν)όρεξη και πχιάσανε τα λυρομπάντουρα!
-Η μέρα το καλεί και θα το κάψουνε, έλα να μας-ε κάμεις παρέα…
-Δε (ν)είμαι αμοναχή εδά εφάγαμε κι εμείς…, επαέ ’χω το Νικόλα με ένα φίλο ντου…
-Εεεεε, πλια καλά ελάστε ούλοι μαζί μα έχω μπόλικο τόπο…. άντεστε…
-Όιιι, ντρέπομαι να τως-ε πω ετσά πράμα, σα να τσοι ποβγάνω απού το σπίτι μου, άστο άλλη βολά…
Σα (ν)εμπήκενε μέσα δε (ν)επρόλαβε να βάλει ένα κρασί στα ποτήργια και χτυπά τη πόρτα ο γείτονας.
-Έπαέ ’σαι Νικόλα στσ’ αμπλάς σου και δε λες πράμα; Χρόνια μας πολλά!
-Χρόνια πολλά και σε λόγου σου γείτονα, γροικώ μεγάλο νταβαντούρι στο σπίτι… Γαρυφαλιά φέρε να κεράσεις το γείτονα…
-Μνια θα πχιούμενε κι απός θα πάμενε στο σπίτι, να κάμομε παρέα…, η μέρα το καλεί σήμερο!
-Μουσαφίρη έχω επαέ το φίλο μου και δε ταιργιάζει μόνο και του χρόνου!
-Ο φίλος σου είναι και δικός μας φίλος, μόνο σηκωθείτε δα…, ήντα παρακάλια θέτε;
Αφού επιμένει ο άθρωπος δε (ν)έχει πώς να το κάμει και εμονιταρίσανε ούλοι στο διπλανό σπίτι.
Λύρα βαστά ένα κοπέλι και μαντολίνο ένας μεσοκαιρίτης. Το κρασί είναι καλά καλό και έχουνε βγάλει όρεξη απού δε πάει άλλο… Σύρε, ξέσυρε, εντακάρανε τσι μαντινάδες και το χορό.
Εμερακλώθηκενε ο Μπάμπης με τη καλή παρέα και ήβγαλε τα σώψυχά ντου στο τραγούδι, απού τσοι κουζούλανε ούλους!
-Μεγάλος μερακλής είσαι κουμπάρε Μπάμπη, (του κάνει ο μαντολινιέρης) λόγω τιμής στο λέω έχεις φωνάρα!
-Να ’στε καλά ούλοι σας, μα η καλή παρέα φταίει και ήβγαλα όρεξη…, έεεε, να ευλογήσω και τα γένια μου, μνια ολιά καλλίφωνος είμαι…
Εβράδιασε χωρίς να το καταλάβουνε και εσηκώθηκε να φύγει.
-Ώρα να τη (γ)κοπανήσω γιατί θα νυχτώσει σε μνια ολιά φίλε Νικόλα, μόνο και του χρόνου να ’μαστονε καλά να ξανά γιορτάσομε παρέα…
-Ήντα λέει, φεύγεις και θα μας-ε ’φήσεις, απού στελειώσαμενε ετσά καλή παρέα; Όιιι, δε πας ποθές…,έπαε θα ξημερωθούμενε!!!
-Φίλε μου κατέχεις πως μ’ αρέσει η παρέα σας, μα έχω δρόμο μπροστά μου και δε κάνει να πχιωθώ άλλο…
-Ποθές δε πας, μα δε κλαίνε μούδε τα μαύρα μούδε τα γαλανά σου, έπαέ θα ξωμείνεις…
Δε μπορεί να του το χαλάσει και ξανακαθίζει στη καρέκλα.
-Βάλετε κρασί στα ποτήργια και παίξετε ένα χυματικό να τραγουδήξομε…
Εβγήκενε στη (ν)όρεξη η Γαρυφαλιά, ετραγούδηξε κι εκείνη και ήνοιξε το ζουμπούλι τζη, απού δε μερακλώνεται εύκολα…
Ο Νικολής τη (ν)εξανοίγει και τάξε πως τ’ αμάτι τζη ξεπετά απάνω στο Μπάμπη!
Είπχιανε χορέψανε τραγουδήξανε σάμε τη ταχινή. Ώρα να το διαλύσουνε και σηκώνεται η Γαρυφαλιά και τως-ε κάνει.
-Όπχοιος θέλει ζουμί πετεινό βραστό, να σηκώσει τη χέρα ντου!
-Εγώώώ, κάνει ο Μπάμπης πρώτος, πρώτος…
Εσυμφωνήσανε και οι γ’ αποδέλοιποι και πήρε το λόγο ο αδερφός τση.
