Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου | της Τασούλας Κεφαλέλη (δεύτερο μέρος)


Στο Μαλιμάδι!

Ας συνεχίσω με τη μάχη στο Μαλιμάδι και ας αναφερθώ στην πρώτη μέρα που γευτήκαμε το μπαρούτι και τη φωτιά μέσα στις ηλιόλουστες και καυτές μέρες του καλοκαιριού και φυσικά στις δροσερές νύχτες του καλοκαιριού. Πήραμε διάταξη μάχης και σιγά σιγά προχωρούσαμε. Η διμοιρία μας ήταν στο κέντρο της μάχης, η διμοιρία νεολαίας ήταν στη αριστερή πλευρά μας. Μπήκαμε σε έφοδο και όλο και προχωρούσαμε. Εμείς δε δεχτήκαμε τόσα πυρά όσο η διμοιρία νεολαίας. Είχαν πολλές απώλειες και η πάλη τους ήταν μόνο με χειροβομβίδες. Από μας τραυματίστηκε μόνο ο Ερμής, ο σκοπευτής μας και μάλιστα βαριά. Σκοτώθηκαν όμως ο Αλέκος και η Μαρίκα και τους βάλαμε στον ίδιο τάφο. Καιρό για χάσιμο δεν είχαμε εκείνη την ώρα αλλά ούτε και για κλάματα. Ξέραμε όμως να τιμούμε τους νεκρούς μας μόνο με όρκο και με πίστη! «Κοιμηθείτε σύντροφοι ήσυχα! Εμείς συνεχίζουμε».

Αφού είχαμε προχωρήσει και οχυρωθήκαμε έστω και για μία ή δύο μέρες η κούρασή μας ήταν μεγάλη και δεν είχαμε τη δύναμη ούτε να ξεκουραστούμε αλλά ούτε και να ξεθαρρέψουμε σε τέτοιο μέρος που βρισκόμασταν. Σ’ αυτήν τη φάση είχαμε ομαδάρχη κάποιον Πολύχρονη, νεότατο παιδί και πιστεύω να είχε τα εικοσιπέντε του χρόνια. Πολύ ψύχραιμο παιδί. Διμοιρίτης ήταν κάποιος Ράφτης Κώστας και μας φαινότανε ηλικιωμένος, ίσως γιατί τον βλέπαμε με γκρίζα τα μαλλιά του. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και μας καταλάβαινε τον καθένα με τα παιδικά ελαττώματά μας.

Αυτό τον καιρό ήμασταν στην ίδια ομάδα με τη Θοδώρα και ο ύπνος μας εγκατέλειψε εντελώς. Μιλούσαμε ασταμάτητα για διάφορα, αλλά μιλούσαμε και για τις θέσεις μας. Εκεί δεν τις βλέπαμε και τόσο καλές γιατί ήμασταν πολύ χαμηλά και ο εχθρός σα να ‘ταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Μα ήταν και πιο ψηλά. Η σειρά μας για τη σκοπιά ήταν τις πρωινές ώρες. Περιμέναμε να μας φωνάξουν και τίποτα. Μας φάνηκε πως άρχιζε να χαράζει. Σηκωθήκαμε ανήσυχες να δούμε τι γίνεται. Μήπως είμαστε κυκλωμένοι και η σκοπιά μας είναι στα χέρια τους; Κουνήσαμε η μία την άλλη με νοήματα για να συρθούμε κρυφά, χωρίς θόρυβο και να ψάξουμε μήπως έπαθε κανένα κακό ο σκοπός μας. Ανιχνεύαμε χωρίς να πούμε σε κανέναν τίποτα και ξεσηκώσουμε ξαφνικά τους πάντες. Αφού σιγουρευτήκαμε ότι σκοπιά δεν έχουμε τότε ξυπνήσαμε και τον ομαδάρχη. Ο σκοπός κοιμόταν πολύ πιο πέρα απ’ το σημείο της σκοπιάς. Τι να κατακρίνεις; Ένα παιδί που όπως όλοι μας πολλές φορές κοιμόμασταν βαδίζοντας; Εμένα μου συνέβαινε πολύ συχνά να βαδίζω και να κοιμάμαι. Κοιμόταν το μυαλό μου, δεν άντεχα. Ενώ άλλοι θέλαν να ξαπλώσουν λιγάκι. Ο καθένας πάλευε με τον οργανισμό του για να πάρει δύναμη απαραίτητη για να αντέξει σε πορείες και σε αϋπνίες, στη δίψα και στην πείνα, στις ψείρες και στα βάρη που κουβαλούσε.

