Ούτε η πρώτη στο Παρίσι ούτε η τελευταία στον κόσμο. Μικρές ιστορίες γυναικών. Lilou | της Ζωής Δικταίου
Στη λαϊκή αγορά, αγκαζέ με τις ακίνδυνες νεοσύλλεκτες σκιές
των παιδιών και των πουλιών,
εκεί είχε μάθει να ζει,
ξόρκιζε το φόβο αναπολώντας σκονισμένα είδωλα της νιότης
αυτά που έβγαιναν από τις παλιές εφημερίδες
όταν τις έκοβε και τις έβαζε στα καφάσια
τοποθετώντας πάνω τους ροδάκινα, κεράσια, μήλα, φράουλες,
«είναι βλέπεις ευπαθή, τα περισσότερα,
όταν πληγωθεί η σάρκα τους σαπίζουν εύκολα», της είχαν μάθει.
Τύλιγε και τα λουλούδια,
μαργαρίτες, τουλίπες, μιγκέ, τριαντάφυλλα, ορχιδέες, χρυσάνθεμα,
λίλιουμ, τα τύλιγε,
με βρεγμένα κομμάτια γύρω από το μίσχο, για να μη μαραθούν,
τα λουλούδια τα σχεδόν νεκρά, τα αποκομμένα από τη ζωή,
τυλιγμένα επιμελώς σε μια ψευδαίσθηση
τόσο ίδια με τη δική της.
Οι νύχτες της υποθηκευμένες, τη στοίχειωνε ο αέρας,
φυσούσε όταν την είχαν βρει, κοριτσάκι, με σκισμένο φόρεμα,
κομμένα μαλλιά,
και τα πόδια μελανιασμένα. Δεν ήταν από το κρύο,
κάποιος παλιάνθρωπος,
την είχε σύρει με το ζόρι σε μια σκοτεινή γωνιά του πάρκου,
για να χαράξει πάνω στο ανυπεράσπιστο σώμα της
τα σημάδια της τραγωδίας,
κρατούσε μαχαίρι…
Ο νους της, όλο πάνω σε αυτό σκόνταφτε,
το ξαναζούσε ως να ήταν πάντα παρόν,
και η ψυχούλα της,
ποτέ δεν κατάφερε να το ξεπεράσει,
όσο έμενε στο ίδρυμα, ταπεινωμένη, μπερδεμένη,
μόνο αυτοκαταστροφικές σκέψεις έκανε,
από ντροπή και ας μην έφταιγε,
από τον πανικό,
που της έκοβε την ανάσα κάθε φορά που άκουγε τα φύλλα να τρέμουν,
από τις στολές,
που της υπενθύμιζαν το τραύμα,
το δικό της τραύμα, που οι ενήλικες είτε υποτιμούσαν, είτε αγνοούσαν.
Έμαθε καλά πως το συνηθίζουν οι «ευυπόληπτες» κοινωνίες,
εξακολουθώντας να παρέχουν άσυλο στα σπέρματα του πρωτόγονου ενστίκτου
και της επικράτησης του ισχυρότερου,
τρελαίνουν τον αδύναμο.
Τη λύτρωνε η βροχή, τη λύτρωνε από «εκείνους» με τους έντιμους βίους,
εκείνη, μια κοινή θνητή,
στεκόταν πάνω από τους σκεπασμένους πάγκους,
φορώντας την κεντημένη ρόμπα της,
πότε έκλαιγε σα να θρηνούσε κάποιον αγαπημένο,
και πότε τραγουδούσε λες και νανούριζε μωρό.
Σαλεμένος ο νους της,
κόντευε τα σαράντα, η άκακη Lilou, ποτέ δεν είχε πειράξει κανέναν,
στις χάρτινες σακούλες μαζί με τα φρούτα και τα λουλούδια,
με την αφή παράχωνε και τ’ ανείπωτα,
αυτά που δεν μπορούσε πια να βαστάξει στη μνήμη της,
την ορφάνια, το ίδρυμα, τις στολές με τα αστραφτερά κουμπιά,
τη φτώχεια, τη βία…
Καμιά φορά, όταν ο χρόνος έμοιαζε ασάλευτος,
άφηνε τον πάγκο της,
έλυνε τα πυρόξανθα μαλλιά κι έτρεχε πλάι στο Σηκουάνα,
έτρεχε κυνηγώντας το φλοίσβο του νερού, τα μικρά πλοιάρια,
τις σκιές στις όχθες,
μετά αποκαμωμένη καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια,
έβγαζε από την τσέπη μια φέτα ψωμί, το έτριβε,
τάιζε ψίχουλα τα περιστέρια,
μετά κρατούσε το κεφάλι μέσα στα χέρια,
κοιτάζοντας τις γέφυρες
ζύγιζε την ψυχή της,
απ’ τη μια η ψυχή, κι από την άλλη
όλα τα θρυμματισμένα γυαλιά, τα χάπια,
και τα τετριμμένα του βίου της,
και το παράπονο να βαραίνει περισσότερο,
θυμόταν να μην απαντά στην ερώτηση
«και γιατί αλήθεια νομίζεις ότι βιάστηκες»,
το έβρισκε άδικο, δεν απαντούσε γιατί ήθελε να είναι αρκετό,
το ό,τι βιάστηκε.
Έψαχνε ακατάπαυστα ένα καθαρό βλέμμα,
γι’ αυτό της άρεσε στη λαϊκή αγορά,
ο χρόνος κυλούσε ανώδυνα, από τη μελαγχολία ίσαμε τη θλίψη,
μα ανώδυνα,
οι ίριδες, κορδέλες, απαλές γάζες στην πληγή,
στη λαϊκή αγορά, εκεί κανείς δεν αμφισβητεί τις ειλικρινείς προθέσεις,
τις φωνές, τις πραμάτειες, την ανθρωπιά, το φιλότιμο,
εκεί ποτέ δεν την ρωτούσαν γιατί,
εκεί μπορούσε να ονειρεύεται, να χάνεται
σ’ εκείνο το ωραίο φως του Παρισιού που σε σπρώχνει
στο εμείς και στην αγάπη,
εκεί, ήθελε, να την βρίσκει η ξαφνική βροχή,
να νιώθει πως γεμίζει τις χούφτες της και ξεπλένει την ψυχή,
κι αυτό όχι για πολύ, για λίγο,
τόσο όσο χρειάζεται για να έχει ένα λόγο να ζει και να ελπίζει,
εκεί, η Lilou, για να γλιτώσει,
από το θέλω, πήγαινε στο μπορώ, τακτοποιώντας
τη ζωή στον πάγκο της,
στη Marche Buci.
Παρίσι, Ιούνιος 2022
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Ζωή Δικταίου
Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.
Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:
– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα