Χρόνος ανάγνωσης περίπου:19 λεπτά

Ο σερσέμης | του Αντώνη Κουκλινού


Είχενε πολύ μνυαλό από τα γενοφάσκια ντου κι εξετέλεψε μεγαλέμπορας…
Ήβρηκε μνια ολιά, περιουσία και την αβγάτισε σαν τη κλωσσού, σκιας δέκα φορές.
Μεταπράτης, ότι καρπό εβγάνανε γύρου – γύρου, αυτός τον-ε γόραζε, μέχρι και τ’ άχερα ανεμάζωνε.
Λάδια, ξύδια, σταφύλια, δεν ήφηνε πράμα και τσι τρυγιές εμάζωνε και τσι ’κανε σαπούνι και το πούλιενε.
Άμα ’θελα κάτσεις να του πχιάσεις τη κουβέντα, σε πούλιε και σε γόραζε, σ’ ένα λεφτό.
Ούλα τα ζίαζε με τ’ αμάτι, δε ν-ήθελε καμπανό και στα παζάργια ήτονε σαφή κερδισμένος.
Κοψοχρονιά που λένε, πόσα το πουλείς, μα… πόσα θα σου δώσω… εκειά τονε το κόλπο, απού έβγανε τη (ν)τάπα τα χιλιάρικα και σ’ έπχιανε ζαλάδα!
Ούλες του οι εξυπνάδες στο εμπόριο, ήτονε γνωστές στα γυρωχώργια, μα το ν-είχανε ανάγκη.
Όπχιος ήθελε βοήθεια τη ν-είχενε βέβαια, με την υπόσχεση πως ότι μαξούλι θελα βγάλει, θα του το πουλήσει.
Οντε ν’ έμπαινε στη τράπεζα, τού ’διδε τη καρέκλα ντου ο διευθυντής να κάτσει!
Επαντρεύτηκενε στα σαράντα και ήκαμε ένα γυιο, ούλο κι ούλο.
Άλλοι απού δεν έχουνε πως θα βγάλουνε τη κάθα μνιαν ημέρα, κάνουνε οχτώ και δέκα κοπέλια, ετούτοσές δε θέλει άλλο, φτάνει, να τα βρει ούλα έτοιμα και να περάσει ζωή χαρισάμενη, ο κανακάρης.
Εστρούφιζε η γυναίκα ντου, μα δε τζη πχιανε λόγο.
-Με ένα κοπέλι θα πομείνομε Αθανάση;
-Δε θέλω άλλο κοπέλι, ένα φτάνει και είναι κι ασερνικό, να βγάλω τον αφέντη μου!
-Ένα θηλυκό δε θέμενε στα γεραθιά μας, να μα σε βρεθεί;
-Και πού κατέχεις πως θα νάνε θηλυκό, παραγγελιά θα το κάμεις;
Ετσά λοιπόν δεν ετόλμησε να του ξαναμιλήσει για κοπέλι, άλλη βολά.
Μη στάξει και μη βρέξει ο κανακάρης του.
Ούλα τάχει και ότι προστάξει γίνεται, μόνο απού ’ναι απαίδευτος.
Το αντίθετο του κύρη ντου.
Σερσέμης, άδουλος, ανερούβαλος και σκορπαλευράς, με τα λεφτά τ’ αφέντη ντου.
Ήφταξενε δέκα εννιά χρονώ ντελικανής, ώρα να πάει στο στρατό…
Ο γέρος εξηντάρης μπλιο και η κερά ντου περνά τα σαράντα οχτώ, όπου νάναι πενηνταρίζει.
Και στη φεύγα του γιου για το στρατό, νάσου και σκα το θέλημα τση κεράς του.
Εντάκαρε να φουσκώνει η κοιλιά τζη και σκέφτεται πως θα του το πει, απού το ν-ετρέμει η κακομίτσα.
Η δουλεία ήφταξε στ’ αυγό και πρέπει να πάρει την απόφαση να του το πει, για δε μπορεί μπλιο να χώνεται.
Ένα βράδυ απού τονε θωρεί στσι καλές του και είχενε πχιωμένες ένα δυο, το ξεφούρνισε.
-Έχεις παρατηρήσει Αθανάση πράμα;
-Σα-ν’ ήντα να παρατηρήσω δηλαδή;
-Πως φουσκώνει η κοιλιά μου τελευταία…
Σάμε να το κούσει, θέτει έ (μ)πήδο και πεθιέται ολόρθος.
-Και ήντα θες να μου πεις με τονά;…
-Αυτό είναι θέλημα του Θεού, δε ν-είναι στη χέρα μας να τ’ αρνηθούμενε.
