Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Ο Καζανομανώλης | της Ζωής Δικταίου


Έλα τώρα, ώρα που επαναστατούν οι άγγελοι, έλα με το χτιστό φως του λύχνου να κατέβουμε στα χωριά, να περπατήσουμε στα πλακόστρωτα, να βγούμε στο τσαρσί, να κεραστούμε σ’ ένα παλιό καφενείο, ν’ ακούσομε ιστορίες, να αισθανθούμε την αιώνια επιστροφή των ονομάτων και τις αλάλητες αποκοτιές, να ξεκουρδίσομε τον κερατά τον Χάρο με την ασκομαντούρα του Χαρπά και το βιολί του Βλάσση, έλα να σμίξομε με τους μελαχρινούς θεούς στο ντουκιάνι της Ξενορόδης στο Μαρμακέτω, να δούμε πώς χορεύουν οι βεργολυγερές, με τα μπουμπουκιασμένα χείλη.

Στα καφενεία οι συζητήσεις αφήνουν εποχές. Το ξέρεις κι εσύ, είχαν και συνεχίζουν να έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Το σμίξιμο των ανθρώπων σε στα ντουκιάνια, όποιοι και αν είναι οι άνθρωποι φυσικά, έχει μια ιδιαίτερη εγγύτητα στις σκέψεις, στη στόχαση, στη ντοπιολαλιά. Θα συναντήσεις σε τούτα τα στέκια πολλούς. Μαζί με τους νέους μαυροπουκαμισάδες, με τα σγουρά γένια, θα βρεις και την περασμένη γενιά, να κουβεντιάζουν πίνοντας ρακή και ν’ ανεστορούνται τα περασμένα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως στα καφενεία, μεγεθύνεται τόσο η συμπάθεια στις μέρες μας, όσο η συμπάθεια και η αντιπάθεια μαζί, σε άλλες εποχές. Οι σκέψεις κάνουν θόρυβο.

Ακόμη και σήμερα, η ιστορία του Καζανομανώλη αποτελεί αφορμή για συζητήσεις και συζητήσεις. Η Ξενορόδη, η καφετζίνα με το μαύρο τσεμπέρι και τη φαντή ποδιά, όταν δεν σερβίρει καφέδες και ρακές, πιάνει το βελονάκι και την κουβαρίστρα, κι όπως αβγαταίνει η δαντέλλα πόντο – πόντο στα δάχτυλα, αβγαταίνει και η περηφάνια ενώ διηγείται στα εγγόνια του αδελφού της, του Καζανογιάννη:

«Μα γροικάτε κοπέλια, όντε(ν) εβαφτίζανε τον παππού, του παππού, του παππού μου, στο μοναστήρι τση Κρουσταλλένιας, το χίλια εφτακόσια σαράντα, μια πατούλια Τούρκοι ορμήξανε με τσι χατζάρες και τα κουμπούρια και καταστρέφανε την εκκλησία. Τέθοια μάνητα είχανε που εγκρεμίζανε ό,τι βρίσκανε κι εφτάξανε και εσπάσανε ως και την πήλινη κολυμπήθρα, για κειονονά, οι καλογέροι εκάμανε τη βάφτιση σε ένα καζάνι και τουτονά εγίνηκε η αιτία που ήδωκε σε όλη τη γενιά μας το παρατσούκλι, γιατί εμείς είχαμε επίθετο, Ροβίθης», τονίζει με επισημότητα και συνεχίζει:

«Επεράσανε οι χρόνοι και όντε(ν) ήτανε ο Καζανομανώλης δεκαεφτά χρονών τσούμαρος, ένας Τούρκος από το Χουμεριάκο, ο Αληδάκος, είχε πάει στο χωριό και τον αντροκάλεσε να παλέψουνε.» Έρχεται όμως στο νου της ο Διαλλινομιχάλης, αυτός που τά ’χει γραμμένα πια καλά. Σκέφτεται για λίγο και μετά με περισσότερη επισημότητα απαγγέλει ό,τι θυμάται από εκείνο το ποίημα:

