Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Η αρρωστάρα | της Άννας Τακάκη



Συνοραντρόυνο* ήτανε η Τριανταφυλλιά με τον Φιλάρετο. Μήνα δεν είχανε κλείσει ακόμη από τη στεφάνωσή ντως. Άνοιξη καιρού π’ αθούσανε και λουλουδίζανε οι κάμποι εβάλανε το στεφάνι. Περί τα τέλη τ’ Απριλιού, την επαύριο τση Λαμπρής είχανε το γάμο ντως. Εθέλανε να προλάβουνε να παντρευτούνε πριν από το Μάη, γιατί, λέει, το Μάη ζευγαρώνουνε οι γαϊδάροι.

Ήρθε ο Μάης με τα κρίνα και τα μαγιάτικα λουλούδια, κι οι νιόνυμφοι ήτανε ακόμη στα μέλια. Σαν τσι μέλισσες που φέρνουνε γυρούσι στους αθούς και στ’ αγριολούλουδα εσυρώνανε το μέλι. Στα μέλια και στα ώπα ώπα την είχε την Τριανταφυλλιά του ο Φιλάρετος. Ένα ακόμη τριαντάφυλλο λουλουδίζει στον μπαξέ του.

Πέρασε κι ο Μάης κι ήρθε ο Πρωτόλης*. Ήρθε η ώρα του θέρους, και λέει τση νιας κεράς κι αρχόντισσάς του ο φρεσκοπαντρεμένος:

-Φεύγω εγώ, γυναικάκι μου, να πα θερίσω, μα κάτσε ελόγου σου στο σπίτι, μη σε μαυρίσει ο ήλιος ασπροπερίστερό μου. Κάτσε να ψήσεις το φαγάκι σου, να κάμεις και τα μπασοδούλια* σου. Ώρα καλή!

Το καταμεσήμερο ήρθε πανιασμένος στον ύδρο ο Φιλάρετος.

–Ήντα καλό μου ’ψησε το γυναικάκι μου; Μου ’ψησες τη μακαρουνάδα με τον πετεινό; Λιμάσσω* τση πείνας!

-Ήβρασα, κύρη μου, δυο πατάτες να τσι κάμομε σαλάτα, μ’ ένα κρομμύδι και μια ντομάτα. Σπα η κεφαλή μου από τον πόνο σήμερο και δεν εμαγέρεψα τον πετεινό απού ’θελες. Θαρρώ πως με βαστούνε και σύγκρυα*.

-Ηντά παθες, τζόγια μου, στα καλά του καθουμένου; Εγώ ήμουνε στον ήλιο κι εσύ στη δροσεράδα σου. Εμένα ήπρεπε να πονεί η κεφαλή μου, όι τσ’ απατής* σου.

Έρχεται ο μήνας Δευτερόλης*, ο Αλωνάρης.

Πάω γω, νοικοκεραδάκι μου, να ζέψω τα βούγια* ν’ αλωνέψω, μα κάτσε ελόγου σου, και κάψα κάνει στ’ αλώνι. Σήμερο «βγαίνουνε του κοτσυφού* τα μάτια» από τη λαύρα. Λέει τση κανακαράς* του ο Φιλάρετος και φεύγει. Το βράδυ, σαν εμόχριασε* καλά, ήρθε ολοκούραστος ο έρμος, μα δεν του φαινότανε σκιαολιάς* η κούραση, νέος άθρωπος και φρεσκοπαντρεμένος ως ήτανε.

-Πεινώ, αρχόντισσά μου, και τρώω και τσι πέτρες, μόνο κένωσέ μου να φάω και να πα θέσω. Ήκαμές μου τσι ντολμάδες με τον χόντρο*;

-Ώφου, αφεντάκι μου, δεν εμαγέρεψα πράμα σήμερο, γιατί με κράτιε κοιλιοδρόμι* από το πρωί απού ’φυγες. Κι ήβρασα μια τσισβεδιά* αρίγανη και την ήπια, μπας και σταθεί. Το μεσημέρι ήκαμα ρύζι τζορμπά*. Να σου βάλω και σένα ένα βαθύ πιάτο να το φας;

-Ερρώστησες πάλι νοικοκεραδάκι μου; Ας εκάτεχα εγώ, γιάντα αρρωστένεις ολοένα; Τη μια η κεφαλή σου, την άλλη η κοιλιά σου, την άλλη σε βαστούνε σύγκρυα, καλοκαιριάτικα. Δε κατέω, γή μια αρρωσταρά επαντρεύτηκα γή τη χαμάρρωστη* θες να μου κάνεις… Για έλα ταυτέρου* να πα λιχνίσομε το στάρι στ’ αλώνι, να σου χτυπήσει ο καθαρός αέρας, να δεις εσύ για πότε θα γενείς περδίκι!

