Ο μικρός Ναυτίλος | του Φίλιππα Φιλίππου
«Τα μαλλιά μου, που μια πέρα πριν
ήταν μαύρα σαν τα φτερά του
κόρακα, είχαν ασπρίσει…»
Ε.Α.ΠΟΕ «Ο βυθός του Μαέλστρομ».
Καλαμάρια, σουπιές, μοσχοχτάποδα, αργοναύτες, αστερίες, πολύποδες και άλλα είδη κεφαλόποδων – μία από τις έξι κλάσεις των μαλακίων – αποτελούσαν τα αποκτήματα της συλλογής του. Τα καμάκωνε με το ψαροντούφεκο και τα βαλσάμωνε με μια ειδική μέθοδο που του ‘χε διδάξει ένας Ινδιάνος ταριχευτής κροκοδείλων στην Καρθαγένη της Κολομβίας. Με δύο στενούς του φίλους, έναν ψυχίατρο κι έναν επιπλοποιό, έκανε ανταλλαγή ευρημάτων. Ο πρώτος μάζευε κοράλλια και θαλάσσιες ανεμώνες της ομοταξίας των ανθοζώων, κι ο δεύτερος στρείδια και αχιβάδες της ομοταξίας των κογχωδών ή ακέφαλων.
Όλα τα κομμάτια της συλλογής του ανήκαν στο γένος των διβραγχιωτών, αφού τα τετραβραγχιωτά ήταν σπάνια. Πρόθυμος να πληρώσει με οποιοδήποτε τίμημα το είδος ναυτίλος πομπίλιους των τετραβραγχιωτών, δε δίσταζε να βουτάει ακόμα και σε επικίνδυνες περιοχές. Κάποτε ο ψυχίατρος χάθηκε στη μεγάλη ρουφήχτρα, διακόσια μέτρα από την ακτή, ενώ μάταια καταδύθηκαν ειδικά εκπαιδευμένοι βατραχάνθρωποι του πολεμικού ναυτικού για να τον ανακαλύψουν. Επίσημα χαρακτηρίστηκε ως «εξαφανισθείς».
Όταν μετά ένα μήνα η μεγάλη ρουφήχτρα κατάπιε και τον επιπλοποιό, άρχισαν να οργιάζουν οι φήμες πως η γειτονική χώρα τούς συνέλαβε και τους έκλεισε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων με την κατηγορία της κατασκοπίας. Τρεις μήνες αργότερα, κι ενώ οι δύο αυτοδύτες είχαν πλέον λησμονηθεί, επιχείρησε μια κατάδυση, ένα μίλι μακριά από τη μεγάλη ρουφήχτρα, πέφτοντας από το πλαστικό του σκάφος που το ‘χει αγκυροβολήσει σε μια βραχονησίδα. Η αδιαφορία του Γάλλου ωκεανογράφου Ζακ Υβ Κουστώ – που με το πλήρως εξοπλισμένο σκάφος του είχε οργώσει τη Μεσόγειο – για τα όστρακα και τα κεφαλόποδα τού έδινε βάσιμες ελπίδες πως θα ‘βρισκε εκεί το καλαμάρι τευθίδα ή κυανόχρωμη (soligo ajurea), που είχε μήκος πάνω από 80 εκατοστά, ήταν δηλαδή μακρύτερο από την τευθίδα την κοινή (soligo vulgaris), που δεν ξεπερνούσε τα 50 εκατοστά.
Καταδύθηκε μία ζεστή μέρα του Νοεμβρίου με θάλασσα ήρεμη και ανέμους ασθενείς. Παρ’ όλο που την προηγούμενη μέρα ένα γκαζάδικο με σημαία Λιβερίας κόπηκε στα δυο και βυθίστηκε αύτανδρο στ’ ανοιχτά του ακρωτηρίου Σπαρτιβέντο της Καλαβρίας. Φτάνοντας στον διάφανο βυθό, άναψε το φακό του και στη φωτεινή δέσμη αντίκρισε ένα εξαίσιο θέαμα από λουλούδια της θάλασσας, φαιοφύκη και κοχύλια.
Ύστερα από άσκοπο ψάξιμο, διέκρινε μία τευθίδα κυανόχρωμη να σέρνεται προσεκτικά πάνω σ’ ένα βράχο με ροζ ανεμώνες, εκβάλλοντας νερό από τον κοιλιακό της αγωγό. Την κυνήγησε ανάμεσα σε θάμνους, φύκια και ψάρια βυθού, ενώ εκείνη, προσπαθώντας να ξεφύγει, τον οδήγησε μπροστά στη σιδερένια μάσκα ενός καραβιού. Εξερευνώντας το κατάστρωμα του ναυαγίου, διαπίστωσε πως επρόκειτο για φορτηγό με πέντε αμπάρια και κουβούσια Μακγκρέγορ. Οι λαμαρίνες του είχαν σκουριάσει. Εξυσε με το μαχαίρι τις σκουριές και τα όστρακα στο σημείο του ονόματος και διάβασε τους ανάγλυφους λατινικούς χαρακτήρες.
Όνομα: GOST. Λιμάνι νηολόγησης: FAMAGUSTA.
Ξαφνικά, σημειώθηκε ισχυρή σεισμική δόνηση 7-8 μονάδων της κλίμακας Ρίχτερ. Το καράβι τραντάχτηκε, τα νερά αναταράχτηκαν, κι ένα πελώριο κύμα τον έσυρε ψηλά έως την κουπαστή, τον κατέβασε χαμηλά έως την καρίνα και τέλος τον έριξε με το κεφάλι πάνω στο γράμμα F…
Όταν επανήλθε η ηρεμία, είδε μπροστά του το πονηρό καλαμάρι, που τον παρατηρούσε με τα κόκκινα μάτια του. «Τώρα δε μου ξεφεύγεις!» – φώναξε απειλητικά και του επιτέθηκε με το ψαροντούφεκο. Εκείνο τού ‘κλεισε κοροϊδευτικά το μάτι και χώθηκε από ένα ανοιχτό φινιστρίνι στην καμπίνα του λοστρόμου. Το ακολούθησε και είδε έκπληκτος το γαλάζιο χρώμα του να μεταλλάσσεται σε ροζ, ενώ τα πλοκάμια του έφταναν τώρα τα 10 μέτρα. Δεν ήταν τελικά τευθίδα η κοινή, ή τευθίδα η κυανόχρωμη, αλλά χταπόδι. Όχι ocopus vulgaris των 30 εκατοστών, ούτε octopus punctatus, μα octopus macropus, παρόμοιο μ’ εκείνο που βρέθηκε το 1861 στην περιοχή ανάμεσα στα Κανάρια Νησιά και τις Μαδέρες, κι είχε βάρος πάνω από 1.000 οκάδες. Η κερατοειδής αιχμηρή απόφυση στην κορυφή του κεφαλιού του έμοιαζε με ράμφος παπαγάλου, ενώ τα μάτια του έλαμπαν σαν της γάτας.
Έκρυψε το ψαροντούφεκο πίσω από την πλάτη του και το κυνήγησε στην κουζίνα, όπου ο μάγειρας, φορώντας την άσπρη ποδιά και τον άσπρο σκούφο, ανακάτευε με την κουτάλα τα μακαρόνια στη χύτρα. Συνεχίζοντας το κυνηγητό, είδε τους ναύτες να παίζουν πινάκλ στο καπνιστήριο του πληρώματος και το λοστρόμο να παίζει τάβλι με τον μαραγκό. Στο καπνιστήριο των αξιωματικών είδε τον πρώτο μηχανικό να αφηγείται ιστορίες από τα ταξίδια του, ενώ ο ασυρματιστής έξυνε το φαλακρό κεφάλι του από ανία.
Επειδή κανένας δεν του έδωσε σημασία, τράβηξε για τη γέφυρα και στάθηκε στην αριστερή βαρδιόλα. Μπορούσε από κει ν’ αγναντέψει το κατάστρωμα από την πλώρη μέχρι την πρύμη. Στο τσαρτ – ρουμ ο καπετάνιος με την άσπρη στολή και τ’ ανάλογα χρυσά γαλόνια στις επωμίδες στεκόταν προσοχή με το δεξί χέρι στον κρόταφο. Φαινόταν κατηφής. Δε φορούσε πηλήκιο και τα πόδια του ήταν δεμένα με αλυσίδες που κατέληγαν σε μία στρογγυλή σφαίρα, όπως εκείνη των καταδίκων στο νησί του Διαβόλου, στη Γαλλική Γουιάνα.