Αφού ξημέρωσε καλά καλά και δε φαινόταν καμία κίνηση ησυχάσαμε πια, ηρεμήσαμε. Κατά το μεσημέρι φάνηκε ένας στρατιώτης με ένα μουλάρι να έρχεται από την Κορομηλιά. Το μουλάρι ήταν παραφορτωμένο το καημένο και τραβούσε ήσυχα το δρόμο του σε ανοιχτό μέρος και μεις τον βλέπαμε. Μόλις βγήκε απ’ τα αμπέλια της Κορομηλιάς και το μυαλό μας πήγε στα σταφύλια. Ίσως γιατί η δίψα μας ήταν πολύ έντονη. Σκεφτήκαμε να βγούμε μπροστά του και τρέχαμε στην κατηφόρα που είχαμε μπροστά μας. Και να, είμαστε ξαφνικά στην απέναντι μεριά και δεν βλέπουμε τον φαντάρο. Φαίνεται πως κρύφτηκε και άφησε το ζώο μόνο του. Η Θοδώρα δεν άργησε να το πιάσει. Και τι χαρά είχε η κακομοίρα που επιτέλους θα έτρωγε σταφύλια. Δεν έδινε σημασία ούτε στο γαλατά που πετούσε συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι της. Καταφέραμε και φέραμε το μουλάρι κοντά μας. Ξεφορτώσαμε τα κασόνια. Είχαν σφαίρες και όχι τα ονειρεμένα σταφύλια. Γελάσαμε με την ψυχή μας. Ήταν όμως παράξενο και με τον φαντάρο που δεν αντιστάθηκε καθόλου, μα καθόλου. Ίσως να σκέφτηκε πως είμαστε κοπέλες. Λέγαμε πως ίσως να ήταν και ευγενικός και τ’ άφησε για να μην πάει χαμένος ο κόπος μας. Η αλήθεια είναι πως τον λυπηθήκαμε. Σκεφτόμασταν πως θα ξεμπερδέψει από την ευθύνη που ανέλαβε. Εδώ χορτάσαμε και μόνο με την όρεξη. Στο γυρισμό βέβαια μας κατσάδιασε δικαίως ο διμοιρίτης. Εκεί που μας μάλωνε η Θοδώρα έλεγε: «Α, παν σι ακια, σερσεμ, τι φωνάζεις; Αφού είμαστε στη δική τους τη μεριά, τι θα μας κάνει ο γαλατάς;». Αυτά τα έλεγε έτσι όπως έβγαιναν οι λέξεις απ’ τα βάθη της καρδιάς της και φυσικά επηρεασμένη από τη χαρά και τη συγκίνηση αλλά και από το απέραντο κουράγιο που είχαμε. Στην πραγματικότητα, όμως, σεβόμασταν πάρα πολύ τον διμοιρίτη μας γιατί ήταν πραγματικά άνθρωπος.

Αυτόν τον καιρό είχαμε ψωμί ωραίο. Είχαμε το κασεράκι μας και τη μαρμελάδα. Ήταν άφθονα. Έλα όμως που όλα ήταν ενάντια στη δίψα. Το νερό νεράκι το λέγαμε. Νιώθαμε ότι είχαν ξεραθεί τα εντόσθιά μας. Γλείφαμε τα φύλλα των δέντρων για να δροσίσουμε έστω και λίγο τα χείλη μας. Και αυτό μόνο τις πρωινές ώρες το κάναμε. Μετά, τίποτα… Και μεις κάναμε το αντίθετο. Όταν διψούσαμε προσπαθούσαμε να κόψουμε τη δίψα με το ψωμάκι στο στόμα σα να ζητούσε κάτι ο οργανισμός. Έστω και το αντίθετο, αρκεί να του δώσουμε κάτι.

Ύστερα απ’ όλα αυτά έγινε και η μεγάλη επίθεση στο Μαλιμάδι. Ήταν απόγευμα και δόθηκε η εντολή να καθαρίσουμε καλά τον οπλισμό μας, να αφήσουμε ό,τι περίσσιο έχουμε και να είμαστε έτοιμοι. Όταν δόθηκε η εντολή «εμπρός» λες και είχε ξεχυθεί μεγάλο ποτάμι και σκέπαζε ό,τι έβρισκε μπροστά του… Έτσι ορμίσαμε και ας βάζανε με βικεψ, με αυτόματα, με όλμους. Ήταν αδύνατο να ανακόψουν την ορμή μας. Τρέχαμε λες και σκοπός μας ήταν ποιος θα βγει πρώτος στο ύψωμα του εχθρού. Αφού μας βάλαν με ό,τι είχαν και δεν είχαν και δεν κατάφεραν με τίποτα να μας σταματήσουν, τότε το βάλανε στα πόδια. Για μια στιγμή δεν ακουγόταν πια πυροβολισμοί αλλά ένας θόρυβος από πέτρες που σέρναν οι φαντάροι πίσω τους, λες και οι πέτρες ήταν εναντίον τους και κυλούσαν, κυλούσαν πίσω κάνοντας έναν περίεργο θόρυβο. Ακόμη και αυτές τους κυνηγούσαν.

