Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Όσοι χαρκομουζώνονται, θαρρείς χαρκιάδες είναι; | της Άννας Τακάκη


Σε περαζόμενους καιρούς ήτονε ένας νεαρός σε χωριό τσ’ επαρχίας μας που τον παρομοιάζανε Βαβαλέ. Από μικιό κοπέλι φαινόντανε πως δεν εσκάμπαζε και πολύ, μα ήτονε, μαθές, κουτοπόνηρος. Σαν εμεγάλωσε δεν ήθελε να παντά τα οζά του πατέρα του, να ’τον-ε τρώει το ξεροβόρι, πότε ο χιονιάς, πότε η κάψα και πότε η ανεπαλιά και του λέει: εγώ, κύρη μου, θα καταγενώ με το εμπόριο.

-Ήντα έμπορας, μαθές, θα γενείς παιδί μου; Ήντα κατέχεις ελόγου σου απ’ αυτά τα πράματα, σαν ήντα, αλάησε, θα πουλείς;

-Μη σε γνοιάζει, κύρη μου, κι εγώ θα ξεκινήσω από τα μικιά, πράματα και θα πηγαίνω στα πλια μεγάλα. Σπίρτα θα πουλειώ, βελόνες, παραμάνες, καρόλια, δαχτυλήθρες, και να δεις που θα το ξετελέψω!

-Ωρέ, μπέλιτα πως έχεις μια σταλιά νιονιό, του λέει ο κύρης του.

Και πώς θα τα πουλείς, μαθές, τα ψιλολοείδια; Πού θα τα πηγαίνεις;

-Όλα τα χωριά θα πιάνω, μόνο να μου δώσεις την Ψαρά φοράδα να γυρίζω. Να μη σου πάρω δα και τη Ρούσα, γιατί θα την-ε θες ελόγου σου, κύρη μου.

-Ωρέ το σορτερό μου, πώς με σκέφτεται! Το λοιπός θες να γενείς έμπορας;

-Ναίσκες, πατέρα!

-Το νου σου τετρακόσα! Άντα χαζίρι, ό,τι και να κάνεις πρέπει να κατέχεις να το κάνεις κι όλες οι δουλειές, παιδί μου, θέλουνε νου και κρασί. Δε μου φαίνεσαι μένα να κάνεις για έμπορας. Κάτσε, καλιά, εκειά που κάθεσαι, του λέει ο κύρης του. Κάτσε με τα αρνάκια και τα ριφάκια σου, παίζε που και που το θιαμπολάκι σου στον καθαρόν αέρα κι άσε τα εμπόρια και τα μπαινοβγαλίκια στα χωριά.

Μα του Βαβαλέ ότι του ’μπαινε στο ξερό του το καυκί δεν του το γύριζες εύκολα οπίσω. Πιάνει και σάζει ένα κασονάκι και βάνει μέσα τσι μικροπραματειές του κι εγύριζε δα ύστερα τα χωριά και τα μετόχια. Ήντα να πάρει δα από τα σπίρτα και τσι βελόνες και τα καρολάκια; Πενταροδεκάρες; Ας είναι. Παρά τα βουνά και τα ρουμάνια, τα ρίφια και τα πρόβατα, καλιά είχε ο Βαβαλές τσι γύρες στα χωριά και τα συναλίκια με αθρώπους. Σάικα, θα ’χε να κάνει και με νοικοκεράδες, με κοπελιές και με ανυφαντούδες, όλο και θα πλούτιζε το εμπόριο του με κλωστές και με όργατα, με ρόκες και μ’ αρδάχτια, με χρώματα κι αρώματα… με θάματα και πράματα. Πού κατέχεις, πού θα ’φτανε μια μέρα των ημερών ο Βαβαλές;

