Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Η μαντινιάδα η φταίχτρα (τρίτο μέρος) | της Άννας Τακάκη


Ο Αγησίλαος προβαίρνει στα σύμπορτα του σπιτιού και βαστά ακόμη τον τσιφτέ1.

-Εγώ τον-ε σκότωσα, χωριανοί! Δεν ήντεξα, μα το Θεό! Ας με δικάσει Αυτός πρώτα κι απόι το δικαστήριο. Μου ’ναψε τα αίματα! Αυτός ο διάολος μ’ άναψε πρώτος τη φωτιά, μου πέταξε πρώτος τα σκάγια του. Κι εγώ ηντά ’θελα να κάμω; Μια ν-τιμή την έχομε…

-Να σου πω, δίκιο έχεις Αγησίλαε. Η τιμή, τιμή δεν έχει και χαράς τον που την έχει! Τον δικαιολογεί ένας συγχωριανός.

-Είχε την αδερφή μου τόσα-νά χρόνια και την ήπαιζε, και τη μεταχειρίστηκε σαν να ήτονε ένα οζό! Ε, άθρωπος είναι κι αυτή με καρδιά! Πως είναι μ’ ένα ελάττωμα; Μην ήμπλεκε!

-Μα δεν ήτονε αυτό, μαθές, που μου ’ναψε τη φωτιά. Τη φωτιά μου την ήναψε με τη μαντινιάδα του. Εκεινιά μου πύρωσε το αίμα ν’ αρπάξω τον τσιφτέ. Καρφί πυρωμένο ήρθε και με κάρφωσε! Ήκανες, ωρέ, τη δουλειά σου, γιάντα το κοκορεύγεσαι2κι από πάνω;

Άλλοι είπανε, «από τη μια έχεις δίκιο Αγησίλαε! Για μια τιμή ζούμε, για ένα πρέπος». Άλλοι εκλαίγανε το γαμπρό, που του κόπηκε η ζωή απάνω στο μεγάλο σκαλοπάτι. Απάνω στην πιο καλή του ώρα.

Οι νεαροί γαμηλιώτες, οι συνεπαρτάδες3, επεριμένανε στον Πέρα Μύλο μαζί με τους μουσικάντες για να συνοδέψουνε το γαμπρό, μα ο γαμπρός με τη φοράδα του δεν εφαινόντανε. Εκείνοι δεν είχανε πάρει ακόμη χαμπάρι το τι συνέβηκε στο χωριό.

Και πώς να πάρουνε, μαθές, απού ’χανε μπει στο κέφι, επαίζανε τα όργανα, τραγουδούσανε κι εχορεύγανε; Γάμου χαρές ήτανε αυτές! Μα σαν επερνούσε η ώρα και δεν εφαινότανε ο γαμπρός, εμπήκανε στην έγνοια.

-Γιάηντα αργεί ο γαμπρός; Πού εσκόνταψε; Μπά να το μετάνιωσε;

Φεύγουνε δυο τρεις νεαροί και πάνε στο χωριό να δούνε ήντα γίνεται, και μαθαίνουνε τα κακά μαντάτα. Όλο το χωριό ήτανε άνου-κάτω. Τους είπανε πως μια διαολεμένη μαντινιάδα ήτανε η αιτία που ’ριξε κάτω τον Ηρακλή. Μια μαντινιάδα φισέκι4!

-Κατέχομέ το δα πώς είναι καλός μαντινιαδολόγος, αλλά πως θα ’φευγε κι από μαντινιάδα, ποτέ μας δεν το λογαριάσαμε, ελέγανε οι φίλοι του.

Ο Αγησίλαος απού ’στεκε ακόμη αποσβολωμένος, φαίνεται να μην έχει μετανιώσει για ό,τι ’καμε και λέει στους νεαρούς φίλους του Ηρακλή:

-Εκειά…, εκειά στη δεύτερη μαντινιάδα, που πήγε να πει, εκειά τον ήκοψα στη μέση. Η μαντινιάδα του επόμεινε λειψή κι εκείνος τελειωμένος.

