Όμορφη που ‘ναι η Λαμπρή… | της Σούλης Ρουμπίνη
«Χριστός Ανέ – Χριστός Ανέστη μάτια μου
Χριστός Ανέστη μάτια μου κι έλα να φιληθούμε,
έτσ’ είναι μάτια μου, έτσ’ είναι κι έλα να φιληθούμε
πάρε και κλη – πάρε και κλήμα τ’ αμπελιού
πάρε και κλήμα τ’ αμπελιού κι έλ’ να στεφανωθούμε.
Έβγα να με δεις που ήρθα
τ’ άστρι μ’ έφερε τη νύχτα.
Όμορφη που ‘ναι η Λαμπρή απ’ όλες τσι σκολάδες,
που βγάζουν την Ανάσταση μ’ ολόχρυσες λαμπάδες.
Βιόλα μου και κατιφέ μου
δε σ’ αλησμονώ ποτέ μου…»
(τραγούδι από το Μελί Ερυθραίας της Μικράς Ασίας).
Μέρα χαράς, η Κυριακή του Πάσχα γιορτάζεται με τραγούδια και χορούς, που ωστόσο σήμερα έχουν χάσει μεγάλο μέρος της τελετουργικής σημασίας τους, και από συλλογική εκδήλωση της κοινότητας εντάσσονται συνήθως στο στενότερο πλαίσιο του οικογενειακού γλεντιού.
Παλιότερα, βέβαια, η κοινότητα χόρευε μπροστά στην εκκλησία και συνοδευόταν από τραγούδια προσαρμοσμένα στην ιερότητα της στιγμής. Τουλάχιστον τα περισσότερα, γιατί ο λαός έβρισκε τρόπους να εκφράζει τα πραγματικά του αισθήματα, ξεγελώντας το, κατά τα άλλα, άγρυπνο βλέμμα της κοινωνικής συμβατικότητας και της εκκλησιαστικής ηθικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παρακάτω τετράστιχο ενός τέτοιου θρησκευτικού τραγουδιού:
«Σήμερα είναι Λαμπρή
Χριστέ κι αληθινέ μου κι έλα να φιληθούμε
για την αγάπη του Χριστού
μα το Χριστό ανέστη, δε μας παρεξηγούνε».
Αν και το Πάσχα είναι ταυτισμένο με τη χριστιανική παράδοση, οι ρίζες των εθίμων που τελούνται αυτή την περίοδο έχουν μακρινή προέλευση: Από τις αρχέγονες τελετουργίες που αποτυπώθηκαν στις μυθολογίες όλων των λαών και οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «Ανάστασης», ως απόπειρας ερμηνείας των επαναλαμβανόμενων κύκλων της φύσης και της ζωής. Με τις σχετικές τελετουργίες, ο άνθρωπος γιόρταζε την «αναγέννηση» της γης την άνοιξη και υμνούσε το φως του ήλιου, ενώ εκφραζόταν η ανάγκη για καλυτέρευση της ζωής του. Σαφής αναφορά στην αρχέγονη αυτή λειτουργία αποτελεί η ελληνική λέξη Λαμπρή (με αρχαιοελληνικές ρίζες), η οποία εκφράζει πολύ περισσότερα από τη λέξη Πάσχα (προέρχεται από το εβραϊκό «Πεσάχ»: διάβαση). Όποια ονομασία και αν δώσει κανείς στην κορυφαία γιορτή του χριστιανικού κόσμου, ο συμβολισμός της είναι πάντα ο ίδιος: Η νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. Η Σταύρωση εγκυμονεί την Ανάσταση, το πένθος τη χαρά… Μήπως και ο συμβολισμός του θείου δράματος δε βασίζεται στο αρχετυπικό σχήμα μιας αντίφασης; Ο θεός πεθαίνει, ενώ ο κόσμος ξαναγεννιέται και κηδεύεται μέσα στην οργιαστική ανθοφορία της φύσης…
Έθιμα με μακραίωνη προέλευση
