Θυμούμαι… | του Αντώνη Κουκλινού
Αξημέρωτα χτυπά το κουδούνι στο σπίτι μου…
Δεν είχαμε ξυπνήσει ακόμη, ούτε τα κοπέλια μου, για να πάνε στο σκολιό.
Εσηκώθηκα γερά, γερά και κατεβαίνω τη σκάλα, για να ιδώ πχιός με γυρεύγει τέθια ώρα.
Ανοίγω τη πόρτα και θωρώ μνια μαυροντυμένη γυναίκα και πέρα, πέρα δυο άντρες κι αυτοί μαυροντυμένοι.
Σαστισμένος ρωτώ ίντα με θένε…
Με τα μάθια πρισμένα από τα δάκρυα, η γυναίκα μου κάνει.
-Κύριε Κουκλινέ μπορείτε να ανοίξετε το μαγαζί;
Να πω εδώ, πως εκείνη τη περίοδο, είχα ένα μαγαζί με νυφικά.
-Να ανοίξω της λέω, μισό λεφτό να πάρω τα κλειδιά.
Άνοιξα το μαγαζί και ήρθανε και οι τρεις αθρώποι μέσα.
Άναψα τα φώτα γιατί ήτονε σκοτίδι ακόμη και ρωτώ ήντα θένε.
Η γυναίκα βγάνει ένα αναστεναγμό, που ακόμη και σήμερο όντε θα τον-ε σκεφτώ, ψυχοπλακώνομαι.
-Ένα νυφικό θέμενε (μου κάνει).
Σαστισμένος δεν έχω καταλάβει και ρωτώ πως πρέπει να το προβάρει η νύφη πρώτα και να ρθει να το διαλέξει αυτή.
Ετότε σας, πήρε το λόγο ένας από τους άντρες.
-Το νυφικό θα το ’γοράσομε για να ντύσομε την ανιψιά μας στο φέρετρο.
Επάγωσε το αίμα μου…
Εχιαρχίντησα και δεν εκάτεχα ήντα να κάμω…
Οι αθρώποι το καταλάβανε και μου εξηγήσανε…
-17 χρονώ ήτονε το ορφανό και έφυγε από ανακοπή, τη νύχτα.
-Ένα το χε η κακομοίρα η μάνα ντου και επήρε ντο ο Θεός κοντά ντου.
Απάνω στη κουβέντα, εξάνοιγε η γυναίκα στη βιτρίνα και σέρνει μούγκρος.
Δε ντη κάνε οι άντρες καλά και γλακώ να φέρω ένα μπουκάλι νερό και τση βάλανε στη κεφαλή να τη συνηφέρουνε.
Εξαναπχιάσαμε τη κουβέντα…
-Κουκλινέ, βάλε τη χέρα στη καρδιά και βρε μας πράμα φτηνό, να φύγομε για τη χώρα για να τη ντύσουνε στη κάσα, να τη πάμε στο χωργιό.
Ερώτηξα πως ήτονε το κακορίζικο, (αδύνατη η παχουλή) για να βρω νυφικό κατάλληλο.
-Βρς μας πράμα φτηνό και μη ξανοίγεις άλλο πράμα, το κοπέλι δεν είχε μόνο τη μάνα ντου, την αμπλά μας στο κόσμο και εμείς το κάνομε με τη δική μας πρωτοβουλία, να τση το πάμε νύφη στο χωργιό και θα μασε σάσεις και μνια διακοσαρά μπουμπουνιέρες.
Έμπαινα κι έβγαινα στο σπίτι να ξυπνήσει η κερά μου να κατεβεί κάτω.
Ήρθενε και τση λέω να βρει ένα νυφικό γερά, γερά γιατί βγιάζουνται, να φύγουνε για τη χώρα.
Έβαλε ένα νυφικό σε μια τσάντα και το δίδει στους αθρώπους.
-Τσι μπουμπουνιέρες να σάσεις εδά, να πέψω το γιό μου να ρθει να τσι πάρει πλια ύστερα, γιατί θα ’χω άλλα στη κεφαλή μου.
