Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη αγαστρωμένη | της Άννας Τακάκη
Γάμου χαρές είχανε στο σπίτι του Σπυρίδο και τση Θεοκλείας. Επαντρεύγανε τον Μιλτιάδη ντως, ένα γεροντοπαλίκαρο μέχρι οψές, απού η μια του μύριζε κι η άλλη του εβρώμιε. Τάξε, ιδιότροπος ήτονε και πολλά απαιτητικός με τσι γυναίκες, μα η μέλλουσα κερά ντου εκάτεχε να τονε βάλει στη «βράκα τζη» που λένε και τονε θώργειες και πήγαινε με τα νερά τζη. Ζωηρό και όμορφο κοριτσοπούλι ήτονε η Νυφικούλα, κι επέτα από τη χαρά ντου ο Μιλτιάδης που ’θελα να στεφανωθεί στα ογλήγορα νέα κι ομορφονιά, και από καλή γενιά. Η Νυφικούλα εβρήκε το κουμπί του, να το πατεί και να παίρνει μπρος, μόνο πως εδά τελευταία, λίγο πριν το γάμο, τση ’βγαλε κάμποσα χουνέργια.
Προ καιρού τηνε πήγε στη χώρα να πουσουνίσουνε το ’να ντως και τ’ άλλο τως, το νυφικό, τ’ αποεσώρουχα, τα παπούτσα, τα φουστάνια τζη κι άλλα ξόμπλια, και τση ’βγαλε τον αδόξαστο. Άσε που από τη τσιγκουνιά του δεν την ήφηκε να πάρει ότι ήθελε, παρόλο που είχε παράδες. Μα η κοπελοπούλα πολλά πιο μική και ξεπεταχτή ήθελε και τα λούσα τζη τα φανταχτερά, ήθελε και το κάτιντίς παραπάνω. Ας είναι εδά… συν καιρό θα στρώσει… «τούτεσες τσι γάγλες, που μου κάνει θα του τσι κόψω» ήλεγε σαν ήβγανε από τσι κασέλες τα προυκιά τζη.
Εστόλισε τη κάμερα του πατρικού τζη σπιτιού, τη γαμιλιώτικη φωλιά ντως, (που θα μένανε, τον πρώτο καιρό) με όμορφα φαντά και φτιασίδια πλεχτά και κεντητά απού ’χε από τη μάνα και τη λαλά τζη. Το σπίτι απού ’χτιζε ο μέλλοντας κυριός τση δεν είχε ποτελειωμό, γιατί τα πλια πολλά τα προύγευγε αμοναχός του, από τη τσιγκουνιά απού ’χε να βάνει μαστόρους. Τάξε, το σπίτι ήπρεπε να το ’χει προύκα η νύφη, ως το θέλει η παράδοση του τόπου, μα κείνη έμου μική ήτονε ακόμη, έμου φτωχή, και ο κύρης τση δεν είχε να βάλει τη μια πέτρα πάνω στην άλλη. Η κοπελιά όμως εβιάζουντανε να παντρευτούνε, το ίδιο και η μάνα τζη, κι ας την είχε κάμποσα χρόνια κόμη στο πατρικό κονάκι. Μη χάσει το γαμπρό, που ’τονε και μεγαλωπός, πότε ήθελα να κάμουνε σκιας ένα κοπέλι;
Όλα καλά και άγια. Οι ετοιμασίες του γάμου με τα σφαγάρια, τα ξεροτήγανα, το μελοκάρυδο, τα γαμοκούλουρα, τα νυφικά, το γαμπριάτικο, όλα έτοιμα για τη γαμηλιώτικη μέρα.
Δυο μέρες πριν από το γάμο, ως ήτονε το έθιμο, είχανε τη μεταφορά των προυκιών από το σπίτι του γαμπρού στο σπίτι τση νύφης, μια μεγάλη πομπή από νέους και νέες με συνοδεία βιολιού και κιθάρας. Μετά είχανε το στόλισμα του κρεβατιού, με τα κεντητά νυφοσέντονα από νέες μαναδοκυρουδάτες, κι ύστερα εστήθηκε μεγάλο γλέντι, που εβάσταξε ώσαμε τα ξημερώματα κι ώσαμε το άλλο μεσημέρι.
Μουσικές, κεράσματα, φαγοπότι, μαντινιάδες, γλέντι και χορό είχε τούτη η μέρα.
-Βάλετε, μωρέ κι ένα κοπέλι ασερνικό απάνω στο κρεβάτι! φωνιάζει ο Σπυρίδος, ο πατέρας του γαμπρού. Κι η Θεοκλεία, πιάνει το δίχρονο κοπέλι τσ’ ανιψάς τση και το πετά απάνω στο στρωμένο νυφοκρέβατο.
Η νύφη κι ο γαμπρός στα μέσα και στα όξω να περιποιούνται φίλους κι εδικούς… Και «στσι χαρές των ελεύτερω!» εύχονται σε τέτοιες ώρες…
Την Κυριακή το πρωί, ανάψανε οι ξυλόφουρνοι για τα τεψά, στρώσανε τα τραπέζια στο καφενείο, οι γαμηλιώτες έτοιμοι με τα πεσκέσια τους και το απογεματάκι ετοιμαζότανε τα βιολιά με τσι κιθάρες και μια πομπή από νέους και νέες να πάρουνε τη νύφη για την εκκλησιά.
