Τα νάζια… | του Αντώνη Κουκλινού
Με ξεχαμπετωμένα τα ποκάμισσα, κακοζωζμένος με το σκαπέτι στον ώμο, εγιάγερνε στο χωργιό ο Νικολής.
Αυλάκιαζε ένα ψιχάλι ποταμίδα, να φυτέψει πατάτες και τα κηπικά ντου.
Ολοκάψωτος…, η μυρωδιά του ίδρου εξύνιζε απάνω ντου, απ’ αλάργο.
Σαν εμπήκενε στο σπίτι, παρετά το σκαπέτι στο γύρο και βγάνει το ποκάμισσο.
Αγλακά στη γούρνα κι ανοίγει τη βρύση να μολάρει το νερό, να δροσερέψει τσoι μπέτες του. Κάνει και μνια σαπουνάδα στη γ-κεφαλή να φύγει η κάψα και να ξεμυρίσει η ιδρωτίλα. Έβγαλε και τσ’ αρβύλες για να μπει μέσα στο σπίτι, γιατί τον ανημένει το στεροβίζι.
Σάμε να φτάξει στην αυλή τον-ε ψυχανεμίστηκε το γλάνι και εντάκαρε να γκρινιάζει να κάνει πεζούλια τση μάνας του, γιάντα αργεί να ’ρθει μέσα.
Ετσά το ’χει μαθημένο κάθα που θα γιαγύρει απ’ όξω, να το παίρνει αγκαλιά στα γόνατα ντου να του τραγουδεί να χορεύγει.
-Έλα μέσα να το πάρεις Νικόλα!!! εξετζέλωσε και θα κόψει το αίμα ντου, δεν το γρικάς;
-Στάσου μνια στιμής μπρε γυναίκα να πλυθώ και ν’ αλλάξω τα ρούχα μου, πώς θα πχιάσω μπρε το κοπέλι ετσά που εγιάγυρα απ’ όξω, α δε ξεμαγαρίσω μνια ολιά.
-Ξεσουβγιάσου για δεν την-ε κάνω καλά, δεν’ αρνεύγει εδά που μυρίστηκενε πως ήρθες.
Κοντεύγει να χρονιάσει και είναι η χαρά του σπιθιού.
Σάμε να τον-ε ιδεί, σηκώνει τα χεράκια ντου και τον-ε καλεί να το πάρει.
Χώνεται στην αγκαλιά ντου μέσα και σφίγγει τα χεράκια ντου γύρω απ’ το λαιμό ντου.
-Έλα μωρή να σε πάρω…, του κάνει η μάνα ντου για να το πειράξει…
Κιαααα σα δε (μ)πάει…, χώνει το κεφαλάκι ντου στσοι μπέτες του κι όπως τον-ε σφίγγει πλια δυνατά, τσινά τα ποδαράκια ντου να καταλάβει πως δε θέλει να το πάρει κιανείς απ’ τα χέργια ντου.
-Κάτσε άντρα μου να σου κάμω καφέ και να σου βάλω ύστερα μνια ρακή να ξεκουραστείς.
-Ήντα θυγατέρα μου ’καμες μπρε γυναίκα και με κουζουλαίνει… μα ξάνοιξε έπαέ χορούς και μερακλίκια!!!
-Έτσα που σε γροικώ άντρα μου να μου κάνεις ετόσα να παινάδια, κοντέβγεις απού τη χαρά σου να κατουρηθείς απάνω σου…
Τροζαμένος είναι αλήθεια…, μα ετσά απού του τα κάνει πώς να μην είναι;
Του πχιάνει τα μουστάκια, του σέρνει τα μαλλιά, του κάνει γκριμάτσες και χώνεται στην αγκαλιά ντου, λες κι έχει να τον-ε ιδεί μνιαν εβδομάδα.
Κάθε απού σιμώνει η μάνα ντου στο τραπέζι να φέρει το γ-καφέ γη τη ρακή, θαρρεί πως θα το πάρει και ντακέρνει τη γκρίνια και σφίγγεται απάνω ντου πλια πολύ.
-Κάτσε μωρή μα δε σε παίρνω…, ολημέρα σε σηκώνω και με κούρασες…
Όπχοιος ανεθρέφει κοπέλια, κούραση δεν του σιμώνει…, σάμε να κάτσει να ξεκουραστεί και ντακάρει τα νάζια και τα παιχνίδια τον-ε κάνει και τα ξεχνά ούλα…
Πίνει μνια ρακή και με τα πάσα του κοπελιού ποξεχνά εντελώς, πως έσκαφτε ούλη μέρα…
Ήντα ναι τα πλούτη και τα παλάθια για τον άθρωπο…
Ήντα αξία έχουνε μπροστά σε τούτεσές τσοι χαρές.
Όσα και να ’χεις…, όσο και να καλοπερνάς, σαν ετούτη να τη χαρά δεν υπάρχει…
Πόσοι τη ζούνε σήμερο, πόσοι τη νιώθουνε;
Μετρημένοι στα δάχτυλα…, παντρεύγουνται και χωρίζουνε μέσα σε λίγο διάστημα.
Θες ο εγωισμός, θες η ασυμφωνία χαραχτήρα, θες η κρίση, εκειά που φτάξαμε σήμερο η ζωή μας έχει πάρει λάθος δρόμο…
Κρίμα που η γέννηση ενός παιδιού, είναι όνειρο ανεκπλήρωτο, για πολλούς.
Κρίμα που ο ερχομός ενός παιδιού στη ζωή μας, καντίζει να ’ναι μνια ασύμφορη «επένδυση»…
Κρίμα που ο άθρωπος κάνει τα πάντα, για να εξαφανίσει την αθρωπχιά από προσώπου γης.
Ο τόπος μαραζώνει ωσά ντο ποξεραμένο απότιστο δεντρί…
Στα χρόνια μου ελέγαμε… Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια.
Δε κάνω το θρησκόληπτο, ούτε και το πατριδοκάπηλο, αλλά αυτές οι τρεις λέξεις, ήτονε η αλυσίδα που εβάστα τα λουργιά, να σαλεύγομε ντρέτα.
Οικογένεια δεν είναι οι «καρικατούρες» που προσπαθούνε να περάσουνε· είναι γελοιοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σήμερο εκαταντήσαμε να φοβούμαστε να κάμωμε το Σταυρό μας, μη τυχόν και παρεξηγηθεί ο διπλανός μας, γιατί εγενήκαμε μιγαδεροί κι ανεκατώσανε τα μιλέθια ανεξέλεγκτα, εκείνοι που χειραγωγούν την ελευθερία της έκφρασής μας.
Άν-ε μιλήσεις για πατρίδα, για σημαία, θα σε πούνε Χρυσαυγίτη κι αν-ε τολμήσεις να κάμεις οικογένεια, το κατεστημένο, σου πριονίζει τα όνειρα να μη (μ)ποσώσεις.
Εκόψαμε και τη καλημέρα ο γης τ’ αλλού στο δρόμο, γιατί με ένα κινητό και τα ακουστικά στ’ αφτιά, ζούμε στο κόσμο που χτίζουνε σιγά σιγά, οι χεϊτάνηδες τση παγκοσμιοποίησης.
Να χέσω ετσά εξέλιξη…!
Αντώνης Κουκλινός
Αντώνης Κουκλινός