[…] «Δυο δυο ελάτε οι Ρωμιοί κι εγώ σας σε παλεύω
για να το καταλάβετε ότι δεν χωρατεύω.”
Μα όμως την αλήθεια αν θέλετε να πούμε;
μόνο αυτό το «Τσούμαρο» λιγάκι που φοβούμαι.
Το σώμα του το μπόϊ του του δείχνει πως μια μέρα
δεν θα μπορεί κανείς μ’ αυτό για να τα βγάλη πέρα.
Αυτά ’λέγε και έδειχνε τον Καπετάν Καζάνη
που μόλις τότε άρχισε μουστάκι για να βγάνη.
Αυτός τον γνώριζε καλά γιατί εσυνηθούσε
στο σπίτι του πατέρα του πολλάκις κι εδειπνούσε.
-Έλα του λέγει Τσούμαρε σίμωσ’ εδώ κοντά μου
για να παλέψωμε να δείς μωρέ την ανδρειά μου.
-Όχι (του λέγει ο μικρός) ετούτο δεν το κάνω
είμαι παιδί και με εσέ ξεύρω πως δεν τα βάνω.
Αγάς όμως ξεζώσθηκε αμέσως τ’ άρματά του
και αγκαλιάζει τον μικρό και τον τραβά κοντά του.
-Παραίτησέ το μια στιγμή Αγά να του μιλήσω
(λέγ’ ο πατέρας του παιδιού) και ίσως να το πείσω.
Παίρνει ο πατέρας το παιδί κρυφά και τ’ αρμηνεύει
να αρνηθή το πάλεμα να πη πως δεν παλεύει.
Μ’ αν επιμένει ο Αγάς για να μην τον ντροπιάσει
να πέσει μόνος ο μικρός μα πράγμα δεν θα χάση.
-Πατέρα (όμως τ’ απαντά) τότε μόνον θα πέσω
όταν από τη δύναμη που ‘χει δεν θα μπορέσω
να στηριχθώ στα πόδια μου, αυτό να γνωρίζεις·
δεν πέφτω θεληματικώς μονάχα μη μανίζεις.
-Ακόμη δεν τα είπατε; Αγάς τους σε φωνάζει
και χύνεται και το μικρό πάλι ξαναγκαλιάζει.
Τραβά Αγάς το Τσούμαρο μα κείνο ωσάν βράχος
εστέκετο αδιάσειστος κι αμέριμνος μονάχος.
Κι ενώ προσπάθει ο Αγάς για να τον ρίξη κάτω
ο Τσούμαρος παντάπασι ούτε το συλλογάτο.
Ο Αληδάκος δύναμη όση κι αν είχε βάνει
παίζει του μια, παίζει του δυο μα τίποτε δεν κάνει
ο Τσούμαρος δεν έκαμε βήμα δεν εκουνούσε
ενώ Αγάς ’πο μέσα του το εμετανοούσε.
-Αγά του λέγει προσοχή τώρα θα προσπαθήσω
να ’δω κι εγώ εάν μπορώ να σε μετακινήσω.
Και σφίγγει τον αδυνατά και πάνω τον σηκώνει
και σαν τον τράγο δια μιας στη γη τον εξαπλώνει.
Τα φρύδια του κατάσπασαν, τ’ αυτιά του κάτω κλείνα
κι έχασ’ από την κεφαλή φέσι και φουνταρίναν!
Οι χωργιανοί λεν του μικρού τι στέκεις και ξανοίγεις;
θα σε σκοτώσει σαν σκωθή μόνο ευθύς να φύγης.
Σαν εσηκώθη πράγματι σέρνει φωνή μεγάλη.
-Που’ νε του σκύλου παιδί που πόδα μ’ έχει βάλει
και με απάτη μ’ έριξε! Που ‘ νε να το πληρώσω!
Βαλάχ μπιλάχ το άπιστο που ’νε να το σκοτώσω.
-Αυτό (του λένε) έφυγε να! Κοίτα το κει πέρα
και την πιστόλα τράβηξε και στέλλει του μια σφαίρα’.
Μα ούτε στα μεσόστρατα δεν έφθασε εκείνη
ήταν μακρυά πολύ μακρυά κι Αγάς φαρμάκι πίνει.
-Σήμερον (λέγει) τα στοιχειά μ’ κυνηγούνε όλα,
κι απ’ το θυμό του έκαμε κομμάτι τη πιστόλα.
κι από τη λύσσα κι εντροπή χωρίς να ομιλήση
αμέσως ετοιμάσθηκε για να αναχωρήσει.» [..]

