Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Πρωτοχρονιάτικο (Μποναμάς) | του Κώστα Βάρναλη



Έγραψε ο Μενέλαος Λουντέμης στο έργο του «Ο Κονταρομάχος» για τον Κώστα Βάρναλη: «Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.

Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.

Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».

[Από τα «Ποιητικά» (1959) του Κώστα Βάρναλη.]

Σημείωση:
Μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, την πρωτοχρονιά του 1930, είχε διανεμηθεί στον τύπο εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου στην οποία καταδικάζονταν οι «μαλλιαροκομμουνιστές» και «το κύμα της ασεβείας και αθεΐας».
Το ποίημα με ορισμένες διαφορές και με τίτλο «Μποναμάς» πρωτοδημοσιεύτηκε όπως φαίνεται παρακάτω με την σατιρική υπογραφή «Γερβάσιος ο θεομβαίκτης» στο περιοδικό της αριστεράς «Πρωτοπόροι», στο τεύχος του Φλεβάρη 1931.

Μποναμάς

Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.

Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)
φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.

Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν
να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου
χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου
τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)

Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει
κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…

Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι».

Γερβάσιος ο… θεοεμβαίκτης
(Διά το γνήσιον Κ. Βάρναλης)


[Η εικόνα που συνοδεύει το ποίημα είναι η ελαιογραφία με τίτλο «Αιτούντες για εισαγωγή σε μια περιστασιακή πτέρυγα» (1874) του Βρετανού ζωγράφου Λουκ Φίλντες (Sir Samuel Luke Fildes, 3/10/1843– 28/2/1927)]

Το έργο αυτό του 1874 αποτελεί έργο-κλειδί για τον βρετανικό κοινωνικό ρεαλισμό του δέκατου ένατου αιώνα. Ο πίνακας απεικονίζει μια σκηνή δρόμου με εξαθλιωμένους και κουρασμένους άνδρες, γυναίκες και παιδιά που περιμένουν στην άκρη του δρόμου έξω από ένα αστυνομικό τμήμα, στριμωγμένοι ενάντια στο κρύο της βραδιάς, περιμένοντας να τους δοθεί ένα εισιτήριο για την προσωρινή εισαγωγή σε ένα πτωχοκομείο για τη νύχτα. Πολλοί αντιστέκονταν να εγκατασταθούν μόνιμα στο πτωχοκομείο, όπου οι άνδρες και οι γυναίκες θα χωρίζονταν και θα έπρεπε να εργάζονται για να πληρώνουν τη σίτιση και τη διαμονή τους- όταν μπήκαν, πολλοί έφυγαν μόνο όταν πέθαναν. Αντ’ αυτού, από το 1864, αν η αστυνομία του Λονδίνου πιστοποιούσε ότι ένα άτομο είχε πραγματικά ανάγκη, μπορούσε να μείνει για μια νύχτα σε «περιστασιακή» βάση και να φύγει το επόμενο πρωί, αλλά θα έπρεπε να ξανακατέβει στην ουρά για προσωρινή εισαγωγή το επόμενο βράδυ. Η φτώχεια και η αλητεία ήταν πιεστικά ζητήματα στο βικτωριανό Λονδίνο και η έκδοση «περιστασιακών» εισιτηρίων διπλασιάστηκε από περίπου 200.000 το 1864 σε πάνω από 400.000 το 1869.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:409