-Σάλευγε να βράσεις το πετεινό και να τον-ε φέρεις με το τσικάλι έπαε, να μη ξεσηκωθούμε από το τραπέζι.
-Δε πειράζει…, εγώ θα σας-ε φωνιάξω μόλις ετοιμαστώ, μα μνια πόρτα είμαστονε να ’ρθετε.
Επήρε το λόγο η γειτόνισσα.
-Γαρυφαλιά όιιι, έπαέ θα πχιούμενε τη σούπα, ήντα δα…, άλλο γάμο θα στελειώσομε; Εδά θα να ’ρθω να σου βοηθήσω να τον-ε κόψεις.
Εκόντεψε να πάει κολατσό σάμε να πα να θέσουνε…!
Ο Νικόλας επήρε το φίλο ντου στο σπίτι να κοιμηθεί και στο μνυαλό ντου σβουρίζει η ιδέα απού του μπήκενε με τη (ν)αμπλά ντου.
«Λες μπρε», σκέφτεται «να τη παντρέψω με το Μπάμπη; Πλάκα θα χει…, αυτή να με ζυγώνει να με παντρέψει και να τση βρω το γαμπρό εγώ μνιας κοπανιάς.».
Δε ντου κόλανε ύπνος… Εστριφογύριζε στο κρεβάτι, σάμε απού ξεράθηκε απού τη νύστα.
Σαν εξύπνησε ο φίλος του και τον είδενε να κοιμάται, εσηκώθηκε σιγά σιγά να φύγει. Επέρασε από το σπίτι τσ’ αμπλάς του και ήφηκε παραγγελιά τση Γαρυφαλιάς πως φεύγει, μα θα ξανάρθει ογλήγορα!
Σα (ν)εμπήκε στ’ αμάξι εγλάκα η Γαρυφαλιά και ήκοψε μνια βγιόλα από τη γλάστρα και του τη δίδει.
-Για να ξανά ’ρθεις σου τη προσφέρω, καλό δρόμο να χεις…
Πολλές φορές τα λόγια δε (ν)έχουνε και πολλά μεγάλη σημασία, μπροστά στο συναίσθημα του αθρώπου. Σε μνια παρέα γνώρισε τούτο νε το (ν)άθρωπο, μα κιαμνιά φορά, τάξε πως η μνια φορά φτάνει και περισσεύγει.
Ο Νικόλας επήγε αργά το βράδυ να ξυπνήσει και σαν εσηκώθηκενε και θωρεί πως ο Μπάμπης λείπει, το (ν)επήρε ντελόγω τηλέφωνο. Δε (ν)έβγαλε γραμμή, τάξε πως το χει κλειστό και παίρνει τη (ν)αμπλά ντου να ρωτήξει.
-Έλα μρε Γαρυφαλιά εδά ξυπνώ…, μη μπας κι είδες το Μπάμπης; Δε (ν)είναι επαέ…
-Εεεεε, καλά κρασά…, εδά ξυπνάς; Αυτός ήφυγε εδά και ώρες…, ήφηκέ μου παραγγελιά να στο πω και πως θα ξανάρθει λέει ογλήγορα…
-Ααααα, το (ν)είδες;
-Ναι σα (ν)έφευγε επέρασε μα δε (ν)εστάθηκε παρ’α ένα λεφτό, να μου το πει.
-Καλά καλά…, μπας και επόμεινε ζουμί από το πετεινό;
-Έλα, έχει μνια μερίδα και ζουμί ακόμη, να στο ζεστάνω να ξεξυπνήσεις.
-Έρχομαι γιατί τάξε πως είμαι ξενηστικωμένος και γουργουρίζει η κοιλιά μου…
Σαν ήπχε το ζουμί και ντερλίκωσε τ’ άντερό ντου, επχιάσανε τη κουβέντα. Πρώτη εντάκαρε τα παινάδια η Γαρυφαλιά.
-Μα, ήντα μερακλής απού ’ναι ο φίλος σου!!! Ετρόζανέ μας ούλους…
-Είδες, είδες; Ο Μπάμπης έχει καλή καρδιά και κάνει φοβερή παρέα…
-Ναι, εφάνηκε πως είναι καλός άθρωπος κι αφού το λες κι εσύ απού τον-ε κατέχεις ετσά ναι.
