Ο μπάρμπα Στεφανής… | του Αντώνη Κουκλινού
Μνια δεμαθιά καλάμνια βαστά στην αμπασκάλη ντου και σέρνει το γάιδαρο απού το χαλινάρι αξέστρωτο και γέρνει όθε ντο περβόλι.
Όξω απού το χωργιό, παντίχνει με το Θοδωρή και στέσανε κουβεντολόι.
-Μρε Στεφανή, όθε πού το ’βαλες;
-Γεια σου μρε Θοδωρή, στο περβόλι πάω.
-Και σέρνεις το γάιδαρο αξέστρωτο; Και σηκώνεις τα καλάμνια…, γιάντα;
-Εκειά θα τον-ε δέσω να ξωμείνει και ήφηκα το σωμάρι στο σπίτι να μη μου το κλέψουνε.
-Και τα καλάμνια ήντα τα θες;
-Φασόλες έχω φυτεμένες και δυο αυλακές ντομάτες και πάω να τωσ-ε κάμω πλεχτό να πχιάσουνε απάνω.
-Κάψα κακομίτση μου θα βγάλει και θα χτυπά στο καπατσινέλι τση κεφαλής, βαστάς πράμα να βάλεις στη γ-κεφαλή σου;
-Κια…, το κουλούκι έκαμε παιχνίδι το καπέλο μου και το ξερούνιασε.
-Στάσου και βαστώ μνιαν άσπρη πετσέτα, να στη δώσω να την-ε κάμεις σαρίκι.
Ανοίγει το ντορβά και μαζί με τη πετσέτα, του δίδει και το μπουκάλι με το κρασί.
-Το μισό έχω πχιωμένο, μα δουλειά θα κάμεις, αν-ε κολατσίσεις πράμα…, βαστάς;
-Ναι ήβαλέ μου η γυναίκα στη βούργια, μα μουδέ ήντάνε δε γατέχω.
-Να χε μου παντίδει ’θελα σου κλουθώ, μα ’χω ποτιστήρι και του λόγου μου και πάω στο χωργιό να προλάβω το ταχυδρόμο κι απόης θα λαργάρω τα ίσα πέρα.
-Νάσαι καλά Θοδωρή, θα πχιω στην υγειά σου το κρασί.
Εβδομηταπεντάρης καλοστεκούμενος ο Στεφανής, καλός νοικοκύρης.
Tα χέργια ντου πχιάνουνε γερά και κάνει τσοι δουλειές του μνια χαρά.
Σαν έφταξε στο περβόλι, δένει την άσπρη πετσέτα στη γ-κεφαλή και φκεραίνει τα καλάμνια κοντά στσοι ντομαθιές.
Είχενε απού το σπίτι έτοιμα μικιά κομάθια σπάγο, για να δένει τα καλάμνια.
Ένα ένα το πιτακώνει να καρφώσει ορθό, στο χώμα.
Είχενε από στα ν’ οψές ποτισμένα και είναι αφράτο στο γύρω τσ’ αυλακιάς και μπικαθίζουνται εύκολα.
Τρία καλάμνια στη σειρά και δυο στο πλάι, για να πλέξουνε οι φασολιές τσ’ αποκλαμούς απάνω.
Και στσοι ντομαθιές το ίδιο, να μην αγγίζει το μαξούλι χάμε και σαπίσει.
Σάμε το κολατσό είχενε ποκαωμένη τη δουλειά και καθίζει στη δροσοποτάδα του πλατάνου.
Η κερά ντου είχενε βαρμένα στη βούργια, δυο αβγά βραστά, με ελιές δυο ντάγκους παξιμάδι και μνια ολιά τυρί.
Εσίμωσε και το κουλούκι λαχανιασμένο, να του κάμει παρέα.
Εδά θα πχει το κρασάκι στην υγειά του φίλου ντου να το φχαριστηθεί κι απός θα σύρει έναν ύπνο σάμε να μεσημεργιάσει.
Απίς σηκωθεί θα μεταδέσει το γάιδαρο να του πάει και μνια σταλιά νερό κι απός θα γύρει το χωργιό.
Όμορφη ζωή ανέμελη και μελετημένη.
Δε θες πολλά να περάσεις.
Δε σε ζυγώνουνε, τράπεζες, γραμμάτια και οι μεγαλομανίες μιας αχόρταγης πλεονεξίας, που η εποχή μας σε καταδικάζει να υπάρχεις, να επιβιώνεις, με χίλια ζόρια.
Ήθελα να μαι στη θέση του Στεφανή…
Να ξαπλώσω και του λόγου μου εκειά στη δροσοποτάδα να ονειρευτώ τη ζωή εκείνης της εποχής.
Κοπελάκι με το κοντό πατελονάκι ν’ αγλακώ στσοι ρούγες και τα σοκάκια του χωργιού μου κι όντε καψώνει να βουτώ στη στέρνα δίπλα στο περβόλι.
Τυχερέ Στεφανή…, την εποχή μας δεν τη πρόλαβες και ευτυχώς…
Δε θα ’μας-ε πάλευγες ούτε μνια μέρα φίλε…
Αντώνης Κουκλινός
[Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι του Αυστριακού περιηγητή – φωτογράφου Fritz-Berger, στις αρχές της δεκαετίας του 1950]
Αντώνης Κουκλινός