Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Εξήντα χρόνια καλοσύνης… | του Αντώνη Κουκλινού


Τα ’χουνε τα χρονάκια ντος, μα σέρνουνται καλά ακόμη.

Το σπίτι θέλει τη λάτρα ντου κάθα μέρα, το μαγεργιό ντου, το πλυσταργιό ντου και την αυλή διαρμισμένη.

Το ίδιο και το γεροντή, τον-ε βαβαλίζει ωσάν τη βγιόλα.

Ήσασέ ντου το αυγουλάκι ντου μελάτο, φρεσκότατο, ζεστό ακόμη, το ’πχιασε από το (γ)κούμο.

Κάθα ταχινή, θα του κόψει μνια βγιόλα και θα τη βάλει στο ποτήρι, δίπλα στο πχιατάκι του καφέ.

Θέλει να στολίζει το τραπέζι και τσ’ αρέσει να τον-ε θωρεί να τη βγάνει απού το ποτήρι να τη χαϊδεύγει και να τη μυρίζει.

Ντυμένος τση μπενιάς και ποσαμένος, έτοιμος να πορίσει για το ντουκιάνι.

-Γυναίκα ξεκρέμασέ μου τη πατερίτσα, να πορίσω μνια βόλιτα στο καφενείο.

-Να πας μα να μην αργήσεις να γιαγύρεις.

-Γιάντα; Ήντα, με θές πράμα;

-Εντάκαρες και ξεχνάς μου φαίνεται γέρο μου…

-Όι δεν εξέχασα, δε μου ’χεις πράμα λεωμένο…

-Σήμερο ήντα μέρα έχομε, θυμάσαι;

-Ώφου και εδά το θυμήθηκα μπρε γυναίκα…, πως περνούνε τα χρόνια ωσάν το νερό…, εξήντα χρόνια σ’ έχω και σε χαίρομαι!

Ας έπχιασε τα ογδόντα, δε ξεχνά κάθε χρόνο ετσέ μέρα να του το θυμίζει…

-Γέρο μου… γέρο μου… κοριτσάκι είκοσι χρονώ ήμουνε και μ’ έφερες νύφη σε τούτονε το σπίτι…

-Ναι μπρε γυναίκα και στέσαμε μπέτη, να κάμωμε καταδιά και οικογένεια.

Εσίμωσέ ντου και με λαχτάρα τον αγκάλιασε και τον-ε φίλησε στο μάγουλο.

-Άμε δα… σάλευγε να κάμεις το βολταράκι σου και να ’ρθεις με την ώρα σου.

-Όι εμετάνοιωσα, δε θα κατεβώ στο ντουκιάνι.

-Γιάντα; Ήντα ’παθες…

-Κατέχω πως θα σε πάρει η θυγατέρα μας τηλέφωνο και δε θέλω να λείπω.

-Σάλευγε μα δε θα πάρει εδά, ’σάμε να ποσαστεί δα πάει μεσημέρι, μον’ άμε!

Άνοιξέ ντου την αυλόπορτα να πορίσει και σάμε να ποκολώσει, στέκει και τον-ε καμαρώνει.

Εδά θα κάτσει να του μαγερέψει, να ’ναι έτοιμο όντε θα γιαγύρει.

Εξήντα χρόνια γάμου…

Μνια ολάκερη ζωή, με φτώχεια βέβαια μα γεμάτη αγάπη, σεβασμό και καλοσύνη.

Τρία κοπέλια, το ένα θηλυκό, με εφτά εγγόνια και ένα δισέγγονο, ίσαμε δα…

Ο άθρωπος είναι κι αυτός σαν το δεντρό, η ρίζα είναι ο γάμος του και τα κλαδιά η φαμίλια ντου.

Η νοικοκερά έχει το σπίτι τζη, γεμάτο φωτογραφίες, σε κάθε σεμεδάκι κι ένα καδράκι.

Τα εγγόνια στη σειρά, να φαίνουνται σε κάθε επισκέπτη απού θα μπει μέσα.

Η χαρά τζη να κουβεδιάζει για τα κοπέλια τζη κάθε φορά και να καμαρώνει… η πλερωμή τση ζωής είναι, να ’χεις να λες και να δηγάσαι.

Εξήντα χρόνια χτίζει τη φωλιά τζη και δε σταματά.

Εμύρισενε το σπίτι από το βραστό και θα ετοιμάσει εδά τα μακαρόνια.

