Οι γλωσσοκοπάνες | του Αντώνη Κουκλινού
Γρικώ τα κοπέλια και γλακούνε πάνω κάτω.
Εμαζωχτήκανε πάλι ένα σωρό, κοντώ και δεν έχει τόπο αλλού να πάνε τα σκασμένα.
Εβρήκαμέ ντο δα, να τα παρετούνε οι μανάδες τως ρέμπελα, να γυρίζουνε τσoι δρόμους κι εκείνες να χαχανίζουνε με τα σουρικά του χωργιού.
Η Ζαχαρένια πρώτη και καλύτερη.
Χασκογελά, ανεσηκώνει τη μ-ποδιά και χώνει τη μπούκα τζη, να μη φανούνε τα αδόδια που τση πέσανε.
Εδά θα ξεστημωνήσει και η Χαρίκλειαινα για να συμπληρωθεί το καρέ.
Η κρεβατίνα με τόσο-να παχύ ασκιανό είναι το στέκι, σχεδόν κάθε μέρα, για τσoι λεγάμενες. Άμα σε πχιάσουνε στη γλώσσα ντως, εχάθηκες.
Ω! Τσoι κακομοίρηδες απού τσoι παλεύγουνε.
Πόσα λένε οι μπούκες τως, είναι άλλο πράμα.
Προξενεύγουνε το Ζαχαργιώ, με τη μια και με την άλλη, χωρίς να το κατέχει ο άθρωπος, εβγάλανε τη λύτη ντου.
Τσουτσουρίζουνέ ντο και στα καφενεία και δεν έχει την εξάντου σα κατεβεί να πχει καφέ, να τον-ε στραβοξανοίγουνε από γύρου, γύρου.
Οψάργας, λέει, εγρικούντονε καντάδα, οθέ τη πέρα ρούγα ελυροπαίζανε ’σαμε τα ξημερώματα και εβγιαστήκανε ούλες να ανεμαζωχτούνε για να ξεκαρπουλίσει η μια τη-ν άλλη, να μάθει τα μαντάτα.
-Μωρή Πελαγιώ, εσένα θα γροικούντονε, από τη ταράτσα του σπιθιού σου.
Σίγουρα ’θελα στεκούλιζες, στσοι δεμαθιές από πίσω, και θα γατέχεις και πόσοι ήσανε.
-Ήντα λες μωρή Ζαχαρένια, που ’θελα σκαρφαλώνω τσοι ταράτσες να ξανοίγω, ήντα ’θελα ιδώ κοντώ, με τη λάμπα θεοσκότεινα.
-Εγρίκουνε τσοι κοντυλιές, μα φωνές δεν-ε γνώρισα, ντα ήφηκε-με ο γάιδαρος απούχωμε στ’ αχύρι, ανάθεμά τον-ε για μερακλής, μη ’κούσει κοντυλιά…. γκανίζει ωσάν τ’ αφεντικό ντου.
-Ντα εγώ του το ’χω ’πωμένο, οι φωνές σας ταιριάζουνε, να βγάλετε και πλάκα να την-ε παίζεις στο γραμμόφωνο.
Τα χάχανα γρικούνται δυνατά, και τα κοπέλια εσκαλώσανε το ματζιπέτι, να ιδούνε ήντα εγίνηκε.
-Πχια κοντώ ξεσηκώνει τσοι κανταδόρους; λέει η Χαρίκλειαινα. Είναι μπελί. Ετόσες σας βράκες να κρέμουνται στα μανταλάκια, μέρες εδά αμάζωχτες. Κι ο μούσκαρος απού την-ε ταΐζει να κοιμάται με τσι όρνιθες, να μου το θυμηθείτε, αυτή πράμα τον-ε ποτίζει.
Έκοβγε η μνια και έραφτε η άλλη και συμπλήρωνε και η τρίτη η καλύτερη.
-Από έτσα νοικοκεράτα, ήντα κοντώ και θεέ μου περιμένεις;
Να και το όνομα του θεού μες στη γ-κουβέντα οι αθεόφοβες!
-Και η σκρόφα η μάνα τζη, κοντώ δε γρικά, δε θωρεί; Αν-ε πεις και για τον αφέντη τζη, ένοιασέ σε.
Τα καλλιμέντα του γαμπρού και χειρότερα.
-Μωρή Πελαγιά, δε σε καλοθωρώ εκειά στη γειτονιά, συμπληρώνει η Χαρίκλειαινα. Έτσε και γκανίζει ο γάιδαρος, να ξανοίγεις, ο άντρας σου ώθε που βόσκει. Ικανό τον έχω να μετρά τσοι βράκες τση λεγάμενης. Επέσαν τα γυαλιά τση Πελαγιάς χάμε, απού το ζόρε τζη να αρπάξει απού τα μαλλιά τη Χαρίκλειαινα.
Εμοντάρανε οι αποδέλοιπες να τσοι χωρίσουνε, σαν εμαλλιοτραβγιούντονε, εθώργιες τσοι μαντήλες και τσοι ποδιές, ρούνια καωμένες.
Ακόμη και το κουλούκι, χεσμένο από το φόβο ντου, ετρύπωξενε μέσα στο πιθάρι.
Κρίμας το παχύ ασκιανό τση κρεβατίνας. Καιρό θα κάμει να ξαναποσκιάσει τσοι γλωσσοκοπάνες.
Τα κοπέλια τσοι κάνε σεΐρι και από πέρα, πέρα και χασκογελούσανε.
Σαν εδιάλυσενε το συναλίκι, ήπχιασε απού τη χέρα κάθε μνια το δικό τζη και ένα ψιλό χαστουκάκι έπεφτε στο μάγουλο.
-Δε σου το ’χω ’πωμένο να μη γυρίζεις στσοι δρόμους, να κάθεσαι να διαβάζεις, ε; Εδά που θα ρθει ο αφέντης σου θα του τα πω και θα σε κοπανήσει έννοια σου.
Έτσα ’ναι αυτά.
Όπχιος και να φταίει, ο μικιός θα τη πλερώσει…!
Κουκλινός Αντώνης
Αντώνης Κουκλινός