Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Η γάτα | του Βασίλη Φυτσιλή



Εκείνους τους τελευταίους μήνες του 1949, στα βουνά των Αγράφων βασίλευε παντού ερημιά και αγριότητα. Μετά την πτώση του Γράμμου, στα τέλη Αυγούστου, η κατάσταση για τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού είχε γίνει απελπιστική. Οι δυνάμεις του Αρχηγείου της Νότιας Ελλάδας, αποδεκατισμένες και χωρίς καμιά σύνδεση με το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, αντιμετώπιζαν το φάσμα της ολοκληρωτικής εξόντωσης, τόσο από τα χτυπήματα του κυβερνητικού στρατού, που αλώνιζε πια ανενόχλητος και χτένιζε μέρα-νύχτα όλα τα δάση και τις ρεματιές, όσο και από την έλλειψη τροφής. Οι τελευταίες προμήθειες που είχαν κρυμμένες σε διάφορα καταφύγια, είτε εξαντλήθηκαν, είτε τις ανακάλυψαν οι άλλοι και τις κατέστρεψαν.

Ο Στάθης Δεληβοριάς, από τα παλιά στελέχη του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, στο χώρο των Αγράφων, έμεινε μόνος, με διαμπερές τραύμα στο ένα πόδι, ύστερα από την εξόντωση ολόκληρης της ομάδας του. Προσπάθησαν να περάσουν πάλι προς το Γράμμο, και από κει να βγουν στην Αλβανία, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Καθηλωμένος για έναν ολόκληρο μήνα σε μια σκοτεινή σπηλιά, ψηλά στις ράχες της Αφορεσμένης, προσπαθούσε να γιατρέψει το τραύμα του καθαρίζοντάς το με χόρτα αντί για γάζες και βάζοντας απάνω στην πληγή λίγο καπνό ψιλοκομμένο, που τον φύλαγε σε μια καπνοσακούλα, για ν’ ανάβει πού και πού κανένα τσιγάρο. Ευτυχώς, είχε στο σακίδιό του αρκετά κάστανα, που τα είχαν μαζέψει σ’ έναν ζάβατο, εκεί στα χωριά των Απεραντίων, πριν ξεκινήσουν για το μακρινό ταξίδι τους, και μ’ αυτά πέρασε αρκετές μέρες.

Το τραύμα του επουλώθηκε, και ξεκίνησε πάλι, ολομόναχος, χωρίς καμιά σύνδεση και καμιά πληροφορία για την τύχη των δικών του. Σχεδίασε με το νου του ένα δρομολόγιο με κατεύθυνση το Γράμμο. Τον τόπο τον ήξερε καλά.

Βαδίζοντας πάντα τη νύχτα, και αποφεύγοντας περάσματα και μονοπάτια που τα είχαν όλα πιασμένα οι άλλοι, πέρασε έξω απ’ τα χωριά, Σαμαρίνα, Ζούζουλη, Επταχώρι, και ρίχτηκε απέναντι, προς τις Αρένες, βουνά που τα γνώριζε απ’ τις μεγάλες μάχες που έδωσαν εκεί, στον Κλέφτη, στα Ταμπούρια, στη Χελώνα, και σε όλο το ορεινό συγκρότημα του Γράμμου.

Εκανε μια στάση σ’ ένα γούπατο, κοντά στη Λυκόραχη. Κόντευε να βγει ο ήλιος, και βολεύτηκε πάλι σ’ ένα γιατάκι σίγουρο, για να περάσει τη μέρα.

Από μακριά, είδε σε λίγο να τον πλησιάζει με μικρά πηδηματάκια ένας λαγός. Οι λαγοί είναι ζώα νυχτόβια. Κυκλοφορούν, δηλαδή, μονάχα τη νύχτα. Αλλά, τώρα, σ’ ετούτη εδώ την ερημιά και με τέτοια ησυχία που βασίλευε γύρω του, ο ερίφης ετούτος συνέχιζε, μέρα μεσημέρι, να βοσκάει του καλού καιρού, εκεί μπροστά στα πόδια του.

Εβγαλε αθόρυβα το πιστόλι απ’ τη θήκη του, και έμεινε να τον παρακολουθεί ακίνητος, κρατώντας ακόμα και την αναπνοή του. Η πείνα και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης νίκησαν τους συνωμοτικούς κανόνες και τους δισταγμούς του, και αποφάσισε, αν τα κατάφερνε, να τον πυροβολήσει. Θα περνούσε με το κρέας του, σε μικρές, μετρημένες δόσεις, τουλάχιστον μια βδομάδα. Το μέρος ήταν κλειστό, με πυκνή βλάστηση, και έλπιζε ότι και στην περίπτωση που ακούσουν οι άλλοι την πιστολιά και αρχίσουν να τον ψάχνουν, θα μπορέσει να τους ξεφύγει.