-Μπρέ Γαρυφαλιά, δε γατέχω μα εφάνηκέ μου πως τ’ αμάτι σου έπαιζε μνια ολιά με το Μπάμπη, απίς εντάκαρε να τραγουδεί… Λάθος κάνω η το κρασί έφταιγε απού χα πχιωμένο;
-Δε κατέχω ήντα είδες εσύ, μα άνε με ρωτήξεις δε θα πω ψώματα, ετσά άθρωπος δε περνά απαρατήρητος…
Σπα κι ένα χαμόγελο του Νικόλα, απού κατάλαβε πολλά…
-Και είπενε πως θα ξανάρθει ογλήγορα; Τηλέφωνο το (ν)επήρα μα το ’χει κλειστό, φαίνεται πως μπορεί να κοιμάται.
-Άστονε σήμερο το (ν)άθρωπο κι αύριο να το (ν)επάρεις.
Ετσά εγίνηκε κιόλας… Τη (ν)άλλη μέρα ετηλεφωνηθήκανε και τα πανε για πολύ ώρα. Απάνω στη κουβέντα ο ίδιος ο Μπάμπης του ’πενε πως εσυμπάθησε τη Γαρυφαλιά και αδέ (ν)έχει αντίρρηση θέλει να τα κουβεδιάσουνε από κοντά.
Εχάρηκέ ντο ο Νικόλας και δώκανε ραντεβού να σμίξουνε οι δυο ντος να τα πούνε. Χωρίς πολλές κουβέντες και περίσσια λόγια, το ’πενε τση Γαρυφαλιάς να το κατέχει και η δουλειά εσοβάρεψε.
-Μπρε αδερφή, θωρείς εδά πως αν’ είναι να ’ρθει η γ’ ώρα τ’ αθρώπου δε την εμποδίζει πράμα; Έπρηξές μου το σκώτι να με παντρέψεις κι εδά σε πατρεύγω στο άψε σβήσε θωρείς;
-Αδε σε ιδώ με γυναίκα μαζί, να μη με λένε Γαρυφαλιά και λέγε μου ότι θες εσύ…
Σε μνια (ν)εβδομάδα, ήρθενε ο Μπάμπης με το δαχτυλίδι να ζητήξει τη Γαρυφαλιά και μέσα στη (μ)πατούλια απού εκλούθανε, ήρθενε και μνια (ν)αξαδέρφη ντου.
Χωρισμένη με ένα γιο παντρεμένο, μιλημένη από το Μπάμπη, να του κάμει χαμπάρι άνε τζ’ αρέσει ο Νικόλας να βάλει μπροστά το σχέδιο.
Πρώτος πρώτος ο Μπάμπης με την ανθοδέσμη, κατεβαίνει από το αμάξι.
Ο Νίκος με τη Γαρυφαλιά περιμένουνε το ψίκι να σιμώσει στο σπίτι.
-Καλώς ορίσετε…
-Καλώς σας σε βρήκαμε…
-Πχοιός το περίμενε λόγω τιμής να σε φέρω στο χωργιό γαμπρό…και ήντα γαμπρό φίλε Μπάμπη… Να σε κάμω αδερφό μου!
Έδωκε τη (ν)ανθοδέσμη στη Γαρυφαλιά και εχαιρετιχτήκανε μεταξύ ντως. Εμπήκανε στο σπίτι και βάλανε τα δαχτυλίδια. Δακρυσμένος ο Νικόλας ευχήθηκε στη Γαρυφαλιά να ζήσουνε και γενίκανε μνια (ν)αγκαλιά με το γαμπρό και τη νύφη.
-Και στα δικά σου αδερφέ μου και πού σαι; Ογλήγορα θέλω, γροικάς;
-Να τηνε πάλι…, θωρείς εδά γαμπρέ μου ήντα τραβώ; Εδά απού θα τη (ν)έχεις εσύ θα ησυχάσει η κεφαλή μου…
Επήρε το λόγο η αξαδέρφη ντελόγω.
-Μα μη μου πεις εδά συμπέθερε πως φοβάσαι τσοι γυναίκες;
Όιιι, δε (ν)είναι πως τσοι φοβούμαι, μα εδά απού επάντρεψα τη Γαρυφαλιά μπορεί να το ξανασκεφτώ και του λόγου μου, μα η αμπλά μου βγιάζεται και γω βγιαστικές δουλειές δε κάνω…
Γροικά ο Μπάμπης και του απαντά:
-Δηλαδή θες να πεις πως εγώ ήμουνε βγιαστικός, κουνιάδο;
-Χαχαχαχα, ένας είναι ο βγιαστικός επάε μέσα και τον-ε λένε Γαρυφαλιά!
Μέσα στη χαρά, εφωνιάξανε του λυράρη και του μαντολινιέρη ήρθανε και οι γειτόνοι και εντάκαρε το γλέντι.