-Ίντα λες εκειά; Δε ν-είναι στη χέρα μας; Κιαμέ πχιανού είναι;
-Εμίλησα με τη μαμή και είμαι τεσσάρω μηνώ, το κοπέλι φτάνει εδά στα μισά, πέντε μήνες θέλει να πορίσει.
-Έκαμες μου εκειονά που ’θελες, με χιλέ (μπαγαμποθιά) με ξεγέλασες!!!
-Δε-ν ήκαμα πράμα αμοναχή μου, εκειά σουνε και του λόγου σου…
-Εδά στα γεραθιά μου, θα με βάλεις να σέρνω μικιό κοπέλι από τη μνια μπάντα κι από τη-ν άλλη, γυιο τση παντρειάς; Ο κόσμος θα με παίζει ετσά που τα κατάφερες!
-Αφού δεν-τ’ αποφάσιζες όντε-ν ήπρεπε, εδά θα το κάμεις μονό μουρμού… εγώ δε ντρέπομαι για πράμα εσύ ξά σου…
Όπως τον-ε θωρεί να το μεστώνει, σκέφτεται πως δε-ν ήπρεπε να τον-ε φοβάται, γιατί ετηνέ η δουλειά δεν είναι λάδια και καρπός, να ’χει τ’ απάνω χέρι στα παζάργια.
Ήφηγε ένα βάρος από μέσα τζη και τη ταχινή έχει σκοπό, να το πει τση γειτόνισσας, απού θα βγάλει ντουντούκα να μαθευτεί στο χωργιό.
Σαν εξημέρωσε, την-ε θωρεί να ξετινάσει τσι πατανίες στην αυλή και την-ε καλημερίζει.
-Καλημέρα γειτόνισσα…, πρωί, πρωί, εντάκαρες τη λάτρα.
-Καλημέρα γειτόνισσα…, είδες επαέ δουλειές; Μούδε καφέ δεν έχω πχιωμένο.
-Εδά θα σάσω τον εδικό μου, να σου σάσω κι εσένα να τον-ε πχιούμενε παρέα;
-Ναι μωρή σάσε τονε κι έρχομαι!
Όση ώρα τη-ν ανημένει, ήβαλε ένα πλια στενό φουστάνι, για να φαίνεται η κοιλιά τζη απ’ αλάργω…
Με το που ήφταξε και την-ε θωρεί, ντελόγο την-ε ρωτά.
-Μωρησή!!! ήντα θωρώ παέ…, η κοιλιά σου φουσκώνει…, κοντώ και Θέ-μου βαρεμένη σ’ ήφηκε; Πώς μωρή τον-ε κατάφερες; Δεν-το πιστεύγω!!!
-Άφησέ με… και ήμουνε σκασμένη για δεν-το κάτεχε…
-Οψάργας του το ξεφούρνισα και τροζάθηκενε η αλήθεια είναι, μα εφούσκωνε η κοιλιά μου κάθα μέρα και δε με χωρούσανε τα φουστάνια μου μπλιο! Και λέω να με ιδεί θέλει και θα τού’ρθει κόλπος! Σαν-τό ’κουσε, ήπαιξε πήδο κι ήφταξε στα μεσοδόκια, μα δεν του πέρασε! θα το χωνέψει εδά θέλει δε θέλει…
-Ώφου μωρή σα δε σού ’παιξε κιαμνιά ν’ απολιταρέ, να χάσεις το κοπέλι!
-Ναι σαν τον-ε πχιάνει…, τεσσάρω μηνώ είμαι εδά και θα το πάρει απόφαση, θέλει δε θέλει.
-Εδά απού θα το μάθουνε οι χωργιανοί και θα του κάνουνε τα συχαρίκια, να ’χεις το νου σου οντό θα ν’ είναι στο σπίτι…, εγώ τον έχω ικανό να σου παίξει κιαμνιά…
-Μπά, εδά απού του τόπα δε με γνοιάζει, μα θα ’χω τα μέντες μου.
Δε ν’ εμεσημέργιασε καλά – καλά και το ’μαθε ούλο το χωργιό, γιατί έπχιασε η γειτόνισσα, τα σπίθια πόρτα – πόρτα.
Στο ντουκιάνι δεν εμπόργιενε να το κάμει αλλιώς κι εφώνιαζε του καφετζή, να κερνά τσ’ αθρώπους.
Οι χωργιανοί τον-ε κατέχουνε και δεν-του κάνουνε καλαμπούρι, για δε σηκώνει το ρύζι ντου νερό.
-Εδά στα υστερνά, θα κάμεις το ψιμάκι, αν’ είναι και θηλυκό, θα ιδείς απ’ όνομίς του καλό στα γεραθιά, με το καλό και μ’ ένα (μ)πόνο.