Τον άφησε να πλησιάσει στα δυο-τρία βήματα, και καθώς ο λαγός σταμάτησε κάποια στιγμή και έπιασε με το ένα πισινό ποδάρι να ξύνει το αυτί του, σημάδεψε γρήγορα και πάτησε τη σκανδάλη. Το ζωάκι έμεινε επιτόπου ακίνητο και μοναχά ένα ελαφρό τρέμουλο στην ασπριδερή κοιλιά του έδειχνε ότι ζούσε τις τελευταίες του στιγμές. Τον έριξε στο σακίδιο και απομακρύνθηκε όσο μπορούσε πιο γρήγορα από εκείνη την περιοχή. Σ’ ένα έρημο, εγκαταλειμμένο χαμόσπιτο, μάζεψε λίγα ξερόκλαδα και άναψε φωτιά. Εψησε το κρέας και το χώρισε σε μερίδες, μικρές όσο το αντίδωρο του παπά.

Το κρέας του λαγού και το νεράκι, που το έβρισκε άφθονο σε όλες τις ρεματιές, του ξαναέδωσαν δυνάμεις και αναπτέρωσαν το ηθικό του. Με χίλιες προφυλάξεις, μην πέσει απάνω σε καμιά ενέδρα ή σε καμιά περίπολο των αλλωνών, συνέχισε να περπατάει νύχτες ολόκληρες περνώντας μακριά από χωριά και φωτισμένα μέρη.

Ψηλά στην Αετομηλίτσα, σταμάτησε μια νύχτα σ’ ένα μισογκρεμισμένο γιδομάντρι. Κόντευε να ξημερώσει, και κοίταζε να βρει πάλι ένα μέρος σίγουρο, να κάνει τη λούφα του, ώσπου να περάσει κι εκείνη η μέρα και να έρθει ξανά η νύχτα, για να μπορέσει να συνεχίσει το δρόμο του. Πέρασαν πάλι μέρες πολλές, χωρίς να βάλει τίποτα στο στόμα του, και η πείνα, λάμια ανήμερη, του έσκαβε ανελέητα από μέσα το στομάχι.

Ξαφνικά, πίσω απ’ το αχυρένιο καλύβι, άκουσε ένα λεπτό, ξεψυχισμένο νιαούρισμα. Μια γάτα, σε ημιάγρια κατάσταση, εγκαταλειμμένη ποιος ξέρει από πότε σ’ εκείνη την ερημιά, μυρίστηκε την ανθρώπινη παρουσία και πλησίαζε διστακτικά προς το μέρος του. Ο καπετάνιος κάθισε κατάχαμα, στο παραγώνι, και έμεινε να την κοιτάζει ασάλευτος. Μια εικόνα που ήρθε στο νου του και μια περιγραφή απ’ τα μαθητικά βιβλία του, για τους πολιορκημένους στο Μεσολόγγι, τον έκανε να νιώσει τις τρίχες του κορμιού του να τσουτσουρώνουν απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Εφαγαν γάτες και σκυλιά, ακόμα και ποντίκια», έγραφε το βιβλίο, «αλλά δεν παραδόθηκαν στον αιμοβόρο Ιμπραήμ». Εσφιξε με δύναμη τα δόντια του, προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή, που ανέβαινε στο στόμα του, έτοιμη να ξεσπάσει σε κραυγή και ουρλιαχτό. «Πώς καταντήσαμε… Εμείς που χτυπηθήκαμε, στήθος με στήθος, με τις πανίσχυρες ορδές του φασισμού και λευτερώσαμε την πατρίδα μας, να κρυβόμαστε τώρα σαν φυγόδικοι στους λόγκους και στα ρουμάνια, νηστικοί και ξυπόλυτοι, και να καταντήσουμε να φάμε ακόμα και…».

Προσπάθησε να διώξει απ’ το μυαλό του, να μην το σκέφτεται καν, τι πήγαινε να κάνει. Εβγαλε τη χλαίνη του και την κράτησε μπροστά του ανοιχτή, με τα δυο του χέρια. Η γάτα τον είχε πλησιάσει στα δυο βήματα, μα πάλι αγριεύτηκε και απομακρύνθηκε φοβισμένη, με τις τρίχες σηκωμένες στο σβέρκο της. «Ψι, ψι, ψι…» της έκανε όσο μπορούσε πιο μαλακά, απλώνοντας προς το μέρος της το ‘να χέρι του. Το ζώο ξεθάρρεψε και τον πλησίασε πάλι, αυτή τη φορά ακόμα πιο κοντά. Με μια κίνηση αστραπιαία, έριξε απάνω της τη χλαίνη και την καπάκωσε, πριν προλάβει να του ξεφύγει. Επιασε πάνω απ’ τη χλαίνη με τα δυο του χέρια σαν μέγκενη το λαιμό της και τον έσφιγγε όσο μπορούσε πιο δυνατά, για κάμποση ώρα. Το ζωάκι σπαρτάρισε για λίγο, μπήχνοντας απελπισμένα τα νύχια του στη χλαίνη, κι ύστερα, σιγά σιγά ηρέμησε και έμεινε ακίνητο, σαν να κοιμόταν κάτω από ζεστό πάπλωμα…

Πήρε από πάνω της τη χλαίνη, την ξαναφόρεσε, και έπιασε να πιέζει με τις δυο παλάμες τα μελίγγια του, που χτυπούσαν από μέσα σφυριές. Πέρασε ώρα πολλή, ώσπου να συνέλθει και να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε κάνει.