Η γυναίκα έστεκε όξω και μπαίνει μέσα.
-Πε μου Κουκλινέ πόσο κάνει, να ιδώ άνε βαστούμε τα λεφτά, αλλιώς θα στα φέρω αύριο.
-Δε θέλω λεφτά να μου φέρεις, ο Θεός να σας-ε δώσει κουράγιο, να την αποχαιρετίξετε.
Ήρθενε και μ’ αγκαλιάζει σφιχτά.
-Ετονά που κάνεις δε θα στο ξεχάσω ποτές μου, θα το πω τσ’ αμπλάς μου να το κατέχει και θα να ’ρθει να σ’ ευχαριστήσει.
Όντως δε πέρασε η εβδομάδα και ήρθενε η χαροκαμένη μάνα, για να μ’ ευχαριστήσει.
Πρισμένα τα μάθια τζη από το πόνο, στο παγωμένο βλέμμα τζη αντίκριζα τη χειρότερη πλευρά τση ζωής, ενός αθρώπου.
Εγώ δεν ήθελα ευχαριστώ, αυτό που θα ’θελα εκεινά την ώρα ήτονε να μπόρουνε να πάρω το «βάρος» του πόνου από τη ψυχή τζη, μα πως;
Περάσανε χρόνια από τότες…
Σήμερο μπήκε στο μαγαζί μια γυναίκα μαυροντυμένη, να βγάλει φωτογραφίες.
Με ξανοίγει αμίλητη καλά, καλά…
-Ήντα κάνετε κύριε Αντώνη…
-Καλά είμαστε εσείς;
-Ας τα λέμε καλά κι ας μην είναι…
Την ώρα που πήρε τσι φωτογραφίες στα χέργια τζη, με ξανοίγει στα μάθια μέσα…
-Δε με γνώρισες ακόμη;
Επήρε ο νους μου χίλιες στροφές και θυμήθηκα πχια είναι.
Την αγκάλιασα να καταλάβει πως θυμήθηκα.
-Πώς είσαι; (τση κάνω).
-Ο Θεός κατέχει… (τη πήρε το παράπονο).
-Δε ξεχνώ ήντά ’καμες, για το κοπέλι μου και κατέχω πως το χεις καωμένο κι αλλού, γιατί μου το ’πανε.
-Δεν έκαμα πράμα και μην το λες καθόλου, μόνο εδά θα σου παραγγείλω ένα καφέ να κάτσεις να σε ιδώ.
Έκατσε στη καρέκλα για λίγη ώρα…
-Ώφου ήντα καημός είναι ετούτο σας Κουκλινέ μου…
-Καταλαβαίνω, απόλυτα σε νοιώθω…
Είπαμε πολλά και σαν εσηκώθηκε να φύγει, μου κάνει.
-Δεν το κάτεχα πως ’θελα παντήξομε, να σου βαστώ μνια παραγγελιά, μα θα στη πέψω ογλήγορα με τον αδερφό μου απού κατεβαίνει τα ίσα κάτω ταχτικά.
Έβαλε το μαύρο μαντήλι στη κεφαλή και ’ποχαιρετιχτήκαμε.
Έκαμέ με κι εθυμήθηκα τη μάνα μου, όντε ν-ε χάσαμε το Γιώργη μας, αυτό το πονεμένο βλέμμα που δεν το ξεχνώ για δε ξαναχρωμάτισε το πρόσωπό τζη, το χρώμα τση χαράς και μ’ αυτό το καημό έφυγε.
Δεν είχα σκοπό να γράψω για αυτή την ιστορία…
Η συγκίνησή μου όμως που συνάντησα αυτή τη πονεμένη μάνα ξανά, μ’ έκαμε να πχιάσω το μολύβι και να γράψω δυο λόγια.
Που ξέρεις…, μπορεί να τα ’χανε ανάγκη οι ψυχές τως.
Ο Θεός να τως-ε συγχωρέσει εκειά ’πούνε…
Αντώνης Κουκλινός
Αντώνης Κουκλινός