Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Παραμονή Χριστουγέννων | της Άννας Τακάκη



Της είχε πει, πως δε θα ’ρχόταν εκείνα τα Χριστούγεννα. Έτσι στόλισε το καραβάκι, άναψε τα φωτάκια, τοποθέτησε τον καπετάνιο σε περίοπτη θέση και ταξίδευε κι εκείνη μαζί του στα πέλαγα. Έβαλε νωρίς τα παιδιά να κοιμηθούν. Μπήκε κάτω απ’ το πάπλωμα ανάμεσά τους, τ’ αγκάλιασε και τους έλεγε, όπως πάντα, το παραμύθι τους:

«Μια φορά, πριν από πολλά πολλά χρόνια γεννήθηκε ένα παιδάκι σε μια σπηλιά, μέσα σε μια φάτνη… Ήταν μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη. Το νεογέννητο δεν είχε μήτε ένα ρούχο να ζεσταθεί και τα ζώα το ζέσταιναν με τα χνότα τους»…Μα εσείς έχετε τα ζεστά σας ρουχαλάκια, έχετε το μαλακό σας κρεβατάκι… έχετε…έχετε…

-Ναι, αλλά το παιδάκι είχε και τους δυο του γονείς, της απάντησαν με θλίψη. Τότε εκείνη προσευχήθηκε:

-Χριστέ μου, κάνε, να μην περάσουμε άλλα Χριστούγεννα μόνοι!

Κάνε, να μη νιώσουν άλλη μια παγωνιά στην ψυχή τους!

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Έξω φυσούσε ένας τρελός βοριάς. Έκανε πολύ κρύο. Στο τζάκι τρεμόσβηνε το τελευταίο ξύλο. Μια θύελλα τάραξε το μικρό σπίτι. Ύστερα σβήσανε όλα τα φώτα. Διακοπή, είπαν.

Σβήσανε και τα φωτάκια από το καραβάκι. Τα παιδιά φοβήθηκαν.

Θ’ ανάψω τα κεριά, τους είπε η μάνα. Έβαλε κάποια μικρά κεράκια εδώ κι εκεί. Τα παιδιά σηκώθηκαν και καθίσανε όλοι μαζί στο τραπέζι δίπλα στο μισοσβημένο τζάκι.

Εκείνη έφερε κουραμπιέδες και μελομακάρονα να τα γλυκάνει. Έξω φυσούσε μανιασμένος ο τρελοβοριάς. Έκανε πολύ κρύο κι έριχνε βροχή με λίγο χιόνι. Το χιόνι χτυπούσε στα κλειστά παραθυρόφυλλα. Ύστερα ένα τρίξιμο ακούστηκε στην πόρτα. Χτύπησε το μικρό μπρούτζινο χεράκι τρεις φορές. Τα παιδιά ξαφνιάστηκαν.

-Θεέ μου, ποιος να ’ναι τέτοια ώρα; είπε η μάνα. Ποιος χάθηκε μέσα σ’ αυτή την κρύα νύχτα; Μπορεί και να ’ναι κανείς περαστικός που βράχηκε και ζητά ν’απαγκιάσει μέχρι να περάσει η θύελλα, είπε στα παιδιά , να τα καθησυχάσει. Άνοιξε την πόρτα λαφιασμένη.

Βλέπει έναν άνδρα με βαρύ πανωφόρι και κουκούλα, όσο μπορούσε να διακρίνει μέσα στο μισοσκόταδο. Κρατούσε ένα μεγάλο σάκο, και είχε λίγο χιόνι στην πλάτη και πάνω στην κουκούλα. Τα παιδιά τρέξανε στην πόρτα.

-Ο Άγιος Βασίλειος! μαμά ήρθε ο άγιος Βασίλειος, φώναξαν.

-Ναι, παιδιά μου, πήρα το γράμμα σας και σας τον έστειλα γρήγορα. Είπε ο άντρας. Με καλέσετε και ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Εκείνα είχαν καρφώσει τα ματάκια τους πάνω του.

Ναι, το ξέρω !… έπρεπε να έρθω αυτά τα Χριστούγεννα.

Τώρα γνώρισαν καλά τη φωνή του. Ήταν ο πατέρας! Ο ταξιδευτής πατέρας τους.

Μετά από λίγο ανάψανε τα φώτα. Ανάψανε και τα λαμπιόνια στο μικρό καραβάκι, κι όλοι μαζί πια ταξιδεύανε στα Χριστούγεννα της ευτυχίας. O πατέρας έβγαλε από το σάκο του τα δώρα τους. Μα εκείνα είχαν κρεμαστεί στην αγκαλιά του…

Μετά από λίγο η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν κι ο πατέρας τέλειωσε το παραμυθάκι τους με τη θεία γέννηση, το λαμπρό αστέρι, και τους μάγους με τα δώρα… ώσπου αποκοιμήθηκαν.