Το πανδαιμόνιο που επικρατεί μόλις ο παπάς εκφωνεί το «Χριστός Ανέστη», με τους κρότους, εξηγείται από την επιθυμία να εκδιωχθούν τα δαιμονικά, στοιχείο ειδωλολατρικό και χριστιανικό. Αντίστοιχα, οι αρχαίοι Έλληνες χτυπούσαν χάλκινα σκεύη, ενώ σε όλους τους λαούς συναντάται ανάλογη τελετουργία. Πρόκειται για ξόρκι στα δαιμόνια που ξέμειναν από το χειμώνα, αλλά και σε αυτά της άνοιξης που επιβουλεύονται τη σοδειά και την υγεία των ανθρώπων. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του σπουδαίου λαογράφου Γεωργίου Α. Μέγα «Ελληνικές Γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας» (1956), στη Χίο, «όλοι χτυπούν τα στασίδια και γίνεται ένα νταβαντούρι, ένα κακό!..». Επίσης, όταν ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη», η ατμόσφαιρα δονείται από τις τυμπανοκρουσίες, τους πυροβολισμούς, το θόρυβο των κροτίδων και των πυροτεχνημάτων. Ορισμένες φορές, στόχος των κροτίδων είναι ο ίδιος ο παπάς! Σύμφωνα με μια είδηση από την Κορώνη, «άλλοτε έβλεπε τη μαύρη του τη συμφορά ο παπάς στην Ανάσταση». Το πανδαιμόνιο αυτό συνεχίζεται και στους δρόμους, όπου πολλοί σπάζουν πήλινα αγγεία. Όπως λένε στη Ζάκυνθο, το κάνουν «για τη χάρη του Χριστού και την πομπή των Οβραίων», η πράξη αυτή, ωστόσο, αποσκοπεί σε κάτι σοβαρότερο, στην εκφόβιση των δαιμόνων που αντιμάχονται την Ανάσταση του Σωτήρα… Το ιδιαίτερα εντυπωσιακό και θορυβώδες έθιμο τελείται ακόμη και σήμερα στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο, με τους κατοίκους να πετούν όλοι μαζί από τα παράθυρα των σπιτιών στο δρόμο διάφορα πήλινα σκεύη. Το φως είναι, επίσης, ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της Ανάστασης. Μοιράζεται από τον παπά και από τον έναν στον άλλον. Παλιότερα πρόσεχαν από ποιον το έπαιρναν, ώστε να συνοδευτεί από ευτυχία, ενώ οι ανύπαντρες έπαιρναν το φως από άνδρα, για να παντρευτούν μέσα στο χρόνο.
Το σούβλισμα του πατροπαράδοτου αρνιού και το βάψιμο των κόκκινων αυγών είναι από τα πλέον διαδεδομένα έθιμα. Τα αυγά – σύμβολο της ανανέωσης της ζωής και το πιο χαρακτηριστικό πρωτόγονο σύμβολο που επιβιώνει μέχρι σήμερα – βάφονται συνήθως κόκκινα (τη Μεγάλη Πέμπτη), χρώμα παγανιστικό και ξορκιστικό. H χρήση τους είναι σχεδόν παγκόσμια στο χριστιανικό κόσμο τις μέρες αυτές και η διακόσμησή τους παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, ως προς τα θέματα, τα χρώματα και τις τεχνικές. Για το κόκκινο χρώμα τους, ο λαός μας δίνει διάφορες εξηγήσεις: Άλλοι λένε ότι το κόκκινο χρώμα θυμίζει το αίμα του Χριστού που χύθηκε για τους ανθρώπους, ενώ άλλοι λένε ότι είναι το χρώμα της χαράς. Κάποιοι πάλι διηγούνται την παρακάτω παράδοση: Όταν αναστήθηκε ο Χριστός, το είπαν σε μια γυναίκα που κρατούσε ένα καλάθι με αυγά και αυτή απάντησε: «Θα πιστέψω την ανάσταση του Χριστού, μόνο όταν τα αυγά που κρατώ γίνουν κόκκινα». Στα χωριά της Μακεδονίας τα αυγά βάφονται με