Οι παππουδο-γιαγιάδες… | του Αντώνη Κουκλινού
Τροζαμένη την έχουνε τη κακονίζικη.
Η νύφη εβγήκενε καλόγεννη και κάθα χρόνο σχεδόν, τσοι ξεπορδαλιάζει και ένα κουτσούβελο.
Τέσσερα ζωή να χουνε, μα πολλά ζωηρά και ώρες ώρες γίνεται η μέση τζη, ένα καβδούκι να τα παλεύγει.
Αγλακούνε στην αυλή και δεν αφήνουνε πράμα να μη ντο βάλουνε στη μέση.
Το ασερνικό ζωή να ’χει, δε κατεβαίνει από το σωμάρι του γαιδάρου, απού τον-ε ξεστρώνουνε και το ’φήνουνε εκειά στο γύρω στο σωρό με τα ξύλα.
Βαστά με τα χέργια ντου τα σκαρβέλια και κουνεί τα πόδια ντου φωνιάζοντας…, σεεεεε….!
Τα αποδέλοιπα είναι και τα τρία θηλυκά.
Τα δυο απού σαλεύγουνε, τα θωρείς και κλαρονίζουνε τα ψηλοντάγκουνα, με τα κουτσουνικά στην αμπασκάλη.
Το πλια μικιό είναι αχρόνιαστο ακόμη και το ’χει στα χέργια.
Χαρά στο σπίτι του αθρώπου είναι να μεγαλώνεις εγγόνια.
Επόρισενε όξω στην αυλή και θωρεί να βαστούνε το λάστιχο τση βρύσης, να τσιρά η μνια τσ’ αλλής κι είναι ολόργα τα ρούχα ντως.
-Ωωωω, απού να μην ήμουνε στο κόσμο!!!
-Ήντα κάμετε πάλι μωρέ αφορεσμένα…! Και πως θα σας-ε στεγνώξω;
Φωνιάζει τ’ αντρούς τση να πορίσει όξω…
-Μπρε συ…, μα έβγα όξω να ιδείς επαέ τα καταστόλια τω γκονακιώ σου…
-Έλα να τα πας τση μάνας τως για δεν τα παλεύγω σήμερο!
-Μπρε γυναίκα, είπα σου οψάργας να μη (ν)τα κρατήξεις, μα εσύ εκειά το χαβά σου…Σάλευγε δα να τως αλλάξεις ρούχα για θα τα πχιάσει πόντα.
-Δεν έχω επαέ στεγνά ρούχα, ούλα κρέμουνται στη (ν)απλώστρα, μόνο πετάξου να φέρεις.
-Ντα κοντώ και Θε μου στο σπίτι θα τσοι βρεις; Κίμπληρι που θα ’ναι σήμερο παωμένοι.
Γροικά τη μουρμούρα η γειτόνισσα και προβαίρνει στην αυλόπορτα.
-Μωρησύ Κατίνα δεν θα τσοι βρεις στο σπίτι, γιατί ελαργάρανε πρωί πρωί τσ’ είδα όντε ν’ εγιάγερνα από τσοι όρθες.
-Όφου, όφου…, ξάνοιξε δα παέ μνια δουλειά τη (ν)είπαθα και δεν έχω πράμα κλειδί να πα ν’ ανοίξω να τως-ε φέρω ρούχα.
-Στάσου μωρή να πα να ξανοίξω στη κασέλα, αν’ έχω πράμα τω γκοπελιώ μου να σου φέρω.
Σε μνια ολιά ώρα η δουλειά εγίνηκε.
Ήφερε μνια (ν)αλλαξά ρούχα και ντύσα (ν)τα κοπέλια, σάμε να στεγνώξουνε τα ογρά.
-Ο Θεός να σε βλέπει μπρε Βαγγελιά, απού εγλάκας κι ήφερες τα ρούχα τω γκοπελιώ σου, για δεν εκάτεχα ήντά ’θελα γεννώ!
Γροικά τη κερά ντου από μέσα ο άντρας τση και πορίζει.
-Δε βάνει μνυαλό…, όιιι…, χίλιες φορές τση το ’χω πωμένο ν’ αφήνει τα κοπέλια να κοιμούνται στη μάνας τως, για δε (ν)τα κουλαντρίζομε και τα τέσσερα μαζί.
Τον-ε ξανοίγει η Κατινιά και του γρουβίζει ντελόγω!
-Χίλιες φορές σου το ’χω ’πωμένο, πως τα κοπέλια δε κάνουνε στη μάνας τως και κλαίνε να πάω να τα πάρω στο σπίτι.
-Ναι, ναι, ναι…, και πχιός κοντώ φταίει; Μα πε μου δα;
Πεθιέται η γειτόνισσα να πάρει το λόγο.
-Εμείς οι γιαγιάδες φταίμε γείτονα καλά το λές εσύ!!!
-Σάικα βάνετε το χεράκι σας κι εδά… σα σε «καβαλικεύγουνε» οι νυφάδες, να τα ξετζιτζικώνετε από μικιά μικιά στα σπίθια σας.
Το ασερνικό τσοι γροικά από το σωμάρι απού κάθεται ακόμη και φωνιάζει.
-Παππού, παππού! Έλα να βάλεις πάλι το σωμάρι, να σε καβαλικέψω να με γυρίζεις στην αυλή…!
Του κάνει νόημα με τη χέρα τζη η κερά ντου χασκογελώντας…
-Άρπατηνε δα έξυπνε και σάλευγε να κάμεις το χατίρι του κοπελιού, μα ετσά τον έχεις μαθημένο, να σε καβαλικεύγει και μη σε ξανακούσω να μου βγάλεις γλώσσα, για θα στη γ-κόψω…!!!
-Ωωωω! Γείτονα ετανά κάνεις και του λόγου σου το κοπελιού;
-Άστα γειτόνισσα εμπλέξαμε καλά, καλά…
Οικογενειακές ιστορίες…
Οικογενειακές αγάπες…
Οικογενειακά βάσανα και βάρη…
Ούλα όμως έχουνε μνια γλύκα ξεχωριστή, που άμα δεν τη ζήσεις, η ζωή δεν έχει ονοστιμάδα!
Καλημέρα σε γιαγιάδες και εγγόνια!
Καλημέρα και σε παππούδες, που όσοι τα θυμούνται, ανατρανίζει η καρδιά ντως!
Καλημέρα σας φίλοι μου!
Όλο καλοβολιά να ’χομε…
Αντώνης Κουκλινός
[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι έργο του Αυστριακού ζωγράφου Hermann Armin Kern (14/3/1838 – 18/1/1912), λάδι σε πάνελ, 39 x 50 εκ., με τίτλο «γιαγιά με τα τέσσερα εγγόνια της»]
Αντώνης Κουκλινός