Σαν έκλεισε ο πατέρας το φως, δυο φωτοστέφανα στόλιζαν τα κεφαλάκια τους.

Άννα Τακάκη


Η μελαγχολία των Χριστουγέννων

Τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο γιορτή και χαρά, φως και αγάπη. Είναι μνήμη και ανάμνηση, είναι συναισθήματα, είναι ζωή και προσδοκία, και η ελπίδα για το αύριο. Είναι η μελαγχολία, αλλά και η βαθιά περισυλλογή. Είναι η προσμονή και η αναμονή. Πάντα κάτι θα ’χει κανείς, μικρός ή μεγάλος, να περιμένει τα Χριστούγεννα.

Έχομε συνδέσει τις μέρες των γιορτών των Χριστουγέννων με προετοιμασίες, με δώρα και πολλές ευχές, που ούτε και αυτές τη σήμερον ημέρα ξέρεις αν είναι ειλικρινείς, ή τις λες επειδή έτσι το καλούν οι μέρες, έτσι ο βρήκες. Μα ξέρεις πως το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να έχεις αυτές τις ώρες είναι η αγαλλίαση, δηλαδή η χαρά. «Κι οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η φύσης όλη»… Ν’ αφήσουμε πίσω ό,τι μας πλήγωσε, ό,τι μας άδειασε ψυχικά και να στραφούμε σε μια νέα αρχή. Να ξαναβρούμε ίσως τη χαμένη αθωότητα μας, γιατί όχι και να μην νιώσομε για λίγο παιδιά; Να νιώσομε επί τέλους την πληρότητα στην ψυχή κι όχι στο στομάχι. Τι και αν λάμπουν τα φώτα μέσα κι έξω από το σπίτι μας, όταν είναι σκοτεινή η ψυχή μας; Τι κι αν γεμίζουν τα πιάτα μας στο γιορτινό τραπέζι με κάθε είδους φαγητά και γλυκά; Κάπου είναι φτωχικό και πολύ λιτό το τραπέζι. Κάποιος άλλος δεν έχει καθόλου τραπέζι να στρώσει. Και κάποιοι άλλοι δυστυχώς στις μέρες μας, δεν έχουν προτεραιότητα το φαγητό. Παρά πώς θα γλιτώσουν από τις βολές του πολέμου.

Έχομε συνδέσει τα Χριστούγεννα με στολισμούς, με φώτα και λάμψη, με μουσικές και φιέστες και κάθε είδους εκδηλώσεις. Όμως όσο φανταχτερά και να φαίνονται, όσες εκδηλώσεις χαράς ή αλληλεγγύης παίρνουν κάποια θέση, πάντα τα Χριστούγεννα έχουν τη μελαγχολία τους, έχουν τη θλίψη τους, μικρή η μεγάλη. Για τα φώτα που δεν άναψαν σε κάποια σπίτια. Για μια θέση κενή στο τραπέζι. Για τα τρύπια παπούτσια που δεν αντικαταστάθηκαν. Για το κρύο που μπάζει από κάποια σπασμένα τζάμια. Για τον γέρο άνθρωπο που μένει μόνος και ξεχασμένος. Για το παιδί που έχασε τον γονέα του από μια συμφορά ή για τον γονέα που έχασε αναπάντεχα το παιδί του. Για τον άρρωστο που μένει κατάκοιτος, μα ελπίζει για τα επόμενα Χριστούγεννα. Για τον ξενιτεμένο που δεν θα ’ρθει. Για τον ναυτικό που δεν θ’ ακούσει καμπάνες να χτυπούν κι ευχές δια ζώσης παρά τον γδούπο των κυμάτων στην προπέλα, και το ψυχρό μήνυμα στον υπολογιστή του. Για τον μετανάστη που έχει μνήμες από την πατρίδα του ή τον πρόσφυγα που μένει σε δομές. Για τον άστεγο που δεν έχει μια δική του ζεστή γωνιά ή για τον σεισμοπαθή που μένει ακόμη στον οικίσκο, για τα ορφανά στο ορφανοτροφείο που δεν θα ’χουν μια μητρική αγκαλιά να τους ζεστάνει, και για τον φυλακισμένο, που από κάποια παραβατική πράξη μένει έγκλειστος.

Κι όμως έρχονται Χριστούγεννα. Από τη μια το φως κι από την άλλη η σκιά. Από την μια βοή κι από την άλλη σιωπή. Είναι Χριστούγεννα! η γιορτή των γιορτών, η γιορτή της αγάπης και της οικογενειακής θαλπωρής. Είναι η γέννηση, η αναγέννηση, οι ευχές, οι προσευχές και οι τόσες μνήμες μας.

Γιαυτό και φέτος όλοι ευχόμαστε: ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Άννα Τακάκη


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:236