-Την άλλη μέρα σηκώνεται λίαν πρωί ο Φιλάρετος. Κάνει τον καβέ, φέρνει και ελιές, τυρί, παξιμάδι και φωνιάζει τση καλοπαντρεμένης του να σηκωθεί να πιούνε τον καβέ να φάνε, το καφαλτί* τως και να πάνε στ’ αλώνι να λιχνίσουνε το στάρι, απού ’χε και ξαερινό βοριαδάκι. Μόλις ήπιε τον καφέ η Τριανταφυλλιά κι ήφαε και τον ντάκο με τσ’ ελιές και το τυρί τηνε πιάσανε οι ανεχουμίδες*.

-Φέρε ογλήγορα το τσικάλι, Φιλάρετε!

-Ήντα μαγεριά θα μου κάμεις πρωινιάτικα, γυναικάκι μου; Εδά που θα φύγομε σ’ έπιασε η προκοπή;

-Φέρε σου λέω το τσικάλι να ξεράσω μέσα αλλιώς θα τα χρήσω* όλα επαδά. Ώφου η ψη* μου, ώφου το στομάχι μου!

-Α, είπα κι εγώ…, πως επρόκοψε το νοικοκεραδάκι μου. Ε, κακομοίτσικο, ξερατιό* σε βρήκε σήμερο;

Σα να μου φαίνεται, Τρανταφιλλάκι, ότι δε θες να ρθεις πάλι όξω. Θαρρώ, πως θες να μου κάνεις πάλι την αρρωσταρά, για να την-ε ξεσκαπουλάρεις*.

-Αρρωσταρά είμαι γή αγαστρωμένη, αφεντάκι μου;

-Ηντά πες; Θα μου κάνεις το γιο;

-Γερό ναι ’ναι κύρη μου! Άιντε δα, πάμενε στο δουλειδάκι μας.

-Ήντα λογάται* πως θα σε κωλοσύρνω* στσι κάμπους με τέτοια κάψα! Κάτσε συ, κυράκι μου, στην ανεπαή* σου. Κάτσε στη δροσεράδα σου, κι άσε με εμένα να τήγομαι*. Και να μαγερέψεις το βράδυ χοιρνό με τον κεντανέ*, γιατί πρέπει να φάει δα και το κοπέλι μας. Εγώ και να μη φάω ξα* μου. Συνηθισμένος είμαι.

Γλωσσάρι:

Αρρωσταρά: άρρωστη
Συνοραντρόυνο: αντρόγυνο φρεσκοπαντρεμένο
Πρωτόλης: Ιούνιος
Μπασοδούλια: μικρές δουλειές
Λιμάσσω τση πείνας: είμαι πολύ πεινασμένος
Δευτερόλης: Ιούλιος
Βούγια: βόδια
Τσ’ απατής σου: εσένα της ίδιας
Σύγκρυα: ρίγη από κρύωμα
Βγαίνουνε του κοτσυφού τα μάτια: έκφραση για υπερβολική ζέστη
Κανακαράς: χαϊδεμένης
Εμόχριασε: σουρούπωνε
Σκιαολιάς: καθόλου
Χόντρος: κομμένο σιτάρι
Κοιλιοδρόμι: ευκοιλιότητα
Τσισβεδιά: γεμάτος ο τσισβές, το μπρίκι
Τζορμπάς: σούπα με σκέτο ρύζι λεμόνι και λίγο λάδι
Χαμάρρωστη: ελαφριά άρρωστη
Ταϋτέρου: αύριο
Καφαλτί: κολατσιό
Ανεχουμίδες: ανακάτωμα του στομαχιού
Θα τα χρήσω: θα τα γεμίσω
Ψη: ψυχή
Ξερατιό: εμετό
ξεσκαπουλάρεις: αποφύγεις
Ήντα λογάται: Τι λες
Κωλοσύρνω: σέρνω πίσω μου, σέρνω με το ζόρι
Ανεπαή: ανάπαυση
Τήγομαι: υποφέρω από σωματική κούραση
Κεντανές: πράσα
Ξα μου: δικαίωμά μου

Άννα Τακάκη


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:349