Εμποροραφείον Γεωργίου Τακάκη | της Άννας Τακάκη
Τα μάτια της ψυχής μου εκεί πάνω ακόμη εστιάζουνε. Στη μεταλλική ταμπέλα πάνω από την είσοδο: «Εμποροραφείον Γεωργίου Τακάκη». Μεγάλωσα κι εκεί. Με τις καρούλες, τους πήχες, τα ψαλίδια, τα υφάσματα, τα έτοιμα ανδρικά ενδύματα. Με τον πατέρα να έχει μόνιμα το μέτρο κρεμασμένο στο λαιμό του, και με την καρφιτσοθήκη στο μπράτσο του, με μια βελόνα στο χέρι να ράβει, να σιδερώνει ή να γαζώνει στη μηχανή του, να τροπώνει τα παντελόνια ή να σχεδιάζει στον πάγκο τα καινούρια κουστούμια. Απορώ πως δεν έγινα μοδίστρα ή σχεδιάστρια μόδας. Βλέπετε, ήτανε αντρικό το περιεχόμενο.
Παρόλα αυτά, κι εγώ καρίκωσα παντελόνια, το μικρότερο τσιράκι του, όπως έλεγε, καθώς η μάνα μου ήτανε το μεγαλύτερο. Μετά από τις αγροτικές δουλειές κι η μάνα αναλάμβανε δουλειά στο ραφείο, να καρικώνει ή να ράβει τα στριφώματα στα παντελόνια, τέλεια ψιμυθευτή η δουλειά της.
Περάσανε από τα χέρια του κάμποσοι μαθητάδες, μετέπειτα ράφτες, καθώς είχε τη φήμη του καλού μάστορα. Φραγκοράφτη συνηθίζανε να λένε τον ράφτη, γιατί τα παλιά χρόνια λεγότανε τερζής, αυτός δηλαδή που έραβε κρητικές στολές. Για τα σύγχρονα αντρικά κουστούμια μετονομάστηκε φραγκοράφτης και τα κουστούμια λεγόταν φράγκικα, σαν προερχόμενα από τη Φραγκιά.
Τα τσιράκια του, δηλαδή τους μαθητές του, τα είχε μέρος της οικογένειας. Μέρες γιορτών, που είχε πολλή δουλειά, τρώγανε σπίτι μας και πολλές φορές ξωμένανε κιόλας, γιατί ήτανε από άλλα χωριά. Γι’ αυτό το σπίτι μας είχε πολλά παιδιά πέρα από μας τα δυο. Κι είχε το χωριό μας, η Ζήρος, κάποιες δεκαετίες πριν, μια άλλη ζωή, μια ένταση, μια ζωντάνια.
Άνθρωποι του κάματου και της διασκέδασης ξέρανε να τα
συνταιριάζουνε όλα. Χρόνια που φύγανε, χρόνια που φτάσανε…πώς να μην αναπολώ και να μην αναριγώ, όποτε ο νους με φέρνει χρόνια πολλά πίσω;
Μου άρεσε το εμποροραφείο μας. Εκεί ήτανε η δουλειά, ή μάλλον η τέχνη του πατέρα μου και μια διέξοδος στην μικρή κοινωνία που ζούσαμε με μια άλλη και ανεκτίμητη κοινωνικότητα. Γιατί εκτός του άλλου εκεί ήταν και τόπος συνάντησης συγχωριανών και ξενοχωριανών.
Το πρώτο ραφτάδικο ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με μια ραφτομηχανή κι ένα μεγάλο πάγκο με τα εργαλεία της ραφτικής, τους πήχεις, το σίδερο με τα κάρβουνα, ένα μεγάλο καθρέφτη α, ναι κι ένα μεγάλο ξύλινο ραδιόφωνο μονίμως να παίζει. Μα καθώς όλα εξελίσσονται, το μικρό ραφτάδικο έγινε εμποροραφείο. Καινούριο μεγάλο κτίριο σε κεντρικό σημείο του χωριού. Ο πατέρας μου εκτός από ράφτης έφερνε και έτοιμα παντελόνια, μπλούζες, μπουφάν και πουκάμισα, έφερνε και τζην που αρχίσανε τότε να εμφανίζονται. Και για το λόγο αυτό πήγαινε δυο φορές το χρόνο στην Αθήνα για να τα προμηθευτεί. Με τα χρόνια, δηλαδή, από απλός ράφτης ο πατέρας έγινε εμποροράφτης. Άλλη εξέλιξη αυτή.