Οι γυάλινες προθήκες στους μπουλμέδες με τα σπάνια κοχύλια, τα όστρακα, τις μέδουσες και τα κοράλλια φανέρωναν πως το τσαρτ – ρουμ είχε μεταβληθεί σε μουσείο. Ιδιοκτήτες των εκθεμάτων – και υποκινητές της ανταρσίας – φαινόταν να είναι οι δύο φίλοι του, ο ψυχίατρος κι ο επιπλοποιός, οι οποίοι σκυμμένοι στο δάπεδο εξέταζαν έναν ναυτίλο πομπίλιους.
Τους φώναξε με τα μικρά τους ονόματα, αλλά δεν τον πήραν είδηση, απασχολημένοι όπως ήταν. Έστρεψε το χερούλι της πόρτας, κι επειδή δεν άνοιγε έσπασε το τζάμι του φινιστρινιού με τη γροθιά του. Νομίζοντας πως αδιαφορούν για την παρουσία του, έριξε μια εκφοβιστική βολή με το ψαροντούφεκο πάνω από τα κεφάλια τους και τους μίλησε χλευαστικά. «Ώστε εδώ την αράξατε, πουλάκια μου! Δεν ξέρετε πως ο κόσμος πιστεύει ότι σας έχουν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων; Ο ναυτίλος πομπίλιους σας μάρανε!» Επειδή ούτε τότε δεν του έδωσαν σημασία, σημάδεψε πρώτα τον ψυχίατρο και κατάφερε να του χώσει το καμάκι στο αριστερό μέρος του στήθους, ακριβώς στο κέντρο της καρδιάς.
Φίλιππος Φιλίππου
Ο Φίλιππος Φιλίππου γεννήθηκε στην Κέρκυρα τον Δεκέμβρη του 1948. Έχει εκδώσει συνολικά είκοσι βιβλία. Από το 1968 ως το 1982, με μικρά ή μεγάλα διαλείμματα, ταξίδεψε ως μηχανικός σε φορτηγά καράβια. Το πρώτο του βιβλίο, «Οι Κνίτες, τέκνα της ανάγκης ή ώριμα τέκνα της οργής;» εκδόθηκε το 1983. Ακολούθησαν οι μικρές βιογραφίες «Ιδανικοί αυτόχειρες ή ζήτω ο θάνατος» (1984), το αφήγημα «Οι εραστές της θάλασσας ή Το βιβλίο του άγνωστου ναύτη» (1986), τα αστυνομικά μυθιστορήματα «Κύκλος θανάτου» (1987 και 2007), «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (1988) και «Το μαύρο γεράκι» (1996), η μελέτη «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας» (1996), το επίσης αστυνομικό «Αντίο, Θεσσαλονίκη» (1999), το αφήγημα «Ομόνοια» 2000. «Ταξίδι στον ομφαλό της Αθήνας» (2000), το μυθιστόρημα «Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη» (2003), το μυθιστόρημα «Νέα Υόρκη, καλοκαίρι και μοναξιά» (2005), τη βιογραφία «Κωσταντίνος Θεοτόκης, σκλάβος του πάθους» (2006) και τα μυθιστορήματα «Ο θάνατος του Ζορμπά» (2007) και «Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες» (2009), «Ο οργισμένος έφηβος» (2010), «Ο ερωτευμένος Ελύτης» (2011), «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», (2012). «Η κόρη του εφοπλιστή» (2013), Οι περιπέτειες της Ελεάννας στη θάλασσα» (2014). Το βιβλίο του «Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη» μεταφράστηκε στα καταλανικά και στα ρουμανικά. Διηγήματά του έχουν περιληφθεί σε γερμανικές ανθολογίες ενώ άρθρα, δοκίμια και βιβλιοπαρουσιάσεις του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Κέρκυρας και της Λευκωσίας. Στις εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή» και στο περιοδικό «Αντί» έγραφε κείμενα για τον πολιτισμό και τη λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια δημοσιεύει στην εφημερίδα «Το Βήμα» κριτικές και παρουσιάσεις αστυνομικών βιβλίων.