Το περιστέρι | της Λιλής Μαυροκέφαλου
Τι αργά που περνάει η ώρα σαν η Κατερίνα είναι μόνη! Άραγε τι θα της φέρει σήμερα η μάνα της, όταν γυρίσει από τη δουλιά; Πάντα κάτι της δίνουν για την Κατερίνα. Έχουν πολύ ωραία πράγματα μέσα στα μεγάλα σπίτια τους οι κυρίες…
Είναι όμορφη η Λαμπρινή, πολύ πιο όμορφη από τις μανάδες των συμμαθητριών της. Το ανακάλυψε στον περσινό αγιασμό του σχολείου. Είχε βάλει και λίγο κραγιόν στα χείλη της και καμιά δεν την έφτανε! Καμιά… Ποιος να φανταστεί.
Η τηλεόραση ανοιχτή. Τα παιδικά προγράμματα έχουν πια τελειώσει, τώρα ένας κύριος με πράσινη γραβάτα και φαλάκρα μιλάει και μιλάει, δίχως να παίρνει ανάσα. Ολο για μετοχές λέει – να θυμηθεί να ρωτήσει τη μάνα της τι είναι αυτές, πρέπει να πλουτίσει το λεξιλόγιό της ακόμη περισσότερο, να μην καταλαβαίνει κανείς πως δεν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα. Βγάζει τη γλώσσα στον κύριο της τηλεόρασης. Τον κοροϊδεύει και ξεκαρδίζεται που δεν μπορεί να τη δει.. Ποτέ δεν έχει δει το αφεντικό του πατέρα της, αλλά είναι σίγουρη πως μοιάζει του φαλακρού κι ας μην έχει φαλάκρα. Το αφεντικό δεν κολλάει στον πατέρα ένσημα του ΙΚΑ. Τι είναι αυτά τα ένσημα δεν έχει πολυκαταλάβει, μόλο που της το έχουν εξηγήσει. «Ζήτα τα, άντρα μου, ζήτα τα. Με το μαλακό. Με το καλό. Μην ντρέπεσαι. Πες του, αφεντικό, αν πάθω κάτι, τι θα γίνει με την οικογένεια; Δεν είναι κακός άνθρωπος. Θα καταλάβει». Όλο αυτά λέει η Λαμπρινή στον πατέρα της, σαν να μην ξέρει αυτό που ξέρει πολύ καλά η Κατερίνα: Πως θα νευριάσει και θα βάλει τις φωνές. Να κλείσει το στόμα της η Λαμπρινή. Τι θέλει επιτέλους; Να χάσει τη δουλιά του; Τόσοι και τόσοι παρακαλάν το αφεντικό να τους πάρει και με λιγότερα ακόμη λεφτά. Αν δεν τον διώχνει, είναι που τον έχει πάρει με καλό μάτι. Αλλά αν ζητήσει ένσημα…
Τις προάλλες ο πατέρας γύρισε στο σπίτι νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως, δεν είχαν ακόμη ανάψει το ηλεκτρικό, αλλά σε κακό χάλι. Σερνότανε διπλωμένος στα δυο και το πρόσωπό του λεμόνι.
«Τι έπαθες, Λεονάρντο;», έβαλε τις φωνές η μάνα.
«Τίποτε… δεν είναι τίποτε. Θα περάσει» και σωριάστηκε ξέπνοος στον καναπέ.
Με τα πολλά, κόμπο κόμπο, τους εξιστόρησε τι του είχε συμβεί. Το μηχάνημα φόρτωσης είχε χαλάσει, αλλά τα κιβώτια με τις μπαταρίες έπρεπε να φορτωθούν. Κι ο Σπύρος ο φορτηγατζής, να βιάζεται πολύ. Τόσα δρομολόγια. Πώς να τα προλάβαινε; Αδύνατο να περιμένει να φτιαχτεί το μηχάνημα. Το αφεντικό τού ζήτησε να φορτώσει εκείνος τα κιβώτια. Ηταν ασήκωτα. Τι να ‘κανε όμως; Μπορούσε να πει «όχι»;
Σχεδόν είχε τελειώσει τη δουλιά, όταν τον μαχαίρωσε ο πόνος στη μέση. Έχασε τον κόσμο. Έπεσε κάτω ξερός. Αλλά δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο. Μια ανάσα κράτησε. Το ίδιο το αφεντικό τον βοήθησε να σηκωθεί, τον έφερε στο γραφείο του. Σχεδόν στα χέρια τον κουβάλησε. Τον έστειλε στο σπίτι του με ταξί, επιπλέον του έδωσε δέκα χιλιάρικα έξτρα και είπε να γυρίσει στη δουλιά, όταν γίνει καλά. Για το μηνιάτικο να μην τον νοιάζει καθόλου. Θα τρέχει. Χρυσή καρδιά το αφεντικό. Σαν πατέρας του φέρθηκε.