Εντάκαρε να το «μεστώνει» μέρα με τη μέρα και να τ’ αρέσει κιόλας, αφού δε ν’ είχενε και πολύ όρεξη να γυρίζει τα χωργιά, να γυρεύγει λάδια και καρπό.
Έκατσε κι έγραψε γράμμα του κανακάρη ντου στο στρατό και του τα ’καμε χαρτί και καλαμάρι ούλα.
Από κεια που ετσίνα σα ντη ν’ αελία και δε-ν’ ήθελε να κάμουνε άλλο κοπέλι, εδά χαϊδεύγει και τη κοιλιά τση γυναίκας του.
-Γυναίκα αύριο θα πάμενε να γοράσεις ένα – δυο φουστάνια, για δε σε βάνουνε μπλιο και σφίγγουνε τη κοιλιά σου.
Ο καιρός περνά μάνι – μάνι και ήρθενε η γ-ώρα τση μαμής να την-ε ξεγεννήσει και σαν ήκουσε πως ήκαμε τη τσούπρα, ήφεξε το σπίτι χαρές.
-Να ζήσει και καλότυχη να ’ναι η θυγατέρα σας!!! Καλά σαράντα στη λουχούνα!!!
-Η γυναίκα σου, θέλει εδά βοήθεια και να κάμεις κολάι να τση βρεις άθρωπο να την-ε ποσάζει, σάμε να σηκωθεί στα πόδια τζη, να μπορεί κάνει τσι δουλειές τση.
Εγελούσανε και τ’ αφθιά ντου!!!
-Όη μνια, μόνο δυο γυναίκες θα τση ’χω, να την-ε ποσάζουνε, σάμε να θέλει βοήθεια…
Απάνω στην ώρα, φτάνει και ο κανακάρης με άδεια, απού το στρατό.
-Έεεεε, πατέρα…, να μας-ε ζήσει το ψιμάκι, ήθελες δεν ήθελες, μας το ξεφούρνισες!
-Καλώς το φανταράκι μου, να μα σε ζήσει γιε μου, έμπα μέσα να σε ιδεί η μάνα σου, να νετσουλώσει ντελόγο, να πάρει τα πάνω τζη…
Ένα κοπέλι έρχεται στο κόσμο και ’ποβγάνει ούλα τα άσκημα και φέρνει χαρά και ευτυχία.
Άλλαξε τη ψυχολογία, έφυγε η γκρίνια και ομόρφυνε τη κάθα μέρα.
Σαν απολύθηκε ο σερσέμης, ο κανακάρης, εντακάρανε τα προβλήματα.
Δε θέλει παντριγιά, δε θέλει δουλειά, μόνο τ’ αρέσει να γυρίζει σαν-του παπά το σκύλο και άλλο πράμα δε κάνει, μόνο να ζητά λεφτά του αφέντη ντου, να τα σκορπά.
Εδά απού ’χει το θηλυκό, του κακοφαίνεται ζάβαλες, να θωρεί το μεγάλο, να τρώει από τα έτοιμα.
Σε κουβέντα με τη γυναίκα και το κανακάρη, τον-ε ’προβλημάτισε, απού δε χαμπαργιάζει πράμα.
Δε μπορεί να του πει κουβέντα, απίς εγιάγυρε από το στρατό, άλλος άθρωπος.
-Μπρε γιε μου, εμείς το καλό σου θέμενε, να βρεις μνια γυναίκα να παντρευτείς να κάμεις οικογένεια.
-Δε θέλω να μου κάνετε κουμάντο!!! Άντρας ποστρατεμένος είμαι και κάνω εκειονά που μ’ αρέσει.
-Ναι μα να κατέχεις πως η κάνουλα απού τρέχει το λάδι να το πουλώ, για να χεις να σκορπάς λεφτά, θα την-ε κλείσω και να κάμεις το κολάι σου…
-Ίντα λέει θα κάμεις;
-Εκειονά που γροικάς, δε φταις εσύ, εγώ φταίω, απού δεν έμαθες πως βγαίνει το ψωμί και ήντα κόπο θέλει.
-Μάλιστας…, εδά εκάμετε τη τσούπρα και είναι ούλα μέλι γάλα…, μνιας κοπανιάς θα μου πείτε και χτύπα όξω απού το σπίτι!!!
-Όι, δε θα φτάξομε εκειά, μα στη χέρα σου είναι να σάσουνε ούλα!
Δε φαίνεται να δρώνει τ’ αφτί ντου, σ’ ότι και να του λένε, αυτός το χαβά ντου, μέχρι που αναγκάστηκε να του κόψει τη «μάσα», λεφτά γιόκ και περιμένει να ιδεί ίντα αντίδραση θα ’χει.
