Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Ο μαντολινιέρης… | του Αντώνη Κουκλινού


Ήβαλε μπροστά τζη το πλυσταργιό πρωί, πρωί και ποκάνει το νερό τση βρύσης.

Την-ε πχιάσανε τα διαόλια με το νερουλά, απού ήκοψε πάλι το νερό κι εντάκαρε να φωνιάζει.

-Επόκαμε το νερό πάλι και ήντα θα γενούμε, απού ’βαλα μπροστά μου να πλύνω κι έχω ρούχα ένα σωρό!

Γροικά την-ε από μέσα να βαταλαλεί και σηκώνεται και πορίζει στην αυλή.

-Σώπαινε μπρε γυναίκα και θα πάω να σου φέρω νερό να τα ξεπλύνεις.

Φορτώνει στο γάιδαρο δυο κανίστρες, να πάει στη βρύση, να τσοι γεμώσει, για να κάμει τη λάτρα του σπιθιού.

Εσίμωσε το γάιδαρο κοντά στο τράφο, να κάτσει στη μέση στο σωμάρι, να μη σαλεύγει γιατί πονού’ ντα πόδια ντου και λαλεί τα ίσα κάτω.

Ελάλιενε τη μεσοχωργιά και γροικά βαβούρα στο ντουκιάνι…

Εσκιάχτηκε καλή παρέα, μα δε ντον-ε παίρνει να σταθεί.

Σαν εγέμισε τσοι κανίστρες, στο γιαγερμό, εστάθηκεν απόξω, να τως επεί ένα γεια.

Ήντα θες κι ήντα γυρές, εφωνιάξανέ ντου να πάει μέσα.

-Νικολή δε γ-κουνείς από παέ αδέ κεράσωμε μνιά κούπα.

-Όιιι, βγιάζομαι…, άλλη ώρα θα την-ε πχιω!

-Δε πας ποθές…, έλα μέσα…

Εβγήκενε όξω ένας και πχιάνει το χαλινάρι του γαιδάρου.

-Έκειε θα τον-ε δέσω και σάλευγε μέσα.

Εγράντισε ο Νικόλας και πχιός θα παλέψει τη κερά ντου εδά…

Έχουνε στρωμένο τραπέζι, με καλό μεζέ.

Δουλειά του κασάπη να σάσει τα γαρδούμνια και του καφετζή να στέσει το τηγάνι.

Μνια λαδόκολλα στρωμένη στη φορμάικα και στα πχιάτα η σκωταργιά, τα γαρδούμνια, τυρί και μνια μοσώρα ανετρουλί σαλάτα.

-Βάλετε μνια κούπα του Νικολή!

-Εβρήκετέ με μπόσικο, γιατί ’κουσα την τηγανιά και ξελιγώθηκα, μα βγιάζομαι και θα πχιω μνια, να κεράσω και θα μολάρω.

-Με τον ένα μ-πόδα εμπήκες, και θα πχεις μνια;

-Εκόψανε πάλι το νερό και κουβαλώ με τσοι κανίστρες τση κεράς μου να πλύνει, αλλιώς δε με γνοιάζει, να πχιω όσες θέτε…

-Στάσου κι εγώ θα κάμω κολάι, ίδα δα, θα φωνιάξω του κοπελιού, να κουβαλεί το νερό τση κεράς σου, του κάνει ο καφετζής.

-Να πάω θέλει τη πρώτη στραθιά, να μη κακοβάλει η γυναίκα κι απώς θα πάρω το μαντολίνο να κατεβώ… κια θέλει κι άλλο νερό θα τση πέψωμε το κοπέλι.

-Εδά μαντολινιέρη μιλείς σωστά, σάλευγε σκιας να μη ξαργείς.

-Εβίβα τση δεύτερης, σάμε να γιαγύρω…

-Σάμε να ’ρθεις, θα νάνε και η τηγανιά του καφετζή στα πχιάτα, μόνο αγλάκα να προλάβεις αν-ε θες.

Σαν ήφταξε στο σπίτι, ξεφορτώνει τσοι κανίστρες και ’δωκε ρεπόρτο τση κεράς του, για τη παρέα.

-Εμπέρδεσε-νε η δουλειά και θα να ’ρθει το Γιωργιό του καφετζή, να σου φέρει νερό αν-ε ντο χρειαστείς, μόνο πάω γιατί με περιμένουνε.

Μαθημένη με τσοι παρές και τα γλέδια ντου, δεν ήβγαλε άχνα.

Ξεκρεμά το μαντολίνο και γέρνει κάτω…

Εμαζωχτήκανε κι άλλοι στο ντουκιάνι και η παρέα εζωήρεψε.

Τα καλύτερα γίνουνται ετσά, στο πόδι απού λένε.

Δε χρειάζεται λόγος και αφορμή, μήδε σκολάδες να γιορτάζει κιανείς.

Δε θέλει και πολύ…, ένας δυό να σμίξουνε, να βάλουνε την αρχή και οι μουστερήδες βρίχνουνται να στελειώσει η παρέα ντελόγω.

Το μαντολίνο ήβγανε μερακλίδικα τσοι νότες και οι μαντινάδες εκλουθούσανε η μνιά τσ’ αλλής ταιργιαστά.

Μάστορας ο Νικολής στσοι παλιούς σκοπούς κι όντε θα τσοι ντακάρει, γλυκαίνει το μεράκι και μερακλώνεσαι θες δε θες.

Απάνω στο κέφι ντου, εμπήκενε το Γιωργιό μέσα και του φωνιάζει.

-Μπρέ Γιωργιό…, εποκουβαλήσες το νερό;

-Ναι μπάρμπα, δυο στραθιές ήκαμα…

-Μπράβο να ’σαι καλά ντελικανή μου…, έλα παέ που σε θέλω.

Βάνει του μια στάξη κρασί και πιρουνιάζει ενά μεζέ…

-Πχιε κι εσύ μνια, να μα σε τιμήσεις…

Σιμώνει το κοπέλι και του λέει…

-Είπενέ μου η θεια μου να σου πω, να μη πχεις πολύ και μεθύσεις, γιατί θα πάτε λέει στο σόχωρο να ποτίσεις τσοι πατάτες.

Γροικούνε τη κουβέντα οι γ’ αποδέλοιποι και βάνουνε τα γέλια…

Ένας χωρατατζής του ’βγαλε ντελόγω τη μαντινάδα…

Μαντατοφόρο πέψε τση, να μη μας ενοχλήσει,
να κάμει το κολάι τζη, σα θέλει να ποτίσει.
Γιατί το διασκεδάζομε και ψιλοτραγουδούμε,
κι ας τσοι πατάτες γι’ αύριο, μα δε θα ξεραθούνε.
Το μαντολίνο Νικολή, στο σπίτι δε γιαγέρνει,
κι ας τη κερά σου ορνικιά, μ’ αυτή τα καταφέρνει.

Εφώνιαξε του κοπελιού να πάει κοντά και του δίδει ένα μεζέ να τση τον-ε πάει στο σπίτι και να τση πει πως… ούλα θα γενούνε στην ώρα ντως…

Εδά η παρέα δε χαλά…

Και το κατέχει πως αν-ε σηκωθεί και φύγει, θα μνοιάσει του νερουλά, που ήκοψε τη ταχινή το νερό…

Και ο μαντολινιέρης δε ντο κάνει…

Αντώνης Κουκλινός


Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:327