Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Η καυκησάρα |της Άννας Τακάκη



 

-Μαρίκα, μέσα είσαι; άνοιξε να σου πω. Κάπα καπί* είναι η γειτόνισσά μας η Αρχοντούλα. Πού πάνε, κοντό, εφύγανε;

-Άστηνε και δεν μπορώ, μπλιο, μωρή Στασία, να τση γροικώ. Τ’ αφτιά μου ντιντινίζουνε*, οντέ κινά να μου λέει τα καυκιά* τζη. Κι απόι τα ίδια και τα ίδια και φτου κι από την αρχή! Πως επήρε μια κληρονομιά θαρρεί πως εγύρισε ο κόσμος ανάποδα, και κει ’δα που ’στεκε από κάτω, εβγήκε δα από πάνω. Μα αμφιβάλω αν-ε κατέχει, σκιας*, πως η γη γυρίζει. Δε κατέχει να μοιράσει δυο βουγιώ άχερα, η παντέρμη, κι έρχεται και μου κάνει επαδά λογαργιασμούς, ήντα θα κάνει τσοι λύρες που τση τύχανε και με ήντα τρόπο θα αυγατίσει τα αποδέλοιπα λεφτά στην τράπεζα. Είπε μου, πως ο συζυγάτος τση θέλει να πάρει βάρκες και καΐκια να γενεί λέει εφοπλιστής. Και ότι θα φύγουνε από ’παδα να πάνε σε μεγάλη πολιτεία να ζήσουνε. Μπορεί να πάνε, τάξε μου, και στον Περαία.

-Ωρή πάει καλά η φαντασμένη; Με τσι βάρκες και τα καΐκια δε γίνεται κιανείς εφοπλιστής. Μπορεί να γενεί ψαράς. Από γεωργός, ψαράς, ναίσκες. Μην αφουκράσαι για λίρες ποσό κι εγώ ’κουσα την ίδια τη θεια τζη τη συγχωρεμένη, να μου λέει πως είχε φυλαμένες μια δεκαρά. Και λεφτουδάκια θα να ’χε φαίνεται κείνη κάμποσες χιλιάδες δραχμές, όι κι εκατομμύρια που λέει η Αρχοντούλα κι ο κύριός τση. Κατέχεις, Μαρίκα, ηντά ’ναι κειοσάς ο Πετρής; Του κυρού ντου ήμνιασε απού ’τονε μεγάλος καυκάρας*. Ήβγανε εκατό οκάδες λάδι κι ήλεγε πεντακόσες. Ήβγανε πεντακόσα κιλά σταφίδα κι ήλεγε ένα τόνο. Αν ήλεγε για τα χωράφια του, ήτανε στον καλύτερο τόπο. Αν ήλεγε για τη γυναίκα του ήτανε η καλύτερη. Αν ήλεγε για τα κοπέλια του, τα καλύτερα του κόσμου, λες και των αλλονώ αθρώπω ήτονε μόμπιλα.

Μα έλα που του ’σκισε κι επήρε την κλερονομιά τούτηνιά από τη μπάντα τση γυναίκας του κι εδά ολότενα θα ποκουζουλαθεί. Ήκαμε λοιπόν και τη γυναίκα και τα ανεθρέμματά του ίδιους με αυτόν. Άδεια καυκιά!

-Ξα ντως, ωρή Στασία. Δικά ντως είναι, ό,τι θέλουνε ας τα κάνουνε. Γή πάρουνε καράβια και κότερα, γή πάρουνε σπίτια στην πόλη και φύγουνε κι από πα δα, δε θα χάσει δα κι η Βενετιά βελόνα, αλλά να μην τα διαδίδουνε ολοένα και φτάνει που ο πλια πολύς κόσμος δεν έχει ήντα να βάλει στο τσικάλι να μαγερέψει.

Και δε φτάνει δα το αντρόυνο, ωρή, μόνο και τα κοπέλια έχουνε κάμει τα ίδια. Ήντα σου λέει δυο θηλυκά απου ’χουνε; Να κουζουλάνουνε θέλει τ’ άλλα κοπέλια. Ήτονε βέβαια από ανέκαθεν ποσιναμένα* και καλοντυμένα, να ’ναι καλά η θεια ντως, απού την-ε κληρονομήσανε κιόλας. Μα ήτονε και κακανεθρεμμένα. Για δες ετουλόγου σου, να ρθει το κοπέλι μου οπροχθές από το σκολειό κλάημενο και ξεκαμωμένο το πλοβεράκι του με μια τρυπάρα να…! Ένα τρυπαλάκι είχε και δεν επρόλαβα, η κακομοίρα, να του το ράψω.

-Γιάηντα φορείς εσύ τρυπημένο ρούχο; του λέει ο κακαναθρεμμένος γιος τση Αρχοντούλας και του βάνει όλα τα δαχτύλια στην τρύπα και του την-ε πομεγαλώνει.

Κι ύστερα σου λέει καυχιούνται! Γι’ ήντα καυχιούνται, για τα έτοιμα; Για την όμορφη ανεθροφή που δίδουνε των κοπελιώ ντως; Ο άθρωπος πρέπει να είναι μετρημένος. Και να ’ναι και σεμνός. Όι να μου καβαλικεύγουνε το καλάμι με του ψήλου πήδημα.