Είδενε τα ζόργια ο κανακάρης πως δεν έχει φράγκο μπλιό κι εντάκαρε τσι μαλαγανιές, πως τάχα μου ήβαλε μνια κοπελιά στ’ αμάτι, μα θέλει να σιγουρευτεί πρώτα άνε ντον-ε θέλει…
Ψώματα μόνο και μόνο, να ξανανοίξει η κάνουλα απού τρέχει λεφτά.
Ο γέρος δεν εμάσησε και δε ξεματώνει δεκάρα τσακιστή.
-Πέμου πχια ελιμπίστηκες κι εγώ θα πάω να ρωτήξω να μάθω και θα στην-ε φέρω στα πόδια σου ντελόγο!
Δεν έπχιασε το κόλπο, με τη προξενιά…
Άλλαξε τροπάριο και του τρίβγεται πως θέλει, τάχα μου, να του κλουθά στη δουλειά.
-Άνε θες δουλειά στ’ αλήθεια πέμου κι εγώ θα κάμω άλλο κολάι…
-Σαν ήντα κολάι θα κάμεις, ναι θέλω να δουλέψω!
-Μνιαν αποθήκη θα βρούμε και θα σου κουβαλούνε από τα γυροχώργια, ότι πουλιέται… λάδια, καρπό, χαρούπχια, άχερα και ότι άλλο φανταστείς. Θέλει όμως καλό κουμάντο στα λεφτά απού θα βαστάς, γιατί δεν είναι ούλα δικά σου, είναι τον αθρώπω, απού εκάμανε το κόπο να βγάλουνε μαξούλι να στο φέρουνε. Το πρώτο καιρό θα ’ρχομαι, σάμε να μάθεις τα κόλπα τση δουλειάς, από κεια κι ύστερα ξα σου, άνε κάμεις καλό κουμάντο θα στεργιώσεις.
-Βάλε μπροστά τη δουλειά να μη ξαργούμενε…, αρέσει μου και θέλω…
Ήκαμε ότι έπρεπε και η πελατεία επλάκωσε κιόλας.
Τα λαδοπίθαρα μαζώνουνε το λάδι, τα βαρέλια το κρασί, τη ρακή και τα σακιά γεμίζουνε καρπό.
Εδά είναι και η εποχή των ελιώ και φαίνεται λαδοχρονιά καλή.
-Ότι πουλιέται κι ότι γοράζεται, θα το ’χεις διαθέσιμο και καθαρές δουλειές με τσ’ αθρώπους στα λεφτά γιατί μνια κακή να βγάλεις, θα σε πάρουνε χαμπάρι και δε θα ξαναιδείς πελάτη να σιμώσει.
Ο γιυος γροικά και δε μιλεί…
-Στη τράπεζα όντο θα μπαίνεις, να σε σέβουνται, για τσι καλούς λογαργιασμούς απού θα ν’ έχεις με τσι πελάτες σου.
Ήκατσε μνια ολιά καιρό να τον-ε συμβουλεύγει και σαν είδενε πως εξεπήρε τη δουλειά, τον ήφηκενε αφεντικό με μνιαν επιχείρηση στρωμένη.
Το πρώτο καιρό, καλά τα πάει, εγλυκάθηκενε στα λεφτά και ζυγώνει τη δουλειά, ωσάν τον αφέντη ντου μνια φορά στα νεϊκάτα ντου.
Εμεγαλώσανε οι δουλειές του κι ενεμάζωξε βοηθό, για δε τζι προλαβαίνει.
Ο αφέντης του ήτονε αιτία και πλάκωσε μπόλικη πελατεία.
Εφουσκώσανε οι τσέπες του, να κουταλομετρά λεφτά, δικά ντου και ξένα.
Λένε όμως πως τα λεφτά, χαλούνε τον άθρωπο.
Όπχιος έχει χρήμα, έχει και τσι κολλητούς, απού τον-ε λιβανίζουνε και του τα τρώνε.
Και δε φτάνουνε μόνο οι κολλητοί, μόνο του πασάρανε και μνιά μαγλιδόνα, ξενομπασάρα και ογλήγορα τον-ε βαλε στη βράκα τζη.
Δεν άργησε να ξεμασκαρωθεί η δουλειά και το «σφυρήξανε» του κύρη ντου.
Εκουζουλάθηκε ο άθρωπος και ήβαλε αθρώπους να μάθουνε ήντα γίνεται και να του πούνε.
-Τα καταστόλια του κανακάρη σου Αθανάση, είναι άσκημα κι αδέ κάμεις κολάι, δεν τον-ε θωρώ καλά.
-Ήντα συμβαίνει πέτε μου!
-Κακές παρέες κάνει και τον-ε πχιάσανε πάλι τα χουβαρνταλίκια, σα μνια φορά και σκορπά τα λεφτά ωσάν τα μαρουλόφυλλα, μα δεν είναι μόνο ετονά…, μνια νταρντάνα τον-ε σέρνει απού τη μύτη καθαργά και άραμπλήρι ήντα τον-ε ποτίζει και γίνεται σκνίπα στη μεθιά.
-Και από πού σέρνει η σκούφχιατζη, κατέχεις;
-Ξένη τάξε πως είναι, μα ήντα μιλέτι δε γατέχω, η παρέα ντου κατέχει απού την ανεμάζωξε και του τη πασάρανε.
Σκέφτεται πως θα το κάμει, γιατί το κατέχει πως ο κανακάρης του δε θα πχιάσει λόγο.
Η πρώτη ντου σκέψη να πάει στη τράπεζα να ρωτήξει να μάθει.
Κακά μαντάτα…
Εξεκοκάλισε ότι μετρητό είχενε στο βιβλιάριο και δεν ήφηκενε δεκάρα.
Εδά θα τρώνε των αθρώπω τσι κόπους και το μαγαζί θα βαρέσει φαλιμέντο ογλήγορα.
Εκάλεσε το βοηθό στο σπίτι, χωστά να μη μάθει κιανείς πράμα, γιατί είναι τση παρέας και του λόγου ντου.
-Μηνά κάτσε να μου πεις ήντα γίνεται με το μαγαζί, πως πάνε οι δουλειές του γυιου μου;
-Καλά πάνε Αθανάση μνια χαρά.
-Εσύ τα κουλαντρίζεις ούλα εκειά μέσα, η πελατεία είναι ευχαριστημένη;
-Ούλοι ευχαριστημένοι είναι Αθανάση ναι.
-Μρε συ Μηνά…, γιάντα μου λες ψώματα; Αφού κατέχω πως δε πατεί άθρωπος τελευταία.
-Όιιιι! Ψώματα σου ’πανε…
-Και αφού οι δουλειές σας πάνε καλά, γιάντα ο γυιος μου δεν έχει φράγκο στο βιβλιάριο μόνο τα ξεκοκαλίσετε ούλα;
Εντάκαρε να ξεροκαταπίνει…, εκοκκίνησε και κάνει να σηκωθεί να φύγει…
-Δε πας ποθές άδε μου τα πεις επαέ ούλα Μηνά!
Εσηκώθηκε και κλειδώνει τη πόρτα και σέρνει και το ζεμπερέ.
-Έπαε θα κάτσεις και δε (μ)πορίζεις απού το σπίτι άδε μάθω τα χάλια του γυιου μου, μόνο λέγεεεε!!!
Είδενε τα ζόργια ο μάγκας και ξανακαθίζει στη καρέκλα.
-Ήντα θες εδά να σου πω…, αυτός είναι το αφεντικό, αυτός διατάζει…
-Άστα αυτά Μηνά και τα κατέχω ούλα. Πχιος ανεμάζωξε τη ξενομπασάρα έπαέ κι έβαλε το γυιό μου στη βράκα τζη;;
-Ετονά είναι ψώματα, η γυναίκα δουλεύγει σ’ ένα σπίτι και σάζει δυο γερόντους, εδά και μήνες.
-Μάλιστα…, κι απίς τσι κοιμήσει, ξεκοκαλίζει ότι βαστά ο γυιος μου στι τσέπες του… Σώπενε Μηνά και κατέχω και τα δικά σου τα καταστόλια, τα κοπέλια σου δεν έχουνε ψωμί και γυρίζεις σαν του παπά το σκύλο, να κλουθάς τω-ν’ αλλονώ κάθαργά… Θες να πχιάσω τη γυναίκα σου, να τση τα κάμω χαρτί και καλαμάρι;
-Ψώματα σου τά ’πανε Αθανάση, δεν είναι ετσά τα πράματα…
-Συνεχίζεις δηλαδή να με παίζεις; Ίδια αύριο θα να ’ρθω στο σπίτι σου…, να με περιμένεις!!!
-Μρε Αθανάση…, δε φταίω γω για τούτανά απού λες, ο γυιός σου την-ε γνώρισε στο καφενείο αμοναχός του, δε του τη κουβάλησενε κιανείς να του τη πασάρει απού λες εσύ.
-Μρε ψεύτη άντρα δε ντρέπεσαι; Ούλα σου λέω τα κατέχω…, καπατουμά την είχετε ούλοι σας κάμποσο καιρό και εδά την εξεφορτωθήκετε, αφού την-ε πασάρετε στο γυιο μου, τον αχαίρευτο.