«Τι πατέρας, καημένε… που σε σακάτεψε…».
«Αύριο θα είμαι καλά. Θα πάω στη δουλιά κι εσύ λέγε ό,τι θέλεις».
Πήγε την παράλλη. Έλεγε πως δεν πονά πια, το πρόσωπο και το κορμί του λέγαν άλλα. Η Λαμπρινή προσπάθησε να τον εμποδίσει, αλλά της έδωσε μια γερή σπρωξιά και παραλίγο να σωριαστεί κάτω. Ποτέ η Κατερίνα δεν τον είχε δει τόσο θυμωμένο. Εβαλε τα κλάματα.
«Τι κλαις; Θέλεις να κάτσω σπίτι και να μας ταΐζει και τους δυο η μάνα σου;», την αποπήρε.
Η μάνα της τα ‘βαλε κι εκείνη μαζί της.
«Παράτα τα κλάματα και μάζεψε τα πράγματά σου. Και πρόσεξε καλά. Δε θ’ ανοίξεις σε κανέναν. Και ούτε θα το κουνήσεις από το σπίτι… Αν θέλεις κάτι, μου τηλεφωνείς στης κυρίας Αμαλίας…».
Κάθε πρωί τα ίδια λόγια.
Αχ, πότε επιτέλους θ’ άνοιγε το σχολείο!
Πέρυσι, πρωτάκι, μέχρι το Πάσχα έτρεμε και μισούσε το σχολείο. Τα γράμματα ήταν ο εφιάλτης της. Ήξερε πως κάθε γράμμα είχε τη φωνούλα του, κλειδωμένη στις γραμμούλες του. Στο σπίτι, πλάι στη μάνα της, τα ξεκλείδωνε εύκολα, τα τραγουδούσε, διάβαζε συλλαβές, λεξούλες. Η μάνα της χαμογελούσε ευχαριστημένη κι ας κλείναν τα μάτια της από τη νύστα. Ο πατέρας της ροχάλιζε κιόλας μπρος στην ανοιχτή τηλεόραση.
Κι όμως! Το άλλο πρωί στην τάξη τα γράμματα ήταν κλειδωμένα κι εκείνη, αντί να διαβάζει, ξεφούρνιζε ό,τι της κατέβαινε. Χαχάνιζαν τ’ άλλα παιδιά, την κορόιδευαν. Μέσα στο βουνό του γέλιου, ξεχώριζε τα μουρμουρητά τους:
«Είναι Αλβανή. Είναι χαζή. Οι Αλβανοί είναι χαζοί. Είναι κλέφτες. Είναι κακούργοι».
Στο διάλειμμα περνούσε ακόμη χειρότερα. Τα παιδιά δεν την παίζαν κι εκείνη έμενε κολλημένη στον μαντρότοιχο να παρακολουθεί τα παιγνίδια τους, μέχρι που ανακάλυψε καταφύγιο. Κλεινόταν σε κάποια τουαλέτα και δεν ξεμυτούσε αν δε χτυπούσε το κουδούνι για μέσα. Το παράξενο ήταν που, μόλο που περνούσε όλα τα διαλείμματα στις τουαλέτες, μόλις άκουγε το τελευταίο κουδούνι, για σχόλασμα, δεν κρατιόταν με τίποτε. Περίμενε ν’ αδειάσει η τάξη και τότε έκανε τα τσίσα της επάνω στο θρανίο. Γύριζε στο σπίτι της βρεγμένη και ντροπιασμένη, σίγουρη πως αυτό της συνέβαινε επειδή είχε έρθει από την Αλβανία. Απορούσε πως δεν είχε ακόμη μαθευτεί ότι οι Αλβανοί, εκτός από κλέφτες, είναι και κατουρλιάρηδες…
Ήταν κοντά πέντε χρονών όταν έγινε αυτό που τους έκανε να παρατήσουν το σπίτι τους και την Αυλώνα… Τον πρώτο καιρό φιλοξενήθηκαν στο δυάρι του θείου της, του υδραυλικού. Ήταν κιόλας ένα χρόνο στην Αθήνα. Με τις γνωριμίες του κατάφερε να βρει δουλιά και στον Λεονάρντο, παρόλο που στην αρχή δε μιλούσε καθόλου ελληνικά. Μετά από τρία ολόκληρα χρόνια τα μιλάει χάλια. Έτσι και πει κάτι, όλοι καταλαβαίνουν… Γι’ αυτό κι αποφεύγει ν’ ανοίγει το στόμα του έξω από το σπίτι.