Έρχονται οι ελεύτερες κοπελιές στο πατρικό τση νύφης, ντύνουν τη με το νυφικό, χτενίζου ντη, στολίζου ντη. Έρχονται κι οι μαντινιαδολόισες κι ελέγα τζη μαντινιάδες του γάμου κι απάνω κει στα καλορίζικα και στσι γαμηλιώτικες κοντυλιές του βιολιού, πιάνει ένας σφάχτης πόνος τη νύφη στην κοιλιά. Όλοι πομένουνε σύξηλοι. Ύστερα τση ’τρεξε το αίμα από τα μεργιά και πήγαινε μέχρι τς’ αστραγάλους τση. Τση ’ρθε λιποθυμιά και πέφτει κάτω. Ίντα ’χει η νύφη; Ερρώστησε; Ήπιασε τηνε η κακή αρρώστια; Πάνω σε μια τέτοια ώρα; Παναγία μου! Μια ανεμπουμπούλα κι ένα κακό εγίνηκε, λίγη ώρα πριν τη στεφάνωση κι πάνω στσι ασπασμούς του αποχωρισμού. Ειδοποιούνε το γαμπρό που εκείνος πλια βιαστικός είχε πάει κι ανήμενε στην πόρτα τσ’ εκκλησιάς με τη συνοδεία του.
Ειδοποιούνε γιατρούς, ειδοποιούνε μαμές, μα μέχρι να’ ρθουνε με τα μουλάργια από το άλλο χωριό, η νύφη εσφάραζε, ήχανε αίμα κι εκιτρίνιζε… Ο γαμπρός ντυμένος στα γαμπριάτικά του, δεν εκάτεχε ίντα να γενεί και προς τα που να πάρει ο έρμος…. Οι συμπεθέρες και τα δικολόγια, να σκούνε και να πλαντούνε από την αγωνία ντως. Και να λέει ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του. Ωρέ γάμος και τούτο σας! «Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη…» Ώσαμε που ’φταξε ενας μαμόγιατρος και τηνε εξέτασε…
Αγαστρωμένη ήτονε, λέει, και το ’ριξε…!
Κι εκινήσανε να πέφτουνε οι τρίχες του γαμπρού… τα λίγα μαλλιά απού ’χε ακόμη, αφού είχε φαλάκρα. Παρά λίγο θα την ήπαιρνε και γαστρωμένη αφού κείνος δε τση ’χε αγγίξει. Γιατί η Νυφικούλα κατά που ’λεγε, ήθελε, λέει, να ψάλλει ο παππάς στην εκκλησά «την ωραιότητα της παρθενίας σου», κι ετσά ήκανε πίσω ο αρραβωνιάρης τση και δε τσ’ άγγιξε από τη μέση και κάτω… Κι εκείνη για να του καταπραΰνει τσι πόθους, τονε σύβασε πως η «πράξη» πρέπει να γίνεται (ως τση το ’λεγε η λαλά τζη) την πρώτη νύχτα του γάμου για να ’χει ουσία και καλοπόρεψη ο γάμος τως.
Το διαολόπιστο θηλυκό, πώς εκάτεχε να του παίξει τέτοιο θέατρο; Και δεν το ’πιανε το μάτι σου, πώς ήκαμε και με ποιο ήκαμε τέτοια κατσουκανιά, τάξε πως δε θα το ’παιρνε χαμπάρι ο κύριός τση και θα του το κουκούλωνε το μπασταρδάκι.
Το τι τράβαλα και σούσουρα εγενίκανε από δα και πέρα; Μεγάλο σεΐρι! Το Νυφικούλι σαν εσηνήφερε εκίνησε να λέει πως ήπιασε παιδί με τα φιλιά και με τα πασπατέματα του Μιλτιάδη κι εκείνος να φωνιάζει πως δεν τση ’χε αγγίξει από τη μέση και κάτω… Η δε μάνα τζη απού εκάτεχε τούτη τη δουλειά, κι υπολόγιζε αλλιώς τα πράματα, ήκανε την ανήξερη. Μα ως τηνε καλοθώργειες ήτανε σα να τση ’χανε μπήξει το μαχαίρι στην καρδιά.
Ο γάμος εχάλασε, ο γάμος δε γίνηκε… ω κρίμας κι αδικιάς τοσεσάς ετοιμασίες! Οι καλεσμένοι επομείνανε «μπουκάλα», οι μουσικάντες εξεκουρδίσανε τα όργανα, τα πουσούνια εμπήκανε στα μπαούλα, τα προυκιά ξεστολιστήκανε και μπήκανε στσι κασέλες, τα νυφικά, και τα πέπλα επογυαήρανε από κεια που ’ρθανε, ο γαμπρός εσούφρωσε κι η νύφη, κατέβασε τη μούρη στα γόνατα… Κι εκάτσε ν’ ανημένει… για πόσο; Ένας θεός κατέχει πότε και αν θα φανέρωνε κιανείς άλλος γαμπρός, για να ξαναβάλει το νυφικό. «Χαράς τονε που στολιστεί και κάτσει κι ανημένει», που λέει κι ο λαός.
Άννα Τακάκη
«Διηγήματα από παροιμίες», ανέκδοτο
[Η εικόνα είναι ψηφιακή δημιουργία του εικονογράφου Αλκέτα Λεοννάτου, 2023, για το κείμενο της Άννας Τακάκη.]
Άννα Τακάκη
Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη. Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα. Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.