-Σσσς… σώπα κακομίτσα και θαρρώ πως έρχεται η καυκησάρα μας γειτόνισσα με τα καυκάκια τζη. Τσιμουδιά μπλιο, Μαρίκα.

-Ωωω, εδώ είστε γειτόνισσες;

-Καλώς τη γειτονοπούλα μας με τα γειτονάκια μας. Κάτσε Αρχοντούλα να μας-ε πεις κιανένα νέο. Ελόγου σου που πας τακτικά στην πιάτσα ήμαθες πράμα; Επόθανε κιανείς, εκλέφτηκε κιανείς; Εκέρδισε κιανείς κιανένα λαχείο;

-Πού το μάθετε; Καλά αυτό το χωριό είναι τηλέγραφος. Δεν προλαβαίνει να βγει η είδηση.

-Ποιός εκέρδισε, Αρχοντούλα;

-Ο Πετρής μου. Πήγε στο Λιμάνι και για πλάκα πήρε ένα λαχείο και σήμερο του ’ρθε η ειδοποίηση πως εκέρδισε ένα εκατομμύριο!

-Ένα εκατομμύριο; λένε κι οι δυο γυναίκες, ξεσταμένες.

-Ναι, δεν το κατέχετε που λένε, πως ανέ σε θέλει η τύχη σου μια φορά σε θέλει και δυο και τρείς; Κι εμάς, πούρι, ήνοιξε η τύχη μας με τη συχωρεμένη τη θεία μου που μας ήφηκε και λίρες και μετρητά και περιουσίες.

-Να ’χετε την υγειά σας και να τα φάτε. Αφού εσάς ήνοιξε η τύχη σας. Αλλονώ κλείνει, κι αλλονώ σφραγίζει ολότενα την πόρτα, να μη μπορούνε ν’ ανοίξουνε, να δούνε μια χαραμάδα φως, σκιας.

-Εμείς θα φύγομε δα από ’παε να πάμε στον Περαία. Πετάται το ένα κοπέλι το μικρό καυκάκι.

-Γιάντα, μπρε Στελίτσα, δε σας-ε βάνει επαδέ ο τόπος;

-Μα ο μπαμπάς μου θα μας πάρει κότερα και αυτοκίνητα. Θα μας πάρει και μεγάλα σπίτια. Λέει το άλλο θηλυκό.

-Δηλαδή, μωρέ κοπέλι, θα γίνεται εδά εφοπλιστάδες;

-Να μας-ε πάρετε θέλει κι εμάς κιαμιά κρουαζέρα, απού δεν εμεταπατήσαμε ποτέ από παδα;

-Να σας-ε πάρομε, γειτόνισσα. Όλο το χωριό θα πάρομε. Απηλογάται η Αρχοντούλα με σκέρζο. Μα πάω δα, γιατί θα με ανεγογυρεύγει ο Πετρής μου κι έχομε να μελετήσομε πράματα και θάματα κι έχομε δουλειές με φούντες κι έχομε να ξεμετρούμε τσοι λίρες και τα μετρητά απού τα βρήκαμε μασουράκια* κάτω από τα στρώματα, και μέσα στα παπλώματα. Εχτός από κειανά απού είχε στην τράπεζα η θεία. Ο Θεός να τη συχωρέσει.

-Μια ζωή ετσιτσιρίζουντανε*, η κακομοίρα, για να τα βρείτε εδά εσείς έτοιμα. Μα να κατέχετε, μπάρε, να τα ποβαστάξετε και να μη τα κάνετε φύλλα και φτερά και λούσα και μεγαλεία. Καλλιά λέω εγώ να κάτσετε επαδά στον τόπο σας, γιατί οι μεγάλες πολιτείες είναι πειρασμός.

-Εδά μπλιο που ο Πετρής μου ήσαξε κιόλας τσοι βαλίτσες του; Και πάει, μου λέει, τρεχαπετάμενος στο καφενείο να βγάλει λόγο και να αποχαιρετήξει τους συγχωριανούς.

-Στο καλό να πάτε Αρχοντούλα! κι ο Θεός να σας τα πληθαίνει. Να μας-ε στέλνεις, σκιας,* κιανένα γράμμα. Μη μας-ε ποξεχάσεις ανέ γενείτε μεγάλοι και τρανοί. Και μη ρίξετε πέτρα οπίσω σας.

Η τύχη φαίνεται πως εδούλευγε για του λόγου σας, μα να δούμε ανέ δουλεύγει και μέχρι τέλος ετσά λοής, γιατί κιανείς δεν κατέχει…

Γλωσσάρι:

καυκησάρης: αλαζόνας
κάπα καπί: κλεισμένα ερμητικά πορτοπαράθυρα
ντιντινίζουνε: κάνουν ντιν ντιν
καυκάρας: αυτός που καυχιέται ανόητα
καυκί: η κεφαλή
καυκιά: κουβέντες πολλές κι ανούσιες
ποσιναμένα: περιποιημένα
μασουράκια: τυλιγμένα χαρτονομίσματα σαν μασούρι
τσιτσιρίζομαι: υποφέρω
σκιας: τουλάχιστον

Άννα Τακάκη

15/10/2022

Από τη συλλογή «Παλιές Μικρές Ιστορίες»


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:250