Την Κατερίνα, αντίθετα, όσοι δεν την ξέρουν, την παίρνουν για Ελληνίδα. Γι’ αυτό καταστενοχωριέται όταν καμιά φορά στην Παιδική Χαρά ο πατέρας της ξεχνιέται και της μιλά στα αλβανικά. Την πνίγει η ντροπή, κάνει πως ούτε τον ξέρει, εκείνος το καταλαβαίνει και ανάβει τσιγάρο.
Ανασηκώνει από το πάτωμα ένα βιβλίο. Το ξεφυλλίζει βαριεστημένα. Αν πεταγόταν μέχρι την Παιδική Χαρά; Είναι κι όμορφη μέρα, ηλιόλουστη. Κάνει ν’ ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος. Σταματά απότομα… Αν, όσο λείπει, τηλεφωνήσει η μάνα της;
Γέλια και φωνές από το δρόμο. Βγαίνει στο στενό μπαλκονάκι. Μια παρέα αγοριών και κοριτσιών περνάει από κάτω. Με μπάλες και ποδήλατα. Δε θα ‘ναι και πολύ μεγαλύτερά της…
Την πνίγει η ζήλια. Μα τι θα πάθαινε, αν έβγαινε λιγάκι; Τι έπαθε την άλλη φορά; Μήπως είναι ακόμη μικρή; Οκτώ χρονών… Σε λίγες μέρες θα πάει στη Δευτέρα δημοτικού.
Θα τηλεφωνήσει στη μάνα της να την παρακαλέσει να βγει. Μόνο για λίγο. Είναι στης κυρίας Αλκμήνης. Μία φορά την πήρε και κείνη μαζί της. Τι σπίτι! Παλάτι! Στο λεωφορείο, επιστρέφοντας, δήλωσε:
«Εγώ, μαμά, όταν μεγαλώσω, δε θα καθαρίζω σπίτια όπως εσύ. Εγώ θα έχω γυναίκα να καθαρίζει το σπίτι μου».
Η μάνα της γέλασε θλιμμένα, αλλά και σαν να την καμάρωνε:
«Καμιά δουλιά δεν είναι ντροπή, Κατερίνα».
«Στην Αυλώνα, όμως, καθόσουν σε γραφείο»!
«Πάνε αυτά, Κατερίνα. Τώρα αυτή είναι η ζωή μας. Και συ η ελπίδα μας. Μάθε γράμματα να ζήσεις καλύτερα από μας».
Το τηλέφωνο στο σπίτι της κυρίας Αλκμήνης το σηκώνει η ίδια η Λαμπρινή. Η φωνή της λαχανιασμένη, μετά άγρια.
«Τι έκανε, λέει; Πάλι τα ίδια; Δε θα πας πουθενά. Τελεία και παύλα».
Αχ, πότε επιτέλους θ’ ανοίξει το σχολείο; Πότε θα περάσουν οι δέκα μέρες; Το αγαπάει πια το σχολείο. Άρχισε να το αγαπάει την προηγούμενη χρονιά, από τη μέρα που διάβασε μπρος σ’ όλη την τάξη την εκθεσούλα της «Πώς περνώ τις Κυριακές μου». Είχε βάλει μέσα και μπόλικες ψευτιές, αλλά η δασκάλα το είχε πει: «Στις εκθέσεις σας μπορείτε να χρησιμοποιείτε και τη φαντασία σας».
Από κείνη τη μέρα δεν ξανακατούρησε το θρανίο της, ούτε ξανακλείστηκε στις τουαλέτες. Έκανε και φίλες. Την Μπένια την Πολωνέζα και την Ελενίτσα.