κόκκινο ξύλο, την «μπακάμη». Παλιά το πρώτο αυγό το παράχωναν στα αμπέλια, άλλο αυγό τοποθετούνταν στο εικονοστάσι, ενώ τη βαφή που έμενε την παράχωναν στο χώμα, σαφή αναφορά σε πρωτόγονες δοξασίες. Σε κάποια χωριά της Μακεδονίας, όπως οι Ελευθερές, με την μπογιά σημάδευαν το κεφάλι και την πλάτη των μικρών αρνιών, ενώ στη Μαργαρίτα Έδεσσας πίστευαν ότι αν μια χρονιά δε ρίξουν κόκκινα αυγά στο βράχο η σοδειά τους θα καταστραφεί. Από την Ανατολική Θράκη προέρχεται το έθιμο, που συναντάμε στο Αμύνταιο, με τα αγιασμένα αυγά να τοποθετούνται δίπλα στο εικόνισμα. Ένα από αυτά μένει όλο το χρόνο κοντά στην εικόνα, ενώ όταν έχει καταιγίδα η μητέρα το βγάζει στο μπαλκόνι με την πυροστιά και προσεύχεται για να απομακρυνθούν ο κεραυνός, το χαλάζι, οι πλημμύρες. Τα υπόλοιπα αγιασμένα αυγά θάβονται μετά τη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής στα αμπέλια και στα χωράφια για να δώσουν καλή σοδειά.
Συμβολικά χρησιμοποιούνταν και το ψωμί, με τη μορφή της Λαμπροκουλούρας και του Λαμπρόψωμου, τα οποία, όταν μάλιστα ευλογούνται, είναι «μαγικά» και φέρνουν δύναμη στο σπίτι. Συμβολικά και με παγανιστικές καταβολές ήταν και τα διάφορα σχήματα που έφτιαχναν πάνω τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αρχέγονων δεισιδαιμονιών που επιβίωσαν στα χριστιανικά έθιμα ήταν η κουλούρα της Μεγάλης Πέμπτης, η οποία φυλαγόταν στο εικονοστάσι μέχρι την Πρωτομαγιά, οπότε και την έτρωγαν, για να προστατεύονται τα μέλη της οικογένειας από τα μάγια. Επίσης τη Μεγάλη Πέμπτη κρεμάγανε στο παράθυρο ένα κόκκινο πανί, που συμβολίζει το αίμα του Χριστού. Όσο το πανί ήταν κρεμασμένο στο παράθυρο, οι γυναίκες δεν έπλεναν ούτε άπλωναν ρούχα, γιατί το θεωρούσαν κακό σημάδι. Οι νοικοκυρές από μέρες κάνουν τις ετοιμασίες του πασχαλινού τραπεζιού. Εκτός από τη λαμπροκουλούρα φτιάχνουν γλυκά, τσουρέκια, ψήνουν πίτες και άλλα γλυκίσματα. Παλιότερα, για την ετοιμασία και το σερβίρισμα, οι νοικοκυρές χρησιμοποιούσαν πήλινα αντικείμενα, όπως πιατέλες, τσανάκια, τσουκάλια, λαδικά και άλλα αντικείμενα, που σήμερα έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονα σκεύη.
Η Λαμπρή γιορταζόταν παλιά και μέσω χορών και αγωνισμάτων. Τα λαϊκά αγωνίσματα πραγματοποιούνταν στο ύπαιθρο από όλο το χωριό. Περιλάμβαναν: Ιππασία, με τα άλογα να καβαλικεύονται χωρίς σέλα (σε ορισμένα μέρη το «τέρμα» είναι το καφενείο, όπου ο νικητής έχει δικαίωμα να μπει με το άλογό του), τρέξιμο, με έπαθλο ένα ολόκληρο αρνί (στην Αράχοβα έτρεχαν και οι γέροι), πήδημα με φόρα ή χωρίς, άλμα εις ύψος, πάλεμα, ρίψη πέτρας, άρση βαρών, διελκυστίνδα, αλλά και κούνια για τις γυναίκες (προέρχεται από την αρχαία αιώρα).
Ρουμπίνη Σούλη
[Δημοσιεύτηκε την 1/5/2005, στο ένθετο «7 ΜΕΡΕΣ», του Ριζοσπάστη]