Εντάκαρε να τρέμει ωσά ντο κλωσοπούλι…
-Γροίκα μου ήντα θα κάμεις αλλιώς αλίμονό σου! Θα τση μηνύσεις να ξεκουμπιστεί να φύγει,σε μνιαν εβδομάδα να εξαφανιστεί από προσώπου γης, γιατί αδέ ν-το κάμεις θα σου δείξω ήντα σε περιμένει εσένα και τη παρέα σου…. Κι’ αδέ ξεκόψετε από το γιό μου, να του τρώτε τα λεφτά θα σας-ε πάρει και θα σας-ε σηκώσει.
-Πώς θα το κάμω να την-ε ποβγάλω; Δε θα μου πχιάσει λόγο.
-Δεν είδες ακόμη πράμα…, εσύ από τη δουλειά θα φύγεις, ετσέ κι αλλιώς άθρωπος δε πατεί τα πόδια ντου ετσά από τη ποδώκετε και επίσης θα βρεις ένα λόγο να μη καταλάβει ο γυιος μου πράμα, τη λεγάμενη θα την αναλάβω αμοναχός μου.
-Πώς θα φύγω από τη δουλειά και ήντα θα πω τση γυναίκας μου, άσε απού μου χρωστεί λεφτά ο γυιος σου, για δε με πλερώνει εδά και καιρό…
-Λεφτά σου χρωστεί; Μα εσύ μου ’λεγες πως οι δουλειές σας πάνε καλά… Τέλος πάντων… ότι εδούλεψες θα κανονίσω εγώ να πλερωθείς, αλλά δε θα ξανασιμώσεις του γυιου μου, μήδε στη δουλειά, μούδε και ποθές αλλού, γκέγκε; Σάλευγε δα στο σπίτι σου, να μη πάω γω και μάθει η γυναίκα σου, ήντα κουμάσι είσαι και του λόγου σου.
Εσηκώθηκε να του ανοίξει τη πόρτα να πορίσει.
-Αθανάση μη τζη πεις πράμα και θα κάμω εκειονά απού θες.
-Σάλευγε στα κοπέλια και τη γυναίκα σου, μα να κατέχεις πως θα ’χω τα μέντες μου από δα κι ύστερα κι αλίμονός σου κακομοίρη μου.
Σειρά επήρενε ο καφετζής εδά.
-Σάσε μου ένα καφέ καπετάνιο γλυκύ βραστό.
Δε ντου ’ρθενε ο τρόπος τση παραγγελιάς, καπετάνιο δε ντο-ν είπενε ποτές του, μα και στο καφενείο, είχενε να φανεί καιρούς και ζαμάνια.
Σα-ν ήσασενε το καφέ και τον-ε πάει του κάνει…
-Καπετάνιος εγώ μρε Αθανάση, πως και σου ’ρθενε να με πεις ετσά λογιώς;
-Εεεεε, μα είσαι καπετάνιος…, οι δουλειές σου εδά πάνε καλά και τα κονομάς χοντρά!
-Ντα εσύ έχεις να πατήσεις στο καφενείο μου, σκιας έξε, εφτά, μήνες ίντα κατέχεις, ανέ ντα κονομώ!
-Ανε κατέχω λέει; Μρε συ Γιώργη εμένα τα πουλείς ετούτανά; Επχιάσετε το γυιο μου μνια πατούλια και η λεγάμενη μαζί, και τον-ε μαδήσετε ωσάν το κοτόπουλο, λες να μη γατέχω ήντα κάνεις καθαργά απού κλειδώνεις τσι πόρτες και τον-ε τσουρομαδείτε;
-Δε μου τα λες καλά Αθανάση… Εγω τη δουλειά μου κάνω και ο πελάτης διατάζει.
-Και αφού κάνεις καθαρές δουλειές, γιάντα κλειδώνετε τσι πόρτες, κρυγιώνετε;
-Δε γατέχω ήντα σούπανε και μου γυρεύγεις τα ρέστα, άμε να βρεις το κανακάρη σου να του τα λες.
-Μνια κουβέντα θα σου πω και κάμε ύστερα ότι νομίζεις, καφετζή.
Η δουλειά απού ξεκίνησες να κάνεις τελευταία με τη παρέα σου και με το γυιο μου, επαέ θα σταματήσει, ίδια δα όμως, γιατί τα κατέχω ούλα σας τα καταστόλια και θα πάω να τα κάμω χαρτί και καλαμάρι στη γυναίκα σου, κρίμας τα κοπελάκια σου κι εσένα, σα και του Μηνά.
Μόλις ήκουσε το όνομα του Μηνά, εξεροκατάπχιε ο καφετζής, εκατάλαβε πως τα κατέχει από πρώτο χέρι.
-Καλά μρε Αθανάση και ίντα θες να τον-ε πετάξω όξω; Δεν έχω το δικαίωμα και με το νόμο να το κάμω, ετονά το πράμα που λες.
-Να βάλω θέλει τα γέλια ετσά που σε γροικώ μρε Γιώργη… Θες απάντηση να σου δώσω Θεόψυχά μου;
-Γιάντα γελάς δεν είναι ετσά ο νόμος;
-Πχιος νόμος; Εεεε…; Να βάνεις τσι πουτάνες στο καφενείο και να κλειδώνεις τσι πόρτες, να μη φαίνεστε πως βγάνετε τα μάθια σας; Και να ξεκοκαλίζετε του σερσέμη του γυιου μου, τα λεφτά; Επήγα στη τράπεζα και δε ντου φήκετε δεκάρα τσακιστή στο βιβλιάριο!
-Αααα, για να σου πω Αθανάση… Εκειά τα φταίει η κεφαλή ντου, πως τα σκορπά, δε ντου φταίνε οι γ’ αποδέλοιποι, αν’ ήσουνε και του λόγου σου καφετζής, το πελάτη απού τρώει τα λεφτά ντου, θα τον είχες στα πούπουλα να μην τον-ε χάσεις… Έμπορας είσαι και τα κατέχεις.
-Ναι…, να σε ρωτήξω δα ένα πράμα… Αν ήτονε εσένα γυιος σου, να του πασάρω τη Βουλγάρα να τον-ε τσουρομαδούμενε παρέα ήντα θελα κάμεις λέγε μου…
Εκόμπγιασε ο καφετζής και δε βγάνει άχνα, μόνο τον-ε ξανοίγει αποσβολωμένος.
-Είδες…, μούγκα εδά… Μα και ήντα θα μου πεις αφού ’χεις τη φωλιά σου λερωμένη; Και του λόγου σου, τα ίδια κάνεις, μόνο πως τα πλερώνει άλλος τα έξοδα… Λοιπόν είπα και του Μηνά… Θα φροντίσετε να εξαφανιστεί από παέ η λεγάμενη και επίσης θα κάμεις με τον τρόπο σου το γυιο μου, να ξεκόψει με τη παρέα σας… Κι αν-ε θες μνια συμβουλή, να ξεκόψεις και του λόγου σου.
-Για να ξεκόψει να μη μπαίνει στο καφενείο, δύσκολο το θωρώ, μα θα κάμω τα αποδέλοιπα.
-Ένα καφέ πως θα κάτσει να πχει σα ντο-ν άθρωπο, σεβαστό. Το να κλειδώνεις τσι πόρτες και να κάνετε ότι κάντε, δε θα ξανακάμεις ετσά δουλειά… Φεύγω και τσιμουδιά στο γυιο μου, δε θέλω να μάθει το παραμικρό, εσύ πόβγαλε την άλλη και ξα μου εμένα ύστερα, ήκουσες ίντα λέω;
-Εσύ εδά πως θα ξεκουμπιστεί να φύγει, νομίζεις πως δε θα βρει άλλη; Γεμάτος είναι ο κόσμος εδά Αθανάσηηηη…
-Καφετζή… Μη σε πέψω στον αγύριστο… Κάμε εκειονά που σου’πα γροικάς;
Ήκαμε μνια σπεράντζα από τη μεσοχωργιά, να ιδεί και να κόψει κίνηση.
Σαν ήφταξε στου γυιου την επιχείρηση, τον-ε θωρεί να κουβεδιάζει μ’ ένα πελάτη και τάξε πως τσακώνονται.
-Ήντα συμβαίνει…, γιάντα φαώνεστε και σας-ε γροικά ο κόσμος;
-Έλα επαέ Αθανάση να στα πω μπροστά ντου, μπας και βρούμενε μνιαν άκρα.
-Όι επαέ…, δε θέλω να μας-ε γροικά ο κόσμος, άντεστε να πάμενε πέρα στο μετόχι, να τα πούμενε εκειά.
Σαν επήγανε, ο άθρωπος μπροστά στο γυιό ντου, του κάνει χαρτί και καλαμάρι, ήντα διαφορές έχουνε.
-Φτωχός άθρωπος είμαι και μου χρειαστήκανε λεφτά.
Επήγα στου γυιου σου ένα βαρέλι λάδι και μούδωκενε μπροστάντζα μερκά λεφτά, μα δε με φτάξανε και είπαμενε να του φέρω άλλο ένα βαρέλι, να μου τα πλερώσει ούλα μαζί… Από τότεσάς εδά και τρεις μήνες πολεμώ να τον-ε πχιάσω με το σιργούλιο να με πλερώσει και όλο με μεταδένει, αύριο και αύριο.
-Κατέχω ήντα γίνται…, αύριο έλα στη τράπεζα να σου κανονίσω εγώ το κόπο σου, μόνο μνια χάρη θέλω, να μη πεις σε κιανένα πράμα, πως σου χρωστεί λεφτά ο γυιος μου.