Ο Μπάμπης με το τραγούδι ντου εμάγεψε τη Γαρυφαλιά κι απόψε, μα και εκείνη τα ίδια.
Με τη γλύκα τση φωνής τση στη (ν)αγκαλιά ντου αυτή τη φορά εκουζούλανε ούλη τη παρέα για άλλη μνια φορά.
Στο ερωτικό γαϊτανάκι έβαλε ο Μπάμπης και τη (ν)αξαδέρφη ντου, αφού του ’κλεισε τ’ αμάτι για το Νικόλα, πως τσ’ αρέσει. Καλλίφωνη κι αυτή, από σόι μερακλήδω, έδωκε με τη φωνή και τη σπιρτάδα τζη καλή εντύπωση του Νικόλα, που δε (ν)ήθελε να το πιστέψει πως επαέ κάτι ψήνεται…
Εκάμανε τόπο να στέσουνε το χορό και το γλέντι εβάσταξε να βγει ο ήλιος. Εδά ήτονε τση γειτόνισσας η σειρά να βράσει το πετεινό. Και αγλακά γερά γερά να στέσει το τσικάλι χωρίς να καταλάβει κιανείς πράμα.
-Εβίβα παρέα εβίβα γαμπρέ μου, εβίβα συμπεθέροι μου…
Η αξαδέρφη πχιάνει το ποτήρι και μεγαλόφωνα το (ν)εκαλεί να πχιούνε μνια μαζί.
-Και στα δικά σου συμπέθερε… και ογλήγορα που λέει και η Γαρυφαλιά!!!
Σηκώνεται η Γαρυφαλιά και πχιάνει το ποτήρι.
-Και στα δικά σου αξαδέρφη κι ογλήγορα!!! Μα από μένα δε (ν)τη γλυτώνει τ’ αδερφάκι μου…
Σηκώνεται και ο Μπάμπης και σηκώνει το ποτήρι για να αλλάξει το τροπάρι να μη ντο (ν)αγριέψουνε…
-Στην υγειά τω παντρεμένω… κι οι γ’ απάντρευτοι ξάτως…
Εντακάρανε πάλι τα όργανα και πχιάσανε πάλι το χορό… Χέρι, χέρι βαστά ο Νικόλας με τη (ν)αξαδέρφη και τάξε πως τ’ αμάτι ντου (σα και τσ’ αμπλάς του) εντάκαρε να παίζει, μα πως να γλυτώσει απόψε, απού του το βάλανε στη μπούκα, με το κουταλάκι. Ήρθενε η γ’ ώρα τση γειτόνισσας να φέρει το τσικάλι με το ζουμί και σα (ν)τη (ν)είδανε εκουζουλαθήκανε!
-Ετσά γειτόνισσα σα (ν)τη (ν)εδικιά μου, (τως-ε κάνει η Γαρυφαλιά) δε (ν)έχει άθρωπος στο κόσμο.
-Σώπενε δα, σιγά το πράμα… και του λόγου σου οπροθές τ’ Άι Νικόλα τα ίδια ήκαμες.
Με τούτα και με κείνα εβάσταξε το γλεντοκόπι σάμε τη ταχινή.
Εντωμεταξύ εμαθευτήκανε στο χωργιό τα παντρολογήματα και όπχοιος περνά του φωνιάζουνε και πίνει μνια…
Ήρθενε η γ’ ώρα να μισέψουνε οι συμπεθέροι εκτός του γαμπρού και ξανοίγει ο Μπάμπης πως δα το κάμει με τη (ν)αξαδέρφη ντου, να βρει αιτία να τη κρατήξει στο χωργιό να μη φύγει. Το κατάλαβε η Γαρυφαλιά και ανάλαβε δράση.
-Να κρατήξω θέλει τη (ν)Ελένη επαδά στο χωργιό να μου κάμει παρέα να γνωριστούμενε πλια καλά, άνε θέλει κι εκείνη…
Άλλο που δε (ν)ήθελε ν’ ακούσει…
-Κιαμέ..!!! Να κάτσω θέλει μαθές…
Ο Νικολής είχενε ψιλή κουβέντα πέρα πέρα με το μαντολινιέρη και δε (ν)επήρενε χαμπάρι τη δουλειά. Πάει να την αποχαιρετίξει και του κάνει χαμογελώντας…
-Θες να με ’ποβγάλεις; Εγώ μ’ αρέσει το χωργιό σας και θα κάτσω έπαέ δε πάω ποθές!
-Νίκο, του κάνει η Γαρυφαλιά, δε (ν)ήκουσες πως θα τη κρατήξω επαέ; Εδά το λέγαμε με το Μπάμπη…
Εγελούσανε και τ’ αφθιά ντου από τη (ν)εξέλιξη τω πραγμάτω.