Μετά από αυτό το επεισόδιο, το γνωρίζεις κι εσύ, αυτός ο καπετάνιος, προπάππους και της γιαγιάς Γαρυφαλλιάς, κατέφυγε στα Λασιθιώτικα βουνά για να αποφύγει την εκδίκηση, και έτσι άρχισε τη χαΐνικη ζωή του και τη μεγάλη δράση από την Αλόιδα. Αργότερα, στην επανάσταση του 1821, όχι μόνο εκπροσώπησε πολλές φορές τους Λασιθιώτες στις συνελεύσεις των επαναστατών, αλλά και πολέμησε και σε αρκετές μάχες. Το 1825 αφού καταπνίγηκε μια ακόμη επανάσταση των Κρητικών, αναγκάστηκε μαζί με πολλούς συντρόφους του να καταφύγει στη Στερεά Ελλάδα όπου και συνέχισε να μάχεται. Μετά κλείστηκε στο Μεσολόγγι, στην ηρωική έξοδο, τραυματίστηκε βαριά. Ταλαιπωρημένος κατέφυγε με τους συντρόφους του στη Νάξο. Εκεί ο Καζανομανώλης, ο ατρόμητος χαΐνης του Λασιθιού, πέθανε, ξεχασμένος όπως λένε, από την Ελληνική πολιτεία…

Όσο για τον Διαλλινομιχάλη από τη Νεάπολη, ήταν ο λόγιος που έγραψε όχι μόνο το έπος του Καπετάν Καζάνη αλλά και το έπος της Κριτσωτοπούλας, της όμορφης Ροδάνθης.

Ανοίγεις κι εσύ, το παλιό βιβλίο του Διαλλινομιχάλη με τις κιτρινισμένες σελίδες, πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Με την αφή αισθάνεσαι τις λέξεις του ποιητή, με την αφή συλλαβίζεις κι εσύ:

