Οι καλημέρες τση καρδιάς | του Αντώνη Κουκλινού
Εποκατάστεσε τα ζούμπερα, ήκαμε τη λάτρα του σπιθιού τζη, ελαντούρισε την αυλή, επότισε τσι βγιόλες κι εδά ήρθενε η γ’ ώρα του πλεχτού.
Λεβεντογυναίκα στα νιάτα τζη, μα κι ακόμη κι ας κοντοσιμώνει τα εβδομήντα πέντε.
Νοικοκερά απού δε μπαν’ άλλα, χρυσοχέρα και γλυκομίλητη γυναίκα.
Δεν αφέγγει καλά και καθεκλώνει μπροστά στο παραθύρι.
Με το μαύρο τζεμπέρι στη γ-κεφαλή και τα γυαλιά χαμηλωμένα στη μύτη, βαστά το βελόνι και ξομπλιάζει πητήδια τη γ-κλωστή με τα δαχτύλια τζη.
Μνια φιγούρα μπροστά στο φως, που μνοιάζει με ζωγραφχιά σε ασπρόμαυρο καμβά.
Γυρίζει τη γ-κεφαλή τζη και ξανοίγει πότες, πότες, αν επεράσει κιαμνιά σοκαιρίτισσα, να τση πχιάσει τη γ-κουβέντα.
Λες κι ανημένει μουσαφίρη.
Δε τζη βολεύγει να ιδεί καλά πχιος περνά, γιατί εφουντώσανε τα ξινόδεντρα και φράξανε τη βγόρα του δρόμου και στο πλέχτη οι κολοκυθόβγιολες εθεργιέψανε και γενίκανε ολόκληρος μπαξές.
Απάνω στην ώρα να σου και περνά με το καλάθι γεμάτο κηπικά, η Λευτερία και την εγνώρισε απού το ζάλο.
-Καλημέρα μωρή Λευτεργιά! Γροικώσε απού περνάς… Έλα μωρή να σε ιδώ μνια ολιά, να μου πεις τα νέα του χωργιού!
-Βγιάζομαι μωρή γιατί χω αμαγέρευτα…!
-Έλα να σε ιδώ και σώπενε, μα έχεις ώρα να ποσαστείς.
Πάει ν’ αφήσει το καλάθι στο σκαλούνι απόξω και τση φωνιάζει…
-Μη ντο φήσεις όξω για θα πάνε οι γ’ όρθες και θα στο τζιμπολοϊσουνε. Φέρτο εκειέ στο τραπεζάκι και θα σου σάσω ένα γ-καφέ να ξεκουραστείς.
-Παναγία μου μωρή Καλλιόπη να κάτσω δυο λεφτά, γιατί επχιαστήκανε τα λαγγόνια μου, να σηκώνω το καλάθι. Άχι… εσηκώθηκα αξημέρωτα και ήβρηκα δυο τρεις αθούς, ήκοψα και κολοκυθάκια, ήβγαλα και δυο τρεις πατάτες με το σκαλιδάκι να περάσομε ετεσές τσι μέρες κι αυτές είναι οι παντέρμες χιλιόβαρες και με ξενεφρίσανε.
-Κάτσε μωρή να πχεις το γ-καφέ και να μου τα πεις.
-Ίντα να σου πω μωρή Καλλιόπη, ντα θαρρείς πως πορίζω;
-Πού κοντό θα πάω;
-Ντα και του λόγου μου έχω να πορίσω σκιάς μνιαν εβδομάδα απού το σπίτι.
-Ίντα θωρώ και πλέκεις; Όφου μωρή όμορφο πλεχτό!!!
-Εξεπατίκωσά το από μνια γειτόνισσα απού τση το δώκανε κι αφτινής…, αρέσει σου μωρή;
-Αρέσει μου λέει; Εσύ ’σαι χρυσοχέρα, λόγω τιμής, ότι πχιάσεις το καταφέρνεις, γιατί σου κόβγει.
-Ίντα το θες πως νογώ…, δεν αφέγγω μπλιο και δε μ-πάνε και τα δαχτύλια μου, μα το κάνω για την εγγόνα μου, το ευκισμένο μου, απού το παντρεύγουνε σε μνια ολιά γ-καιρό και του το σάχνω προυκί.
-Ετσάνε πούρι…, ούλα για τα κοπέλια μας Καλλιόπη…
-Όφου και ποξεχάστηκα μωρή και θέλω να κάμω τσ’ αθούς ντολουμάδες και θα κλείσουνε, μόνο πάω γερά – γερά, να ποσαστώ και του λόγου μου.
Εσηκώθηκε να φύγει και πχιάνει απού το καλάθι δυο τρία κολοκύθια και ένα μπγιάσμα πατάτες και τσι φήνει απάνω στο τραπέζι.
-Μωρησή Καλλιόπη έπαέ σου ’φήνω ετανέ, να τα μαγερέψεις, λίγο μ-πράμα και πολύ αγάπη.
-Να πας στο καλό κι ο Θεός να στα πληθιαίνει!
Απάνω που θά ’φευγε, κουτελώνει με τη Μαριάνθη, απού ’φερνε σκουτελικό τση Καλλιόπης.
-Φεύγεις μωρή Λευτερία, εδά πού ’ρχομαι;
-Πάω μωρή Μαριάνθη, βγιάζομαι για θα κλείσουν’ οι αθοί και θέλω να σάσω ντολουμάδες.
-Κάτσε μνια ολιά να σε ιδώ και ένοιασέ σε μωρή, μα πρωί ναι ακόμη.
-Όφου ίντα μου κάνεις εδά, να κάτσω θέλει μα όι πολιώρα.
Εσήκωσενε το πετσετάκι απού’ χει σκεπασμένο το πχιάτο και στη κάνει.
-Έλα να σε ποχερίσω ένα κουλουράκι, εδά τά ’σασα και φέρνω τση Καλλιόπης να βάλει στο γ-καφέ.
-Νάσαι καλά μωρή φιλενάδα, μνια ονοστιμνιά είναι, καλοφάγωτα.
-Κάτσετε, κάτσετε να τα πούμενε, μα οι δουλειές δε μ-ποκάνουνε ποτές τως, φιλενάδες…
Αγνές ψυχές, που μοιράζουνται αγάπη και μ’ ένα κουλουράκι στο γ-καφέ, πλουτίζει το καλημέρισμα.
Το χωργιό δε σ’ αφήνει ν’ αποξενωθείς.
Γνωρίζει ο γης τ’ αλλού, ακόμη και το ζάλο στη στράτα.
Ανημένει τη καλημέρα ντου, ωσάν το μουσαφίρη.
Και με τέθοιο καλημέρισμα, πώς να μη πάει καλά η μέρα σου;
Αντώνης Κουκλινός
Αντώνης Κουκλινός