Σα (ν)εφύγανε οι μουσαφίρηδες, εφώνιαξε η γειτόνισσα πως δα κάμει καφέδες ουλονώ και να πάνε μέσα να τσοι φέρει. Ούλοι το καταλάβανε πως κάτι ψήνεται με την Ελένη και το Νικόλα και η κουβέντα επήγε εκειά ντελόγω.
-Νίκο δε θέλω να σου κρυφτώ, του κάνει ο Μπάμπης.
Τη (ν)Ελένη τη (ν)επήρα μαζί μου για να σε γνωρίσει και να τη γνωρίσεις και του λόγου σου. Άνε θέλει ο Θεός να γενούμε ούλοι μνια οικογένεια. Έχει ένα γιο παντρεμένο που δε (ν) έχει κιαμνιά (ν)αντίρρηση να ιδεί τη μάνα ντου να χει ένα (ν)άθρωπο δίπλα τζη. Ατύχησε στο γάμο τζη, αλλά εδά στα πενηνταπέντε τζη μπλιο έχει το δικαίωμα να ζήσει όπως κι εσύ κι εγω… Μη μου δώσεις κιαμνιά (ν)απάντηση, θέλω να το σκεφτείς πρώτα.
Επετάχτηκε η Γαρυφαλιά…
-Να το σκεφτεί λέει; Ήντα δα σκεφτεί κοντώ, εγώ του δίδω τη (ν)ευκή μου να πει ίδια δα το ναι τση κοπελιάς…
Εσηκώθηκενε από τη καρέκλα ο Νικόλας και φωνιάζει τσ’ αμπλάς του.
-Ναι…, ναι…, ναι μπρε Γαρυφαλιά…! Εφαώθηκες να με παντρέψεις σάλευγε δα να φέρεις τα δαχτυλίδια!
Επετάχτηκενε ο Μπάμπης ολόρθος
-Έπαέ τά χω…, νάτα…, ούτε η Ελένη το γατέχει πως τά ’χω παρμένα!!!
Κάνει ετσέ και βγάνει τα δαχτυλίδια από τη τζέπη ντου.
Επετάχτηκενε η Γαρυφαλιά ολοχαρούμενη…
-Εμένα εφοβούσουνε κι απ’ αλλού σε μαγκανίσανε αδερφάκι μου…, χαχαχαχα!!!
-Πχιός θα βάλει τα δαχτυλίδια; Περιμένετε, κάνει η Γαρυφαλιά, και φωνιάζει τση γειτόνισσας!
– Γειτόνισσα, έλα γιατί σε θέμενε…
– Στάσου μα εδά θα φέρω και τσοι καφέδες ένα λεφτό…
Σα (ν)εμπήκε μέσα και θωρεί τα δαχτυλίδια εγέλασε…
-Μα ήντα γίνεται επαέ σήμερο; Σάμε να ψήσω τσοι καφέδες, εξετελέψετε κι άλλη παντριγιά;
-Έλα να σε κάμωμε κουμπάρα γιατί σαι καλός άθρωπος και σ’ αγαπούμενε!
-Ωωωωω, στάσου να φωνιάξω και τ’ αντρούς μου να τσοι βάλωμενε μαζί…
-Μπρε συ Νικολή, του φωνιάζει από ’ξω απ’ τη (ν)αυλή, Αγλάκα επαέ να ιδείς ήντα δουλειές εξετελέψανε σήμερο…!
Ευκές, αγκαλιές και παντρολογήματα ο Μπάμπης με τη Γαρυφαλιά και ο Νικόλας με τη (ν)Ελένη…!
Εδά θα ετοιμάσουνε τσοι γάμους και θα γλεντίζουνε σκιας μνια (ν)εβδομάδα. Ετσά ’ναι η ζωή, ευκή του Θεού να σμίγουνε οι γ’ αθρώποι αγαπημένα.
Ανήμερα του Άη Νικόλα, εκειά στο ξωμονάστηρο, φαίνεται πως ο προστάτης τω Ναυτικώ, ήκαμε το θέλημα τεσσάρω (ν)αθρώπω να σμίξουνε. Το κερί με τη προσευχή του Νικόλα στον Άγιο έκαμε το θαύμα ντου. Εδά θα σταματήσει και η γκρίνια τση Γαρυφαλιάς και δε θα χρειαστεί μπλιο να ζυγώνει το Νικόλα να του βρει γυναίκα…!
Δεκέμπρης του είκοσι τρία
Αντώνης Κουκλινός
Αντώνης Κουκλινός