Δεν επέρασε πολύς καιρός κι ο νεαρός πραματευτής ήκαμε αυτό απού ’θελε. Εγύριζε με την Ψαρά του κι επούλειε τα ψιλολόγια του στα χωριά τσ’ επαρχίας. Σπίρτα πουλειώ, βελόνες, βελονάκια, καρόλια, κουβαράκια, εδιαλάλειε κι επήγαινε. Κι αυγάτιζε το εμπόριο του Βαβαλέ, αλλά μόνο στα σπίρτα. Σπίρτα, ήπαιρνε ο κόσμος. Πέραση πολλή είχανε, μαθές, ετούτα τ’ ανάμματα για ν’ ανάβγουνε οι αθρώποι το λύχνο ντως, τη λάμπα ντως, το καντήλι και τη φωτιά. Καρολάκια επούλειε λίγα πράματα, βελόνες ολότελα πράμα. Κάθεται κι αυτός παρέκει σ’ ένα ασκιανό, πίνει κρασάκι από το παγούρι ντου, τρώει τα ελιδάκια του μ’ ένα κομμάτι κριθινοκούλουρο και λογιάζει το τι του ’χε πει ο κύρης του. Νου και κρασί, λέει, θέλει η κάθε δουλειά. Ξαναπίνει κάμποσο κρασάκι κι απόι σκέφτεται. Γιάε εσύ, να μην παίρνουνε οι νοικοκεράδες, σκιας, τσι βελόνες; Μα εδά θα δείτε για πότε θα τως τσι πουλήσω, λέει ο Βαβαλές, και πιάνει και βάνει τσι βελόνες μέσα στα σπίρτα. Μετά που ξεπούλησε όλα τα σπίρτα μαζί με τσι βελόνες πάει και λέει πεσίχαρος του κυρού ντου:

-Εξεπούλησα, πατέρα, όλα τα σπίρτα και τσι βελόνες, που δεν επουλειούντανε.

-Εύγε, υγιέ μου!

-Μα κατέεις ήντα εσκαρφίστηκα για να τσι ξεπουλήσω;

Ήβαλα τσι βελόνες μέσα στα σπίρτα, κι ετσά τσι πήρανε όλες.

-Εύγε, παιδί μου. Και πόσο ήδιδες ύστερα τα σπίρτα;

-Όπως τα ’διδα, ένα πενηνταράκι!

-Αφερίμ! δηλαδή, τως εχάρισες τσι βελόνες; Ο έμπορας, κακομοίτσικο, πρέπει να ’χει νου, μα συ δεν έχεις, καθώς φαίνεται μηδ’ ένα δράμι. Δε σου το ’πα, μπρε, πως πρέπει να ’χεις τετρακόσα το νου σου; Όπως τετρακόσα δράμια τα ’χει χει η οκά; Ένα δράμι να λείπει χαλά το ζύγι. Οι εμπόροι κακορίζικο, πρέπει να τα ’σοζυγιάζουνε όλα.

Μα μου ’πες και το άλλο, κύρη μου. Πώς το κάθε πράμα θέλει νου και κρασί. Κι εγώ ήπια όλο το κρασί απού βάστουνα, ήστιψα καλά και το νου μου κι ήβγαλα αυτό το τερτίπι.

-Ε, καλά μου το μηνύσανε εμένα πως του Βαβαλέ το εμπόριο έχει, λέει, μεγάλη πέραση στη φτήνια. Αν ήσουνε και κουνουπισμένος, λένε πως τως τα ’διδες ολότελα τζάμπα. Από ’κεια να λείπεις, μπλιο, και δεν είναι, παιδί μου, εσένα δουλειά σου. Για έμπορας ελόγου σου δεν κάνεις. Γιατί, ως το λέει και η παραμιά, «όσοι χαρκομουζώνονται θαρρείς χαρκιάδες είναι; Κι όσες χτυπούν το πέταλο, ανυφαντούδες είναι;» Δεν είναι όλοι…

Από κει και πέρα, όποιος έκανε εμπόριο και δεν πετύχαινε, λέγανε στην περιοχή ότι ήκανε του Βαβαλέ το εμπόριο.

Από τη συλλογή «Κρητικά νάκλια»

Άννα Τακάκη


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.
Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.
Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.  

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:360