«[…]Βουνά και όρη διασκελά η κόρη ανδρειωμένη
και φθάνει ξημερώματα στο Μεσακό Λασήθι.
Ένας παππάς στην εκκλησιά έτυχε να πηγαίνη,
για Τούρκο την ενόμισε κι έφυγε που ’φοβήθη..
-«Γέροντα, Τούρκο μ’ έπηρες; Μη φεύγεις, απατάσαι,
είμαι κι εγώ Χριστιανός, σίμωσε μη φοβάσαι.
Μια χάρι μόν’ επιθυμώ, αν θέλης να μου κάνης,
να μ’ ωδηγήσης όπου είν’ ο Καπετάν Καζάνης.
Στον Καπετάνιο απαιτώ αμέσως να με φέρης
κι ευεργεσία εις αυτόν και εις εμέ προσφέρης”.
Μέσα που έλεγαν αυτά έτυχε κι επερνούσαν,
τέσσαρες Μαρμακετιανοί όλοι των καββαλάροι
κι εξεφοβήθηκε ο παππάς κι αυτοί που τους ακούσαν
ωδήγησαν στον αρχηγό αυτό το παληκάρι.
Ο Αρχηγός ως είδενε τον Τούρκον εμπροστά του,
του φάνηκε παράξενο, πώς να τ’ αποφασίση,
ένα Τουρκάκι σαν κι αυτό, να πάρη τ’ άρματά του,
στ’ απάτητο Λασήθι του, άφοβα να πατήση.
-«Καλώς το το Τουρκόπουλο, τί θέλεις στα βουνά μου»;
-«Ω μη με λες Τουρκόπουλο, γιατί πον’ η καρδιά μου,
αχ Καπετάνιο βλασφημείς, Τούρκο εαν με λέγης.
Αν ήξερες τα πάθη μου ήθελε να με κλαίγης.
Μανώλης εγεννήθηκα, Μανώλης θα ποθάνω,
Πασσάδες δε θα προσκυνώ, ούτε και τον Σουλτάνο!
Είμ’ απ’ τη Στεία Αρχηγέ, απ’ το χωρίον Σφάκα
κι ένας Αγάς Γενίτσαρος με πήγε στη Ρουκάκα,
για σκλάβο του κι εδούλεβα σε τούτο νύκτα-μέρα,
χωρίς φαγί ή πληρωμή! Ένα κομμάτι μόνο
ψωμί για ζήσι μου ‘δινε κι ελεύθερον αέρα
ποτέ μου δεν ανέπνευσα, μόνο καϋμούς και πόνο
πάντοτε είχα στη καρδιά κι έκλαιγα κι εθρηνούσα.
Αχ Καπετάνιο μου, ζωή δεν ήτο που εζούσα.
Έβλεπα τους Χριστιανούς σα ζώα να τους σέρνουν
και κορασίδες Χριστιανές, οι άπιστοι να παίρνουν
κι εις τους γονέους των μπροστά, παρθένες ν’ ατιμάζουν!
Αχ! πού να σας διηγηθώ τί ‘δαν τα δυο μου μάτια!
Είδα με χώρις αφορμή, Χριστιανούς να σφάζουν
και η καρδιά μου ράϊζε κί εγίνετο κομμάτια.
Για κείνο αποφάσισα κι εγώ μιαν εσπέρα
που εκοιμάτο ο Αγάς επάνω στον οντά του,
να φύγω δια να έλθώ κι εγώ ο δόλιος εδώ πέρα
και του ‘κλεψα τα ρούχα του μαζύ και τ’ άρματά του.
Ναι, ν’ αναπνεύσω λευτεριάς αέρα εδώ πάνω,
να πολεμώ με τους εχθρούς κι έπειτα ας ποθάνω.
Πάρε με Καπετάνιο μου, μαζύ σου στρατιώτη
κι όταν εχθρούς θα πολεμάς να βρίσκομαι κοντά σου.
Ω! Αν με διώξεις θεωρώ σα να με λες προδότη.
Ναι, σε ορκίζω στο Θεό και εις την ανδρειά σου.
Αχ! Είπε ψέμμα κι όποιος πη ψέμματα τιμωρείται.
Ναι είνε αθώον κι ευγενές ένα τοιούτο ψώμμα
και ο Πανάγαθος Θεός το συγχωρεί ακόμα.
Γιατί το ψώμμα του αυτό θέλει να βοηθήση
ανθρώπους όπου πάσχουνε και όχι ν’ αδικήση».
-«Ας είνε», λέγει ο Αρχηγός, «εγώ θα εξετάσω
κι αν είνε όπως μου τα λες, τότε θα σε κρατήσω,
ή δ’ άλλως και με απατάς, ευθύς θα σε κρεμάσω
ή με το γιαταγάνι μου αυτό θα σε ξεσχίσω».
-«Ξέτασε Καπετάνιε μου και αν σου λέγω ψέμμα,
χύσε με το μαχαίρι σου το εδικό μου αίμα».
-«Εξ άλλου συ είσα μικρός, παιδί και δεν αντέχης,
ωσάν εμάς μερόνυκτα, εις τα βουνά να τρέχης.
Τη πείνα και τη κούρασι μπορείς να τη βαστάξης;
Τον ύπνο δυο μερόνυκτα, πες μου, δε θα νυστάξης;»
-«Αυτά τα σκέφτηκα πριν ‘ρθω, λοιπόν δε θα δειλιάσω,
με του Θεού τη δύναμι, όλα θα τα βαστάξω».
-«Μείνε λοιπόν προσωρινώς μ’ εμάς μικρέ Μανώλη».
Και λέγει στους συντρόφους του π’ αμέσως ήλθαν όλοι:
«Πάρετε τούτο το παιδί, μαζύ μας θα γυρίζη
κι ως αδελφό του ο καθ’ είς πρέπει να το γνωρίζη».
Ιδιαιτέρως δ’ ωμιλείς στον πρωτοξάδελφόν του,
το κάθε ένα κίνημα που κάμνει να προσέχη,
να επιβλέπη δηλαδή τον νεοσύλλεκτόν του,
ώστε να πληροφορηθούν πραγματικώς τί τρέχει.…» […]

