Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Ο γιαγερμός του γέρο Ψηλορείτη | του Νίκου Λουκαδάκη



Η κάτασπρη βάρκα με τους Τούρκους κωπηλάτες απομακρύνθηκε από το Αυστριακό ατμόπλοιο “Tibisto”, της γραμμής Πειραιάς-Ηράκλειο. Μοναδικοί επιβάτες ήταν ο Μιχάλης Κόρακας, ο γέρο Ψηλορείτης όπως τον χαρακτήριζαν τα Αθηναϊκά έντυπα, και ο γιος του, Αριστοτέλης. Ο Κόρακας ασπρομάλλης πια στα 85 του χρόνια, ντυμένος με σαλβάρια και στιβάνια, ο δε Αριστοτέλης με την επίσημη στρατιωτική στολή του Ανθυπολοχαγού του Μηχανικού. Ο γέρο Καπετάνιος ζούσε για λίγα χρόνια κοντά στον γιο του, στην Αθήνα, μα τώρα που ένοιωθε πως έσβηνε το καντήλι του, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στον τόπο του.

Ο Κόρακας με τον γιο του Αριστοτέλη

Στο λιμάνι, ο Μητροπολίτης Μελέτιος Καβάσιλας που καταγόταν από την Κάλυμνο, του είχε ετοιμάσει μεγαλειώδη υποδοχή. Μαθητές σχολείων, πλήθος κόσμου και πολλοί σύντροφοί του, κουνούσαν λευκά μαντήλια, μόλις είδαν τη βάρκα να σιμώνει στην αποβάθρα. Ο γέρο Κόρακας είδε τον κόσμο κι αναστέναξε. Μπροστά απ’ τα μάτια του πέρασαν 60 χρόνια αγώνων και μαχών. Είδε τον εαυτό του αμούστακο βοσκάκι να σφάζει τον Αγά Αλήκο κι ύστερα να βγαίνει xαΐνης στο βουνό. Είδε τον γέρο Κουρμούλη που τον είχε πρωτοπαλίκαρο. Είδε τη μάχη της Ακρόπολης κι ύστερα τον Καραϊσκάκη να κείτεται νεκρός. Είδε τους κουρσάρους που έζησε μαζί τους για καιρό. Είδε αμέτρητες μάχες, στο Σερβιλή, στο Σωρό, στην Κέρη, στον Καμαριώτη. Είδε τα παλικάρια που χάθηκαν. Τον Μαλικούτη που ‘χε φριχτό θάνατο, τον Ηρακλή Κοκκινίδη, τον Παυλή Ντεντιδάκη, τον αξέχαστο σύντροφό του, τον Μαστραχά και τόσους άλλους.

Ξάφνου το πρόσωπό του συννέφιασε και κλαίγοντας φώναξε: «Άχι έρμε Μαρογιώργη». Τα θλιβερά γεγονότα του Πλατάνου θυμήθηκε και το κίνημα των αδερφοχτών που οργανώθηκε ενάντια στον Κόρακα και στους αρχηγούς της Μεσαράς, τάχατες για να διαμαρτυρηθούν για τη σύναξη εσοδείας και περιουσιών από την Επαναστατική Επιτροπή. Η πραγματική αιτία βέβαια ήταν ο φθόνος για το όνομα και τη δόξα του Κόρακα και οι βλέψεις για εξουσία ορισμένων άψυχων αντρών με «τρανταχτά» ονόματα.

Ξαναβυθίστηκε στις σκέψεις του ο γέρος. Είδε τον εαυτό του να παρακαλεί τους αρχηγούς της Μεσαράς να μην πάνε στη μάζωξη των αδερφοχτών στον Πλάτανο, ήταν σίγουρος πως δεν θα είχε καλά ξέτελα. Έπειτα θυμήθηκε πολύ κόσμο αρματωμένο στην πλατεία του Πλατάνου και κείνος μέσα σε ένα καφενείο να προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα σε μια συζήτηση που δεν έβγαζε πουθενά. Μετά φασαρία, βλαστημιές κι ύστερα θωρεί το Μαρογιώργη να βγαίνει έξω μανισμένος. Έπειτα μπαλοθιές κι αυτός πάνω από τον νεκρό Μαρογιώργη να φωνάζει: «Τον αδερφό σας μωρέ, γιάντα; Να, πάρετε τ’ άρματά μου κι όποιος είναι καλύτερος από μένα του κλουθώ».

Ο Αριστοτέλης είδε αναστατωμένο τον κύρη του και είπε σιγανά:

-Πατέρα τι έπαθες, είσαι καλά;

-Θωρώ γιε μου τσι τιμές που μου ετοιμάζουν και θυμήθηκα πριν από μερικά χρόνια που ‘θελαν ορισμένοι από αυτούς να με φάνε κι αντί για μένα εσκοτώσαν τον Μαρογιώργη. Τέλος πάντων δα ότι έγινε, έγινε, το κρίμα ας πέσει στην κεφαλή μου.

Η βάρκα έδεσε στην προβλήτα, βγήκε με δυσκολία ο Κόρακας, γονάτισε και φίλησε το χώμα που τόσες φορές το πότισε με το αίμα του. Μέρες κράτησε η υποδοχή του και σαν έφτασε στο χωριό του, την Πόμπια, τρία μερόνυχτα εγλεντούσαν. Δεν πέρασαν δυο μήνες και το λάδι από το καντήλι του γέρο Ψηλορείτη σώθηκε μα η ανελαμπίδα που άφησε στο τόπο του, ακόμα αντιφεγγίζει μπρος στα μάτια μας.

Λουκαδάκης Νίκος


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:298