Εντύθηκε με τα καλά τζη, απίς επομαγέρεψε και τον ανημένει.

Η γι-ώρα τον-ε βάνει και θα βρει έτοιμο το τραπέζι, στρωμένο.

Σήμερο του βάλε το καλό τραπεζομάντηλο έφερε από τη σερβάντα τη κανάτα, με τα κρυστάλλινα ποτήργια και τα πχιάτα απού τση φερε δώρο η θυγατέρα, στη γιορτή τζη.

Και πάντα το ποτηράκι με τη βγιόλα στη μέση μέση.

Ήρθενε στην ώρα ντου και καθίζουνε να φάνε.

-Άχι ήντα ομορφχιές θωρώ μπρε γυναίκα σήμερο κι εσύ λάμπεις…

-Έχομε την υγειά μας, γέρο μου, τα κοπέλια μας, εγγόνια και δισέγγονο, πώς να μη χαίρομαι απού σ’ έχω κοντά μου.

Πχιάνει τη κανάτα και βάνει κρασί στα ποτήργια.

-Έλα γέρο μου να μου ζήσεις, να με χαίρεσαι και του λόγου σου!

Δεν επρόλαβε να τση δώσει απάντηση και χτυπά το τηλέφωνο.

-Η θυγατέρα μας είναι γυναίκα, σήκωσέ το.

Πατεί, ξαναπατεί κουμπ(γ)ιά μα δεν ανοίγει το παντέρμο… εκόλλησε πρέπως.

-Ώφου και δε παθιέται ηντά ’παθε δα… κοντώ κι εχάλασε;

Η κόρη την-ε κάλεσε στο βάιμπερ, για να τση ευχηθεί και να την-ε θωρεί κιόλας κι εκείνη αλλού πατεί για να μιλήσουνε.

-Στάσου μπρε γυναίκα μα θα σε ξανακαλέσει το κοπέλι μη χιαρχιντίζεις και πχιάσε να πχιούμενε το κρασάκι μας.

Εξανακάλεσε η θυγατέρα και ετηνέ τη φορά το κατάλαβε και άνοιξε την οθόνη.

-Μάνα; Καλό μεσημέρι. Στο τραπέζι σε πετυχαίνω; Ήντα θωρώ; Επίσημο γεύμα του μπαμπά;

-Πω πω ομορφιές… λάμπεις μάνα μου, που είναι ο μπαμπάς;

Κάνει λοξά το τηλέφωνο να τον-ε ιδεί….

-Έντονε στολισμένος κι αυτός, κατέχεις γιάντα;

-Ναι κατέχω μαμά μου… μπαμπά μου! Καλέ μπαμπά μου! Να τη χαίρεσαι και να σε χαίρεται!

-Τη καλύτερη γυναίκα του κόσμου έχεις, το ξέρεις;

-Κατέχωτο παιδί μου κι αμέ δε ντο κατέχω; Ήντα κάνουνε τα κοπέλια σου, πρώτη μέρα στο σκολειό σήμερο;

-Μνια χαρά είναι, το δισσέγγονό σου πρωτάκι και η χαρά ντου δε λέγεται!

-Την ευκή μου να ’χετε και να προσέχετε… να σουνε κοντά, να σε καλέσω στο τραπέζι, απού η μάνα σου έκαμε πάλι θαύματα στο φαϊτό τζη, πεντανόστιμο το μαγέρεψε.

-Ά ρε πατέρα τυχερέ… κατέχω πως καλοπερνάς και μπράβο σου γιατί το αξίζεις… ο καλύτερος πατέρας είσαι!

Εξήντα χρόνια γάμου…

Εξήντα χρόνια μνια ολάκερη ζωή, κάθα χρόνο, του μαγερεύγει ξεχωριστά ετούτηνε τη μέρα.

Εξήντα χρόνια δίδουνε εξετάσεις, σαν τα κοπέλια στο δάσκαλο…

Και η επιβράβευση είναι τα λόγια τση κόρης…, είσαι ο καλύτερος πατέρας!

Άραγε… πχιος δε θα ’θελε να ’ναι καλεσμένος σε τούτονε το τραπέζι, να ευχηθεί μαζί ντος να τα χιλιάσουνε.

Εξήντα χρόνια καλοσύνης δεν είναι και λίγα…

Δεκατρείς του Σεπτέμπρη του είκοσι δυο.

Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:323