Αυτή τη φορά βρήκαμε και πολλά λάφυρα: τι σακιά με ψωμί, τι σακιά με παπούτσια κ.τ.λ. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι είχαμε δεμένα στα πόδια μας μόνο τα κορδόνια από τα άρβυλα, ενώ το κάτω μέρος όλο και μας έλειπε. Εμένα μου έδωσαν ένα ζευγάρι σκαρπίνια κόκκινα, καινούρια και αστραφτερά αλλά όχι για πόδια αντάρτη. Είχα καταπληγωθεί στους αστράγαλους και οι πέτρες δε μου επέτρεπαν παρά μόνο άρβυλα και σφιχτά δεμένα στα πόδια. Αφού πιάσαμε τις θέσεις μας και κάποιος όλμος μας έστελνε για αρκετή ώρα τα βλήματα, εμείς κάπως συνηθίσαμε την κατάσταση. Σκεφτόμασταν για κάτι άλλο. Εγώ είχα ένα γεμιστή οπλοπολυβόλου.

Ένας νέος που μας ήρθε από το Μπούλκες για μια στιγμή μ’ έκανε να γελάσω, γιατί αυτό που είπε μου ήταν πολύ άγνωστο. Έκανε μια φορά «αχ!», «τι έχεις;», τον ρωτώ περίεργα. «Να ‘χα τώρα έναν μπουράντα να φάω…». Τον κοίταξα παραξενεμένη. «Τι να ‘χεις;», ξαναρωτώ. «Έναν μπουράντα…». Είναι να μη γελάσει κανείς; Να γελάς ή να μη γελάς; Εγώ αγνά αγνά και ήρεμα τον ρώτησα «Μόνο έναν θέλεις; Να κοίταξε σε κείνη την κορφούλα φαίνονται πολλοί… Άντε λοιπόν…». «Α!», κάνει αυτός, «όχι τέτοιους», μου λέει. Απ’ ό,τι κατάλαβα μάλλον το παγωτό θα το λέγανε στα μέρη του Μπούλκες «μπουράντα» ή ίσως και τις πάστες να εννοούσε και δροσιζόταν με το νου του ο άνθρωπος. «Μπα! Παράξενη λέξη «μπουράντας». Άντε καημένε να μην σκέφτεσαι». Αυτά είναι τα παράξενα του πολέμου.

Εδώ ευτυχώς δεν πάθαμε τίποτα. Μας βοήθησε και λίγο η τοποθεσία και ας ανοίγανε τα θραύσματα σαν ομπρέλες πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Τασούλα Κεφαλέλη


Απόσπασμα από το βιβλίο «Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου – από το Τρίγωνο του Έβρου μέχρι το Γράμμο – Βίτσι» της Τασούλας Κεφαλέλη


Τασούλα Κεφαλέλη

Η Τασούλα Κεφαλέλη, γεννήθηκε το 1931 στο χωριό Ελιά του Έβρου. Δυναμική μαχήτρια Ανθυπολοχαγός του Δ.Σ.Ε., Πολιτική Πρόσφυγας στη συνέχεια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας, επαναπατρίστηκε το 1988 και πέθανε ξαφνικά το 2000. Πρόλαβε να αποτυπώσει μια απλή αλλά συνταρακτική καταγραφή της πολυτάραχης ζωής της, στο βιβλίο «Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου από το Τρίγωνο του Έβρου μέχρι το Γράμμο – Βίτσι».

«Από πολύ μικρή μπήκα στις δυσκολίες της ζωής ως όλα τα παιδιά των αγροτών. Πρώτα μου δώσανε τη βέργα για να βόσκω τα ζώα, στα οκτώ την τσάπα – σκαλιστήρι, μετά και το δρεπάνι. Ηρθε η επιστράτευση με πολλές λαχτάρες και αγωνίες, βοηθούσα με όλες τις παιδικές μου δυνάμεις στη μάχη του Σπηλαίου – ήμουν πάνω στην εξέδρα λέγοντας ένα ποίημα για να μη φύγει το ακροατήριο, ενώ οι Γερμανοί ορμούσαν για να μας διαλύσουν. Κάθισα μέρες ολόκληρες πάνω στα πράσινα ξύλα για να μη βρούνε οι Γερμανοί τα τρόφιμα. Μικρή έμαθα να πλέκω πουλόβερ για τον ΕΛΑΣ. Ήρθε ο εμφύλιος και μας βρήκε πιο μεγάλους, γεμάτους όνειρα. Πέρασα όλη τη φρίκη του εμφύλιου από το Τρίγωνο Έβρου μέχρι το Γράμμο. Τραυματίστηκα δύο φορές, πέρασα βουνά με χιόνια, ποτάμια με νερό, κουβάλησα σφαίρες, πείνα, δίψα, ψείρες. Λαχτάρες πολλές και ό,τι δεν μπορεί να βάλει ο νους. Είδα νεκρούς, κοιμήθηκα δίπλα τους. Ύστερα απ’ όλα αυτά έφτασα στη Ρουμανία το 1949, δούλεψα μέχρι εκεί που μου επέτρεψαν οι δυνάμεις μου, 21 χρόνια και μετά στη σύνταξη. Το 1988 ήρθα στην πατρίδα».

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:146