Τρία ποιήματα για τη γυναίκα | της Άννας Τακάκη
Είμαι γυναίκα που το θαύμα γεννά.
Είμαι γυναίκα και είμαι το γάλα.
Είμαι το γάλα που θρέφει τη γης,
τη θρέφει να γεμίσει ο κόσμος
ιδέες, μυαλά, συναισθήματα.
Είμαι γυναίκα και είμαι η μήτρα,
που βυζαίνει το σπόρο,
να βγει η σπορά, καλοσπορά,
ν’αβγατίσουν οι πόλεις, τα χωριά,
ν’ανθίσουν τα περιγιάλια,
να λουλουδίσουνε τα πέλαγα
κι οι κορφές να γεμίσουν αμάραντο.
Είμαι γυναίκα και είμαι η αγάπη.
Ν’αγαπώ, να υπομένω, να ελπίζω,
να πλάθω ζωές,ν’αναθρέφω ψυχές,
χάρισμα πες το, πες το και χρέος.
Εγώ είμαι το σύμπαν, εγώ κι ο τροχός της Γης.
Είμαι η μηχανή που μηχανεύεται το θαύμα.
Βάζω μπροστά το θέλω κι έρχεται το μπορώ.
Μπορώ να πλέξω τα όνειρά μου σε κρίκους
και να κρατηθώ ως την τέντα τ’ ουρανού.
Μπορώ να βλέπω τα οράματά μου
και πέρα από των οριζόντων τις τεθλασμένες γραμμές
κι απάνω στους λευκούς γαλαξίες
να τα βαφτίζω Κρίτωνες.
Μπορώ να κάνω τις ευελπίδες μου να κρέμονται
ανάμεσα από τα δάκτυλα των χεριών μου
και να τις αδράχνω σφιχτά στις χούφτες
σαν ένα μικρόκοσμο στα μέτρα μου.
Και της αυγής το γαλάζιο άστρο,
στις κόρες των ματιών μου θα το φέρω,
ν’ανατέλνει ως την υστερνή του δύση.
Με μια πνοή, με μια ανάσα μου μόνο,
θα ρίξω τ’ αστέρια,
που πάνω ψηλά αιώνια κείτονται…
Τον ύπνο του δικαίου τους θα κόψω στα δυο,
να πέσουν στην ποδιά μου τ’αστερόφωτα,
να λαμπυρίσει το ρημοχώρι μου,
ν’ανθίσει ξανά το περβόλι μου.
Είμαι γυναίκα, που το θαύμα γεννά!..
[Απόσπαμα από το ποιητικό έργο «Η αναφορά μου στον Ν. Καζαντζάκη», 2016]
Ψυχή γυναίκας
Σαν βιβλίο ανοιχτό, σε διαβάζω, ω γυναίκα!
Πυκνές οι σελίδες σου, μεγάλες οι λέξεις
με ταξιδεύουν στο άγνωστο.
Πολλά λες, γυναίκα, που με πας;
Βιάζομαι να σε τελειώσω.
Αδημονώ το τέλος σου να μάθω.
Όμως με συνεπαίρνει το βαθύ σου συναίσθημα
και της ψυχής σου το άδυτο…
Έρμαιος αφήνομαι, ω βαθυστόχαστη,
στης φαντασίας σου το βαθύπλουτο πέλαγος.
Είσαι μια θάλασσα πλατιά,
που ο Ποσειδώνας με μανία τάραξε.
Συναισθάνομαι τον απόλυτο κίνδυνο.
Ο ωκεανός αγριεύει, ωρύεται η φουσκοθάλασσα.
Κι εσύ κωπηλάτισσα των ωκεανών,
γέννησες με μια κραυγή τα παιδιά των γαλάζιων πόντων.
Τρόμαξε απ’ την κραυγή σου ο Θαλασσοκράτορας.
Κι ύστερα γαλήνη, ύστερα άκρα σιωπή.
Ανάλαφρα αρμενίζεις σε στραφταλίζοντα νερά,
κι ο τοξοτής ο Έρωτας
στην άκρη της πλώρης σου καθρεφτίζεται
εκτοξεύοντας ακτίνες βέλη
στη βαθύπλουτη καρδιά σου, γυναίκα,
στην ωκεάνια δύναμη της απεραντοσύνης σου!
[Από την ποιητική συλλογή «Μαίανδρος ο Έρωτας», 2015]
Η γυναίκα με τ’ ασημένια μάτια
Η θάλασσα του δειλινού σκεπάζει τα γυμνά της πόδια .
Ο ουρανός γέρνει το τελευταίο του φως
μέσα στα θλιμμένα μάτια της.
Σαν υγρή οπτασία
η γυναίκα κοιτάζει τον πελαγίσιο ορίζοντα
καθώς αγαληνά κουρνιάζει στη φωλιά της νύχτας.
Τότε τα μεγάλα μαύρα της μάτια παίρνουν ένα χρώμα ασημί.
Δεν έχει φεγγάρι. Η σκιά από το μοναδικό αρμυρίκι
μόλις που διακρίνεται στο ασημένιο φως των ματιών της.
Είναι μια ήρεμη βραδιά,
απ’αυτές τις γλυκιές κι ανέφελες νύχτες του νότου.
Μυρίζει η γης φρέσκο ψωμί,
μυρίζει η άμμος νωπό αλάτι.
Ωραία κι ήρεμη η νύχτα στ’ ακρογιάλι,
ήρεμη που η μοναξιά δεν θέλει άλλο ταίρι να’χει.
Κι εκείνη είναι μονάχη…
Κάθεται οκλαδόν πάνω στο θαλασσόβραχο,
και χαζεύει με το ασημένιο βλέμμα της,
το ανύπνοτο κύμα, που χτυπιέται πάνω στο βράχο.
Κι ύστερα πότε δω και πότε εκεί το θώρι της στυλώνει,
πότε τ’αστέρια καμαρώνει,
πότε τα μετρά όπως μετρά τα χρόνια της.
Για μια στιγμή βουρκώνει.
Η θάλασσα όλο και βαθαίνει
Η νύχτα όλο και πυκνώνει.
Κι η γυναίκα κάθεται ακόμη μοναχή.
Άφησε πίσω μια αγκαλιά ζεστή,
άφησε μάνα και πατέρα
και παιδιά, άφησε πάθη.
Κι ήρθε, ω, τι πεθύμια να’χει μες στο νου,
ήρθε την ώρα του φευγάτου δειλινού
με τ’ασημένια μάτια της να κλάψει…
[«Φωνές του Νότου» ανέκδοτο]
Άννα Τακάκη