Πιάνει τις μπογιές της, ξαπλώνει μπρούμυτα στο πάτωμα και ζωγραφίζει…
Το φτερούγισμά του..! Ανασηκώνει το κεφάλι όλο λαχτάρα. Αχ, νάτο! Εκείνο είναι πάλι! Το άσπρο περιστέρι. Αυτή τη φορά θα προσέξει να μην το τρομάξει. Θα καταφέρει να το βάλει μέσα… Έχει το σχέδιό της…
Το περιστέρι κάθεται στα κάγκελα του μπαλκονιού. Η Κατερίνα αφήνει ψιχουλάκια στο κατώφλι της μπαλκονόπορτας, άλλα τα σκορπίζει μέσα στο δωμάτιο, η ίδια αποτραβιέται στο βάθος. Η κλειστή της χούφτα είναι γεμάτη ψίχουλα. Το περιστέρι καταβροχθίζει βιαστικά τα πρώτα. Διστάζει στο κατώφλι. Νικά η λαιμαργία. Τσιμπολογά από το πάτωμα. Αλωνίζει στην κάμαρα. Η Κατερίνα δεν ανασαίνει. Κι η χούφτα της ορθάνοιχτη.
Τι γλυκά που είναι τα τσιμπήματα του περιστεριού καθώς τρώει από το χέρι της. Τι μεγάλη χαρά να σκαρφαλώνει στο μπράτσο της, να κάθεται στον ώμο της. Άτρομο.
Η Κατερίνα τολμάει να περπατήσει μέχρι το ντιβάνι με το περιστέρι γαντζωμένο πάντα στον ώμο της. Την εμπιστεύεται, είναι φίλοι πια… Ξαπλώνει στο ντιβάνι. Το περιστέρι βολτάρει επάνω της. Τα γρατζουνίσματα από τα νύχια του δεν την πονάνε καθόλου, αντίθετα τη γαργαλάνε και της φέρνουν γέλια. Το περιστέρι κουρνιάζει στην κοιλιά της, γουργουρίζει. Μισοκλείνει τα κόκκινα ματάκια του. Τι απαλά φτερά! Δε χορταίνει να το χαϊδεύει, να το σφίγγει στην αγκαλιά της, να του μιλάει.
Απότομα το περιστέρι τινάζει τις φτερούγες του. Πετά λιγάκι και τρυπώνει κάτω από το ντιβάνι. Το ζούληξε φαίνεται το καημένο, από την πολλή της αγάπη. Αλλά θα ξανάρθει κοντά της. Πόσο θ’ αντέξει εκεί κάτω; Ολομόναχο…
Ξαφνικά μεγάλη βοή. Αέρας είναι; Δυναμώνει… Το ντιβάνι τραντάζεται. Το σπίτι τρίζει. Οι τοίχοι πάνε πέρα δώθε, η λάμπα χορεύει. Η τηλεόραση γκρεμίζεται στο πάτωμα.
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Απλώνει το χέρι στο τραπεζάκι πλάι της. Σηκώνει το ακουστικό. Η Λαμπρινή είναι. Η φωνή της κατατρομαγμένη.
-Κατερίνα…; Μη φοβάσαι! Θα περάσει..
-Δε φοβάμαι, μαμά. Το περιστέρι κάνει έτσι. Είναι πολύ δυνατό. Θέλει να πετάξει… Να πετάξουμε μαζί… Να πάω μαζί του, μαμά;
[Η εικόνα που συνοδεύει το διήγημα είναι έργο (2000) του σκιτσογράφου Κώστα Γρηγοριάδη]
Η Λιλή (Αγλαΐα) Καλούτσα – Μαυροκεφάλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942 και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα. Στα δέκα οκτώ της μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα και σπούδασε Ελληνική και Αγγλική Φιλολογία, καθώς και Ιστορία – Αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση και στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων.
Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1977 με το ιστορικό μυθιστόρημα «Αγης».
Το 1981 εκδίδεται ο «Κλεομένης», συνέχεια του προηγούμενου, βραβευμένου από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1986 το «Άλλο», συμβολικό μυθιστόρημα, στο οποίο η αλλοτρίωση αναμετριέται με την αληθινή ζωή.
Τα τρία αυτά μυθιστορήματα εκδόθηκαν και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Ακολουθούν «Μέρες Καυτού Καλοκαιριού», 1990, υπό επανέκδοση, «Δύο στον Καθρέφτη», 1994, εκδόσεις «Λιβάνης», μυθιστορήματα με σύγχρονη θεματολογία και καθημερινούς ήρωες. Το πιο όμορφο ταξίδι», 1997, εκδόσεις «Άγκυρα», παιδικό μυθιστόρημα, βραβευμένο από τη «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά». «Της Φωτιάς και της Ερημιάς», 1997, εκδόσεις «Λιβάνης», κλπ. Πολλά από τα βιβλία της έχουν εισαχθεί στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.
Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ελληνικής Λέσχης Βιβλίου.