«Πού καταντήσαμε», ψιθύρισε ξανά, και έβγαλε απ’ τα στήθια του έναν βαθύ αναστεναγμό. Υστερα έπιασε το μαχαίρι του, για να δώσει τη συνέχεια στη μακάβρια και αποτρόπαιη πράξη του.

Αφησε το κρέας να ψηθεί καλά απάνω στη φωτιά, που άναψε σε μια απόμερη γωνιά του καλυβιού, για να μη φαίνεται απ’ έξω. Τράβηξε με το χέρι του ένα ποδαράκι της γάτας, και έπιασε να το μασάει, προσπαθώντας να νικήσει την αηδία που του προκαλούσε η γεύση του. Κατάπινε το μασημένο κρέας, και του φαινόταν πως εκείνο ξαναγύριζε πίσω στο στόμα του και του έφερνε μια αναγούλα ανυπόφορη. «Αν είχε, τουλάχιστον, λίγο αλάτι…», σκεφτόταν και με τη σκέψη εκείνη, του φάνηκε πως έγινε κάπως πιο υποφερτό το θλιβερό «γεύμα» του.

Πέρασε, ωστόσο, δυο-τρεις μέρες μ’ εκείνο το αναπάντεχο «κυνήγι» και ένιωσε πάλι τα πόδια του να τον κρατάνε όρθιο. Στο χωριό Μονόπυλο, εκεί που έπιασαν τον κλοιό των κυβερνητικών, το 1948, και έκαναν το μεγάλο ελιγμό, από το Γράμμο στο Βίτσι, βρήκε ένα πέρασμα αφύλαχτο, και ένα πρωί, χαράματα, πέρασε στο αλβανικό έδαφος. Κέρδισε το στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του, να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των υποτακτικών του Τρούμαν και του Βαν Φλιτ.

Στις Λαϊκές Δημοκρατίες, όπου κατέφυγε, βρήκε και τους άλλους συντρόφους του, που γλίτωσαν απ’ το χαλασμό, και πέρασαν εκεί, στην προσφυγιά, άλλος τριάντα κι άλλος σαράντα χρόνια.

Ο Στάθης Δεληβοριάς ξαναγύρισε στην πατρίδα και έζησε πολλά ακόμα χρόνια. Ο «πανδαμάτωρ» χρόνος, που γιατρεύει όλες τις πληγές, έσβησε απ’ τη μνήμη του τις οδυνηρές και ασύλληπτες για τον ανθρώπινο νου εμπειρίες, που έζησε όλα εκείνα τα «πέτρινα χρόνια» του διωγμού και του εμφυλίου πολέμου. Ομως, εκείνη τη φοβερή σκηνή, με την αθώα ψυχούλα να σπαρταράει μέσα στη σιδερένια μέγκενη των χεριών του, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξεσκίσει με τα νύχια της τη χλαίνη για να σωθεί, δεν την ξέχασε ποτέ.

Βασίλης Φυτσιλής


[Από την συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Φυτσιλή «Πληγές του Εμφύλιου», Σύγχρονη Εποχή, 2006, ISBN 960-451-013-4]


Ο Βασίλης Φυτσιλής γεννήθηκε, το 1927, στη Σέκλιζα (σημερινό Καλλίθηρο), της Καρδίτσας. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, διέκοψε το Γυμνάσιο και γύρισε στο χωριό του, όπου, ως νεαρός ΕΠΟΝίτης, συμμετείχε στη σύνταξη της εφημεριδούλας της ΕΠΟΝ. Μετά την απελευθέρωση, έζησε για λίγο στην Καρδίτσα μέχρι που κατατάχθηκε στον ΔΣΕ. Τον Απρίλη του 1947, συνελήφθη από κυβερνητικές δυνάμεις στη Νιάλα και καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο της Λαμίας σε ισόβια δεσμά. Έμεινε 12 χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Εκεί έγραψε τα δυο πρώτα βιβλία του, τα οποία κρατούσε κρυμμένα από τους δεσμοφύλακες σε ειδική κρύπτη.

Το πρώτο του βιβλίο, «Το Γιοφύρι», εκδόθηκε το 1980 κι ακολούθησαν: «Κουβέντες του Κυνηγιού», «Πληγές του Εμφυλίου», «Φυλακισμένα Τραγούδια», «Φωνές από τα Σίδερα», «Θρήνος και Τραγούδι για τον Νεκρό Καπετάνιο», «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα» «Γιασμίνα», «Ο Τσιριφλίνος», «Ο Σιδερής και το Κακό Αφεντικό», «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη», «Στους δρόμους του Αγώνα», «Διακριτικά».

Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Κεντρικής Διοίκησης της ΠΕΑΕΑ από την ίδρυσή της και διατέλεσε πρόεδρός της από το 2004 έως το 2007. Πέθανε στις 27 Σεπτέμβρη 2022.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:64