-Εγώ δε θα πω πράμα, γιατί άνε πω θα μαζωχτούνε κι άλλοι να σου χτυπούνε τη πόρτα να τσι πλερώσεις Αθανάση, ο γυιός σου χρωστεί σε πολλούς κακομοίρηδες.
Ξανοίγει το γυιό ντου απού έχει σκυμμένη τη κεφαλή ντου και δε βγάνει άχνα.
-Άντες να πάμενε στο σπίτι κι εκειά, θα τα πούμενε ούλα.
-Σάλευγε και θα ρθω…
-Όιιι, μαζί θα πάμενε ίδια δα και δε σηκώνω κουβέντα.
Δεν αρνήθηκε να του κλουθά, μνιας και η δουλειά εξεμασκαρώθηκενε.
Όπως και του Μηνά, εκλείδωσε τσι πόρτες και ντακέρνει…
-Ούλα όσα έχετε καωμένα τα ’μαθα και στη τράπεζα δεν ήφηκες δεκάρα τσακιστή, γιατί σου τα ξεκοκαλίσανε η παρέα σου και η λεγάμενη, απού σου πάσαρε ο καφετζής, χωρίς να πάρεις χαμπάρι πως την είχανε ούλοι ετούτοι να πλια μπροστά και ο Μηνάς μαζί, απού σου κάνουνε τσι φίλους.
-Και που τα ’μαθες; Εσυ δε πορίζεις απού το σπίτι…
-Ετονά σε γνοιάζει εσένα; Από πού τα ’μαθα; Γη πως έχεις πέσει στη παγίδα που σου στέσανε και το δόλωμα είναι η λεγάμενη να στα τρώνε; Μα ετόσονά στραβός είσαι και δεν το θωρείς πως σε κοροιδεύγουνε ούλοι ντος;
-Εδά θα ιδείς, ήντα θα τω σε κάμω, εγώ δε πγιάνομε κορόιδο.
-Ναι εδά θα ιδώ…, ίντα να ιδώ; Απου έφαες τα λεφτά των αθρώπω και σε γυρεύγουνε να τσι πλερώσεις και τως-ε λες ψώματα, αύριο κι αύριο, ντα που θα τα βρεις απού στα φάγανε; Λοιπόν δυο πράματα θα πούμενε ξεκάθαρα και δε θα σου ξαναμιλήσω.
Πρώτον, τέρμα η παρέα με τη λεγάμενη και τσ’ αποδέλοιπους και ο καφετζής μαζί με το Μηνά.
Δεύτερον, μαγαζί από δα και πέρα, μόνο μαζί, να σε ελέγχω και με τη προϋπόθεση πως θα πας να ζητήξεις συγνώμη από ούλους τσι πελάτες απού σε ζυγώνουνε.
Και τρίτονα άμε να μου φέρεις μνια γυναίκα όπχια θες εσύ, δε με γνοιάζει, μόνο πέμου πως θα κάμετε οικογένεια και ξάμου εμένα τα υπόλοιπα… Eπειδή όμως δε σου’χω κιαμνιά εμπιστοσύνη, θα πάμενε μαζί, να ζητήξεις συγνώμη από τσ’ αθρώπους απού εξεγέλασες κι όντο θα πάψεις να σαι ψωματάρης και σερσέμης, ετότεσάς θα σου δώσω τα κλειδιά.
Εδά δε μπορεί να ξεφύγει, μαγκιές δε περνούνε στο γέρο και αφού τα ’καμε «σαλάτα» με τσι παρέες του, ήρθενε η γ-ώρα να σκεφτεί και να πήξει το μνυαλό ντου μπας κι αθρωπίσει μνια ολια.
Ήφτεγε ο γέρος από την αρχή, για δεν του’σερνε τα χαλινάργια να μάθει να δουλεύγει, να βγάνει το ψωμί ντου, μόνο τον είχενε να τρώει από τα έτοιμα, σάμε απού ’ρθενε το ψιμάκι και κατάλαβε πραγματικά πως ήτονε ούλα λάθος στη καφκάλα ντου μέσα.
Σαν έμπορας, στα ζύγια τα κατάφερνε μνια χαρά, μα στο ζύγι τση ζωής ήβανε λίγα δράμνια και ήγερνε η ζυγαργιά, ανάποδα.
Όσο ζει μαθαίνει ο άθρωπος, αρκεί τα λάθη ντου να τα θωρεί και να τα διορθώνει.
Εδά ξανά ’νεθρέφει το κανακάρη ντου απού την αρχή και είναι δα ευκαιρία, να καλύψει και τη δική ντου ανεπάρκεια…

Αντώνης Κουκλινός


Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:136