Το ρασίδι του παππού | της Άννας Τακάκη
Ρασίδι ή ρασούλι ήταν ένα χειμερινό καθημερνό επανωφόρι με κουκούλα, φτιαγμένο από τρίχα κατσίκας, που φορούσαν οι άνδρες όταν βγαίνανε έξω στα χωράφια. Ήταν ένδυμα βαρύ, ανθεκτικό και αδιάβροχο, άντεχε σε όλες τις καιρικές συνθήκες, και προστάτευε τον αγρότη ή το βοσκό σε κάμπους και σε όρη. Ρασίδια φορούσαν κι οι στρατιώτες που πολέμησαν στα παγωμένα βουνά της Αλβανίας.
Κι επειδή η μνήμη έχει ζωγραφίσει ανεξίτηλες τις εικόνες της βαθιά εκεί στο παρελθόν σε ένα αιώνα περασμένο μα όχι ξεχασμένο, θυμήθηκα τον παππού μου τον Κωσταντή με το βαρύ και μακρύ του ρασίδι, που το φορούσε όταν πήγαινε για δουλειές όξω με τα ζωντανά του κι ύστερα το κρεμούσε στην ξύλινη κρεμάστρα σ’ ένα τοίχο του σπιτιού. Εκεί πάνω ακόμη εστιάζεται η μνήμη μου. Σ’ ένα σκούρο καφέ ρασίδι, με την αδρά κατσικίσα τρίχα, που είχε υφανθεί στον αργαλειό. Ήταν ρούχο τόσο αναγκαίο και πολύτιμο χειμώνα καιρό, που δεν έβγαινε εύκολα από την πλάτη του ξωμάχου βιοπαλαιστή. Γινότανε ένα με το σώμα του, με την έγνοια του, με τη ζωή του. Ωστόσο, το ’λεγε και μια παραμιά πως ο ήλιος κι ο αέρας συνοριζότανε για το ποιος μπορεί να βγάλει πιο εύκολα το ρασίδι.
Λέει ο αέρας: Εγώ θα φυσήξω τόσο δυνατά, που θα δεις για πότε θα του το πετάξω. Σαν φύσηξε δυνατός αέρας, ο άντρας έπιασε κι έδεσε το ρασίδι γύρω από τη μέση του μ’ ένα βαστάι (κορδόνι) αφού κουμπιά δεν υπήρχανε, για να μην μπορεί να του το βγάλει ο αέρας.
-Άδικα κοκορεύγεσαι αέρα, του λέει ο ήλιος. Θα δεις για πότε θα του το βγάλω εγώ. Κι έριξε τόση ζέστη, που ο άντρας δεν άντεξε και πέταξε το ρασίδι του. Κι είπε ο ήλιος: Σε νίκησα αέρα! είναι πιο μεγάλη η δική μου δύναμη.
Κι αφού η μνήμη, είπαμε, πως τα έχει ζωγραφίσει όλα με πολλά και διαφορετικά χρώματα, να που τώρα ξεπροβάλλει και μια άλλη εικόνα γύρω από το ρασίδι του παππού. Από μια ιστορία που μου διηγήθηκε κάποιος συντοπίτης.
Σαν τέλειωσε ο Ιταλογερμανικός πόλεμος και φύγανε οι Ιταλοί για την πατρίδα τους, ένας Κρητικός στρατιώτης φιλοτιμήθηκε να δώσει σε έναν Ιταλό το ρασίδι του, επειδή ήταν βαρύς χειμώνας και δε θα άντεχε το κρύο στο ταξίδι, καθώς ήταν και άρρωστος. Τι κι αν ήταν εχθροί και πολεμούσαν ενάντια άνθρωπος με άνθρωπο; Τα αισθήματα δεν ελλείπανε, όπως και το φιλότιμο.
Η ιστορία έχει γράψει πολλές κι άλλες παράξενες ανθρώπινες ιστορίες, κι αυτή είναι μια που συνέλλεξα πριν από κάποια χρόνια, και δεδομένης στιγμής για αυτό το ένδυμα την περιγράφω όσο δύναμαι να θυμάμαι, κι όσο ακόμη τα χρώματα υπάρχουν ζωντανά στη μνήμη μου.
Μεγάλωσε ο στρατιώτης, παντρεύτηκε κι έλεγε στα παιδιά του κι αργότερα στα εγγόνια του ιστορίες από τον πόλεμο καθώς κι αυτή με το ρασίδι και τον Ιταλό, που του το χάρισε. Περάσανε χρόνια…
Ο εγγονός πήγε να σπουδάσει ιατρική στην Ιταλία. Στο πανεπιστήμιο σχετίστηκε με μια κοπέλα Ιταλίδα, όπου κι έκανε επισκέψεις στο σπίτι της. Εκεί λέγανε κάποιες ιστορίες, γεγονότα γύρω από τον πόλεμο και πως ένας Κρητικός στρατιώτης έδωσε στον παππού της το ρασίδι του, που το φόρεσε και άντεξε τις κακουχίες. Έτσι γύρισε πίσω σώος και γερός και πως ευγνωμονούσε αυτόν τον Κρητικό. Μάλιστα το πολύπαθο αυτό πανωφόρι είχε και μια περίοπτη θέση στο πατρικό της. Τόσο που ο φοιτητής εκπλάγηκε, αφού και ο ίδιος είχε ακούσει την ίδια ιστορία από τον δικό του παππού. Μόλις είδε το ρασίδι της είπε:
-Αυτό πρέπει να ήταν του δικού μου παππού!
-Πώς τον λέγανε τον παππού σου;
Λέει ο φοιτητής, Μανώλη Κ.
-Απίστευτο! λέει η κοπέλα.
Ο Ιταλός είχε συγκρατήσει το όνομα και το είπε στους δικούς του. Δυο άντρες από αντίθετα στρατεύματα πολεμήσανε, αντέξανε κι επιζήσανε από τον πόλεμο. Κι όχι μόνο. Το πεπρωμένο μεταγύρισε! Να ήτανε απλή σύμπτωση ή έπρεπε το καλό που έκανε ο Κρητικός να επιστραφεί με κάποιον άλλο τρόπο; Γιατί το καλό, πάντα με το καλό ανταμείβεται.
Τα παιδιά τέλειωσαν την επιστήμη τους και παντρεύτηκαν. Τι παράξενες κι απρόβλεπτες ιστορίες που γράφει η ίδια η ζωή! Τελικά ένα ρασίδι, που ακόμη ο αέρας και ο ήλιος είχαν βάλει στόχο, ήταν η αφορμή για μια αποκάλυψη ζωής. Είναι αυτό που ο νόμος της φύσης πολύ σοφά μας διδάσκει πως ό,τι δώσεις με την καρδιά σου, σου επιστρέφεται πίσω με κάποιο άλλο τρόπο.
Άννα Τακάκη
Άννα Τακάκη