Στα καφενεία του Λασιθιού, ασυνήθιστες γυναίκες και με σπάνια ονόματα που όμως συνηθίζονται στον τόπο, η Μελπομένη, η Ερασμία η Κορνηλία, η Αρσινόη, η Ζαμπία, η Γαλάτεια, η Πολυξένη, η Πηνελόπη, η Ανίκα, η Χαρίκλεια, η Πολύμνια, η Αφέντρα, η Ξενοδώρα, η Φαινομάχη, η Ονησίμη, η Σελινόη, η Χαριγένεια, η Τζιβαγιέρα, η Μελιτίνη, η Μυράνθη, η Πραξιδίκη, η Δημοκρατία, όλες υπέροχες, όλες τους, δίνουν καθημερινά ραντεβού με ντόπιους και ξένους.

Σε αυτά τα χωρίς προσκλήσεις ραντεβού, η απουσία γίνεται αμέσως αντιληπτή, με τον χαιρετισμό μιας καλημέρας, ή μιας καλησπέρας. Οι καφετζίνες στο Λασίθι μπορούν και πλησιάζουν τους ανθρώπους, με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ξέρουν να μοιράζονται άλλοτε τα δύσκολα και άλλοτε τα εύκολα, ξέρουν πως στους καφενέδες αποκτά μεγαλύτερη αξία όχι μόνο αυτό που θυμάσαι, αλλά και το πώς και με ποιους μαζί θυμάσαι.

Ξέρουν και να πειράζουν καλόκαρδα και αφήνουν περιθώρια για να δεχτούν και οι ίδιες πειράγματα. Τα μάτια τους, μαρτυρούν μιαν άλλη εποχή, εκεί που ο χρόνος έχει σταματήσει, εκεί που κερνούν ακόμη μ’ ένα γλυκό του κουταλιού την αγάπη για την αγάπη και ξετυλίγονται οι αναμνήσεις. Διαλέγεις μια χωριάτικη ψάθινη καρέκλα και μια θέση που σε βολεύει να ακούς και δεν θα βαρεθείς. Ιστορίες, γνώμες, απόψεις, δεισιδαιμονίες. Πώς να μην γοητευθείς με τόσες εικόνες, τόσες φωνές, τόση αγάπη…

Ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι καμιά φορά πέφτουν τ’ άστρα από γκρεμό σε γκρεμό, μέχρι να σβήσουν στον πιο βαθύ, τον πιο μεγάλο γκρεμό της ψυχής. Αποκοιμήθηκες κάποτε με δεμένα μάτια στης τριανταφυλλιάς τον ίσκιο. Τα χέρια σου γεμάτα αγκάθια, μα η σκέψη μύριζε ροδόνερο.

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Κέρκυρα, Μάρτης 2023

Ζωή Δικταίου


[Απόσπασμα από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών»]
Εκδόσεις : Φίλντισι,2021. ISBN : 978-618-5456-32-0


Ζωή Δικταίου

Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.

Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:

– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:540