Το εμποροραφείο εκτός των πελατών του ήταν και ο τόπος συνάντησης πολλών, ειδικά των νέων και πολλών φοιτητών, που έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη κι εκτίμηση για τον πατέρα, για το ήθος του, τις ατάκες και το χιούμορ του αλλά και το άλλο ταλέντο που είχε να διασκεδάζει τον κόσμο με τις μιμήσεις του. Πόσες φορές δεν έκανε τους αδελφούς Κατσάμπα, μιμούμενος τα τραγούδια τους! Ο πατέρας μου -ο Ντάκος όπως τον ονομάτισαν- ράφτης, έμπορας, αγρότης και τραγουδιστής!
Τον θυμούμαι στα καφενεία του χωριού να τσαγκουρνά μια κιθάρα, ανεβασμένος στην ψηλή πίστα του- πάνω σ΄ ένα τραπέζι-. και να τραγουδεί, αυτοσχέδια τραγούδια. Αχ, βρε πατέρα, πόσο μας λείπεις! Τον θυμούμαι, όπως και πολλοί συγχωριανοί μου, να κάνει τον Ιταλό και να παρλάρει αυτοσχεδιάζοντας ιταλικά με τις λίγες ιταλικές λέξεις που ήξερε από την κατοχή. Πολλές φορές βαστούσε μια εφημερίδα κι έκανε πως τη διάβαζε στα Ιταλικά. Κι οι θεατές κάτω να τον χειροκροτούν και να τον παροτρύνουν να συνεχίζει αυτή τη διασκεδαστική παράσταση. Τον θυμούμαι στους χορούς και στα πανηγύρια, με τη μερακλωσύνη του, το τραγούδι του, τον αυθορμητισμό, την γνήσια αυθεντικότητά του. Θυμούμαι το ξεκαρδιστικό γέλιο του κόσμου με τις ανεπανάληπτες αστείες πρόζες και τις ατάκες του! Αχ, βρε πατέρα, τι καλός ηθοποιός, που θα γινόσουνα, αν τύχαινε να πέσει το άστρο σου σε κατάλληλο τόπο και χρόνο. Εγώ μικρή τότε δεν καταλάβαινα το τι έκρυβες μέσα σου. Πολλές φορές ντρεπόμουν για όλα αυτά τα αστεία σου, που κρύβανε μια σοβαρή αλήθεια. Μικρή ήμουν ακόμη και δεν καταλάβαινα. Γι’ αυτό το κάτι το ξεχωριστό που ήσουν το κατάλαβα μεγάλη πια. Ήρθε ο καιρός να το νιώσω στην απεραντοσύνη του, φέρνοντας μια μια τις εικόνες στο μυαλό μου. Τα είχες όλα τα χαρίσματα, πατέρα! Και δουλευτής και προνοητικός και κοινωνικός και διασκεδαστής ήσουν. Έφυγες άδοξα, με πολλούς πόνους στο τέλος, από την επάρατη νόσο, αλλά άφησες πολλές μνήμες, και ένα καλό όνομα. Λίγοι και πολλοί το ξέρουν, όπως κι εγώ, πως έγραψες τη δική σου ιστορία. Και παραδοσιακός και μοντέρνος και μερακλής και καλός γονιός ήσουν. Το πρώτο παντελόνι που έβαλα έφηβη (δεκαετία του 70) ήταν από τα λατρεμένα σου χέρια, και το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που διάβασα ήταν δικό σου δώρο. Στο δημοτικό ήμουν όταν μου ’φερες από ένα ταξίδι σου στην Αθήνα το «χωρίς οικογένεια» του Έκτορα Μαλό. Το διάβαζα και το ξαναδιάβα.
Ας είσαι ευλογημένος εκεί πάνω που είσαι! Τίποτα δεν πάει χαμένο σ’ αυτόν τον κόσμο. Ότι υπήρξε ωραίο και πολύτιμο υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα! Όσο για εκείνο το ραφτάδικο που έγινε εμποροραφείο, ήταν για μένα και για πολλούς άλλους ένα άλλο σχολειό. Γιαυτό υπάρχεις και θα υπάρχεις πάντα εδώ, στον τόπο που έζησες, στην ψυχή μας, και στο νου όλων αυτών που αγάπησες και σε αγάπησαν!
Στη μνήμη σου, 10 χρόνια απουσίας
Άννα Τακάκη
[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι το έργο «The Old Tailor» μολύβι σε χαρτί 38Χ28 εκ., 2021, του Hernawan Palastian, από την πόλη Temanggung της Κεντρικής Ιάβας στην Ινδονησία]
Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη. Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα. Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.