Οι νεαροί από περιέργεια παρακαλούνε να τους πει ποια ήτανε η φόνισσα μαντινιάδα. Κι ο Αγησίλαος, που ’τανε αετός και τα’ πιανε στον αέρα όλα με το πρώτο, ενθυμούντανε καλά τα λόγια και τους την είπε:

Φεύγω και σ’αποχαιρετώ, ζουμπούλι, Ζουμπουλιά μου

π’ εσύ μου τη δροσέρευγες την άνυδρη καρδιά μου.

Δεν εστάθηκε δα εκειά μόνο εσυνέχιζε και τη δεύτερη.

Μα στέρεψε η φλέγα σου κι αλλού βρήκα πηγάιδι…

Εκειά ήτανε που ήβρασε το αίμα μου κι ήπιασα τον τσιφτέ! Ένα μπαμ, δυο, τρία, κατευθείαν στην καρδιά κι η μαντινιάδα του επόμεινε μισή.

Μα στέρεψε η φλέγα σου κι αλλού βρήκες πηγάιδι…

Εκειά που τρέχουν οι πηγές όλες μαζί, στον Άδη,

…aποτελειώνει την μαντινιάδα ο Πετράκης, ένας μερακλής και καλός φίλος του Ηρακλή.

Στο άλλο χωριό, νεαροί, κοπελιές και συγγενολόι, είχανε στέσει το γλέντι από νωρίς με μαντινιάδες του γάμου, με κεράσματα και πολλές ευχές. «Η ώρα η καλή και η ευλογημένη(!), να ζήσετε(!), να προκόψετε, να παιδιώσετε!»…

Η νύφη πεσίχαρη μέσα στο άσπρο νυφικό της φουστάνι και στο τούλινο πέπλο της, περίμενε το γαμπρό από λεπτό σε λεπτό, να πάνε στην εκκλησιά.

Μα εκείνος σαν πολλά ν’ αργεί. Αρχίζει να νυχτιάζει κι ο γαμπρός άφαντος. «Χαράς τονε που στολιστεί και κάτσει κι ανημένει», που λένε. Προ πάντως να στολιστεί με νυφικά.

-Μπας και το μετάνιωσε ο γαμπρός την τελευταία ώρα; Αναρωτιόντανε όλοι. Κι όλο ξανοίγανε στην στράτα να δούνε, αν ερχότανε ο γαμπρός με τη συνοδεία του.

-Γλακάτε5, ωρέ, πηγαίνετε το μαντάτο τση νύφης, λέει ο Πετρής στους φίλους του. Μα, για σταθείτε! Καλλιά δώσετέ τση τουτο-νέ το χαρτί. Μη τση ’ρθει νταμπλάς και χάσομε και τη νύφη. Σταθείτε να ’πογράψω τη μαντινιάδα:

Νύφη μου, κερανύφη μου, βγάλε τα νυφικά σου,

γιατί ο γαμπρός εμίσεψε κι εχάθηκ’ η χαρά σου.

Κι η νύφη βγάνει το νυφικό, ο Αγησίλαος βάνει τις χειροπέδες κι η Ζουμπουλιά παίρνει τα όρη και τα διάπλατα…


Γλωσσάρι:

1  Τσιφτές (ο) = δίκανο.

2  Κοκορεύγομαι = καμαρώνω και διαλαλώ.

3  Συνεπαρτάδες (οι) = καλεσμένοι από τη μεριά του ενός των νεονυμφων.

4  Φυσέκι (το) = φυσίγγι.

5  Γλακάτε (γλακώ) = τρέξετε (τρέχω).

Άννα Τακάκη


Απόσπασμα από το βιβλίο «Αροδαμοί κι αγκαραθιές» της Άννας Τακάκη, Σβούρα Εκδοτική 2023, ISBN 978-618-86522-5-5


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:183