Το κάλεσμα των παιδιών | του Παναγιώτη Μηλιώτη
Μέσα στ’ όνειρό του, έπειτα από δέκα νύχτες,
επάτησε με το πόδι του την αλάνα που ’παιζε παιδί,
για να θυμηθεί τις χαρές που έζησε από τη μπάλα και τις εκμυστηρεύσεις
αλλά και τις τρομάρες που ’παιρνε από τα σκληρά κι ασυναίσθητα φερσίματα
των συνομηλίκων του. Περπάτησε ως εκεί που κατέληγε το χώμα της αλάνας
στην πλάτη μιας τριώροφης, κυρτής πολυκατοικίας και είδε έναν τεράστιο λάκκο.
Κατέβηκε το τούνελ το βαθύ κι άκουσε φωνές και χτύπους λες και ήταν σε εργοστάσιο.
Εκεί, είδε τα παιδιά που χάθηκαν με το τραίνο στα Τέμπη. Κάποια τού ήταν αναγνωρίσιμα, όλα ήταν αρτιμελή, ντυμένα με φόρμεςˑ εργαζόντουσαν πυρετωδώς φτιάχνοντας το δικό τους τραίνο. Πιο πίσω μια φιγούρα κοιτούσε έναν κατάλογο με ονόματα, -με μαύρη αμφίεση και κουκούλα όπως τις απόκριες -κρατούσε ένα στυλό και σημείωνε. Δεν μπορούσες πολύ κοντά να την πλησιάσεις κι ούτε φαινόταν να ’χει χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Με το που με είδε, είπε τα εξής: «Μπούχτισα, κουράστηκα. Γι’ αυτό επίταξη διέταξα στους πιο επιφανείς γιατρούς για να τα κάνουνε όπως ήτανε. Μη νομίζεις ότι μου ’ναι κι εμένα εύκολο να βλέπω νέα παιδιά να δολοφονούνται έτσι.» Ένα αγόρι με πλησίασε με βλέμμα περήφανο αλλά με χαμόγελο παγερό και μου ’πε: «Σε καλέσαμε ως εδώ άγνωστε ποιητή, για να σου πούμε πως από δω και πέρα, εμείς θα συνεχίζουμε να ταξιδεύουμε υπόγεια, δίχως κάποιον συγκεκριμένο προορισμό.» Κι ένα κορίτσι μ’ έπιασε απ’ το μανίκι και με πήγε σε μια άλλη στοά όπου έκαιγε μέσα σ’ έναν κλίβανο μια τεράστια φωτιά: «Εδώ καίει η γνώση, κατά το πλείστον άπραγη. Είναι ανεξάντλητη. Φτιάχνεις ό,τι τραίνο και ράγα θέλεις.» Για μια στιγμή σταμάτησαν τις εργασίες τους και με μια φωνή κάποια παιδιά μού είπαν: «Αυτό να πεις, αν μπορείς στους γονείς μας και στους εργάτες, πως αν φτάσουμε κάπου με το τραίνο που φτιάχνουμε, θα ’ναι όταν το Τραίνο της Ανθρωπότητας καταφέρει και φτάσει σ’ εκείνον το Σταθμό, όπου από κει και πέρα το κοντέρ του κόστους για τα μέτρα ασφαλείας, θα δείχνει σταθερά μηδέν.»
Παναγιώτης Μηλιώτης
O Παναγιώτης Μηλιώτης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Σπούδασε ηλεκτρονικός κι εργάζεται στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές Μια ανάσα δρόμο (Ars Nocturna,2013), για την οποία του απενεμήθη το βραβείο Γιάννης Βαρβέρης της Εταιρείας Συγγραφέων 2014, τη συλλογή με τίτλο το Σκίτσο στην ντουλάπα (Θράκα 2017, β΄ έκδοση Ενύπνιο,2020) και τη συλλογή με το τίτλο Λιώναν με τις μπότες το χορτάρι (Ενύπνιο,2021). Ποιήματα του και άρθρα έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά.