Χρόνος ανάγνωσης περίπου:12 λεπτά

Τα παιχνίδια τση ζωής… | του Αντώνη Κουκλινού


Καλόκαρδος άθρωπος το Πελαγιό… Χαμογελαστή και ανοιχτοχέρα κοπελιά. Παχουλή με ροδοκόκκινα μάγουλα και βλέμμα φωθιά σπίρτο που λένε.

Εικοσαρίζει, απάνω στον αθό τση νιότης τση. Σε ούλη τη γειτονιά, είναι το πλιa αγαπητερό κοπέλι και την εκαλούνε ούλες οι κοπελοπούλες να γειτονέψουνε, για τηn καλή παρέα τζη.

Η αλήθεια είναι πως ξεχωρίζει σαν τη μύγια μες το γάλα, απ’ ούλες τσι κοπελιές, για τον αέρα και το χαμόγελό τζη.

Δεν αφήνει άθρωπο να μην τον επειράξει με το καλαμπούρι και κατσούφης νά ναι, θα τον εκάμει να γελάσει τα χείλη ντου.

Με τη μάνα τζη μόνο δεν τα στρώνουνε και ταχτικά τσακώνουνται πως είναι λέει χοντρή.

Δεν την εθέλει με τουτανά τα ξύγκια και όλο τση χτυπομουρίζει…

-Πχιάσε να κόψεις το φαϊ ν’ αθρωπίσεις μνια ολιά για δε σε θωρώ καλά…, όπως το πας δε θα βρεις γαμπρό νά ’ρθει να σε γυρέψει.

-Μάνα ήντα κάθεσαι και μου λες…, θωρείς να τρώγω; Ότι τρως κι εσύ, μη σου πω και πλια λίγο…, εγώ και νερό να πχιω ξύγκια γίνεται…

-Παχιά ξεπαχιά, οι γαμπροί γυρεύγουνε τσι μελιτακομέσες και να το κατέχεις πως θα πομείνεις στο ράφι μνια μέρα.

-Μάνα γιάντα με στενοχωρείς; Γιάντα μου λες ετσά κουβέντες; Τάξε πως ντρέπεσαι πως είμαι θυγατέρα σου! Θες να με κάμεις να φύγω να εξαφανιστώ;

Δεν έχει κι άδικο…

Λες και δεν ήθελε κοπέλι στο σπίτι τζη, ετούτη να η γυναίκα. Δε μπορεί να τση βρει άλλο ψεγάδι, γιατί θωρεί πως ούλοι την αγαπούνε και τη κάνουνε ζάφτι, μόνο πως είναι μνια σταλιά παχιά και τση το χτυπά.

Όντε θα νάναι ο αφέντης τση στο σπίτι και θα βάλει πάλι μπροστά το σάρακα να προσβέρνει το κοπέλι, τον επχιάνουνε τα διαόλια ντου.

-Στέσε τη μπούκα σου μπλιο και φτάνει, για θα κάμεις το κοπέλι να φύγει απού το σπίτι, για δε σε παλεύγει μπλιο.

-Εγώ για το καλό τζη το κάνω, να μου πχιάσει λόγο, αλλιώς δε θα βρει ποτές τση γαμπρό και να το κατέχετε.

-Αν είναι μωρή να μη βρει γαμπρό για τα κιλά τζη, καλιά να μη σώσει και βρει, εγώ όντε σ’ ανεμάζωξα εζίασά σαι; Ετσά που το πας θα με κάμεις να μετανιώσω κι από πάνω, για δε σε κάτεχα κι α’ δεν το κάμω να μη με λένε Λευτέρη.

-Σταθείτε να μαλώνετε, δε μπορώ να σας εγροικώ, δικό μου είναι το κορμί, δικά μου και τα ξύγκια και σ’ όπχιον αρέσω.

Η αλήθεια είναι πως έχει ντολαντισμένη τη γκοπελιά η μάνα τζη, έχασε τα κέφχια τζη, το χαμόγελό τζη και σκέφτεται να φύγει να μη ξαναπατήσει τα πόδια τζη στο χωργιό.

Ετουτονά φοβάται ο κύρης τση και έχει τα μέντες του.

Στο χωργιό εχτίζανε το γιατρείο και δουλεύγει εδά και πολύ γκαιρό στα χτίργια μεροκάματο και λείπει ούλη την ημέρα.

Κάθε κολατσό του πάει μνιά μπουκιά να φάει η θυγατέρα ντου και το μεσημέρι πάλι το ίδιο κι ετσά ησυχάζει μνια σταλιά, απού την εθωρεί.

Κοντεύγει να τελειώσει το χτίρι και θα’ ρθει λέει από τη χώρα μνια γιατρέσσα, να κάνει και τη μαμή, ’σάμε να φέρουνε και νοσοκόμα.

Εβρήκανέ τζη και σπίτι και το ετοιμάζουνε να την υποδεχτεί.

Εζήτηξε ο πρόεδρος από το Πελαγιό να πάει με άλλες δυο κοπελοπούλες να το καθαρίσουνε, γιατί ετεσές τσι μέρες, θα να ’ρθει η γιατρίνα.

Σε ένα δυο μέρες ήρθενε κι όλας με το λωφορείο στο χωργιό και τση κουβαλήσανε οι κοπελιές τσι βαλίτσες στο σπίτι, να την εβοηθήσουνε κι όλας αν εθέλει πράμα.

Μνια γλυκειά γυναίκα κοντά στα σαράντα και ψωμωμένη σαν το Πελαγιό και πλια πολύ.

Εκαταστέσανε τη γιατρέσσα σε ότι ήθελε και σαν εφεύγανε, εζήτηξε τση Πελαγιάς να κάτσει απού τη θέλει.

-Εσένα σε συμπάθησα γιατί φένεσαι καλής ψυχής άθρωπος, αλλά πρώτα θέλω να μου πεις τι έχεις κάτι σε απασχολεί, το διαβάζω στο βλέμμα σου.

Με τον τρόπο τζη η γιατρίνα, εκατάφερε να μιλήσει η κοπελιά και να μάθει το πρόβλημα.

-Δεν έχω πράμα σοβαρό να σου πω, εκειονά που με ’χει πειράξει είναι τση μάνας μου η μανία, να με μοτσέρνει κάθα μέρα, γιατί είμαι χοντρή και δε θέλει να με θωρεί στα μάθια τζη, λες και το κάνω επίτηδες και παχαίνω.

-Και σκέφτεσαι δηλαδή να το αντιμετωπίσεις με το να φύγεις; Έχεις να πας κάπου να δουλέψεις;

-Δε θέλω να φύγω και όχι δεν έχω να πάω ποθές, μα δεν αντέχω τη μάνα μου.

-Καλά, καλά, αυτό θα το δούμε…

-Έχω να σου κάνω μνιαν πρόταση, θέλεις να έρχεσαι να με βοηθάς στο ιατρείο; Θα κάνεις δουλειές, θα καθαρίζεις, να μαγειρεύεις ξέρεις;

-Ξέρω τα πάντα με το νοικοκυργιό!

-Μπράβο θα κάνεις και χρέη νοσοκόμας θα έρχεσαι μαζί μου στα χωργιά που θα χρειάζεται να πηγαίνω.

-Θέλω, ναι θέλωωωωωω!!!

-Ωραία θα τα πούμε αύριο λοιπόν, που θα μιλήσω και στο πρόεδρο, για να κανονίσει για να πληρώνεσαι.

Εδώκανε τα χέργια και γιαγέρνει πεσίχαρη στο σπίτι.

Με το που θωρεί ο αφέντης τση, να λάμπει από χαρά το κοπέλι ντου, δεν άντεξε να μη ρωτήξει.

-Πού ήσουνε και σε θωρώ να λάμπεις παιδί μου;

-Έβρηκα δουλειά πατέρα μου!!!

Έχασε τη γη από τα πόδια ντου, στο φόβο πως θα φύγει…

-Πού ’βρες δουλειά θυγατέρα μου και πού θα φύγεις να πας κι εγώ δε γατέχω πράμα!

Η μάνα τζη έχει στεμμένα ολόρθα τ’ αφθιά τζη, ν’ ακούσει ήντα θα του ξελαμίσει.

-Έπαέ στο χωργιό θα δουλέψω, στο γιατρείο πατέρα, με θέλει κοντά τζη η γιατρίνα.

-Ωωωωωω ήντα μου λες εδά!!! Μπράβο παιδί μου και ήντα θα κάνεις εκειά;

-Είπαμε πως θα βοηθώ, θα σκουπίζω, θα καθαρίζω, θα τση μαγερεύγω και όντε θα κάνει τη μαμή θα τση κλουθώ στα χωργιά να τση κάνω τη νοσοκόμα, θα βρει και τον πρόεδρο αύριο, να μου κανονίσει λέει χαρθιά για να με πλερώνουνε.

Η μάνα τση δε ντο χωνεύγει ετονά που γροικά, από τη μνια μέρα στην άλλη, να κάνει τη νοσοκόμα η θυγατέρα τζη! Λες και εζήλεψε του κοπελιού τζη!!!

-Πότες ήρθενε η γιατρίνα, πότες εγνωριστήκετε και πότες τα καταστέσετε, ούλα ετούτανά απού μας ελες; Ακόμη δε την είδαμενε ήντα άθρωπος είναι και σε πήρενε βοηθό τζη; Να το ιδώ και να μην το πιστέψω λόγω τιμής ετονά το πράμα!!!

Εστρούφηξε ντελόγω ο Λευτέρης και ξεσπαθώνει…

-Πε μωρή μνια καλή κουβέντα, του κοπελιού μας, μόνο εκατέβασες τη μπροβοσκίδα τση κακίας σου, να του ρίξεις τη ψυχολογία ντου πάλι και να μην το χαρεί…

-Άστηνε πατέρα δε με γνοιάζει, ότι κι α’ λέει, εσυνήθισά το εδά μπλιο.

-Η μάνα μου δε με θέλει από μικρή και φαίνεται πως δεν ήθελε καθόλου κοπέλι στο σπίτι τζη και ευτυχώς απού δεν εκάμετε κι άλλο, να σέρνει τα όσα σέρνω…

Άστραψε και βρόντηξε ο άθρωπος, εκειά που γροικά το παράπονο, τση θυγατέρας του…

-Σάλευγε μέσα, να μη θωρώ τα ξινισμένα μούτρα σου, γιατί ανεκατόνωμαι. Μάνα είσαι εσύ μωρή; Φύγε για δε θέλω να βλαστημήξω, φύγε…

Εγκάλιασε τη θυγατέρα ντου και κάτσανε στην αυλή να κουβεδιάσουνε.

-Μη δίδεις σημασία τση μάνας σου, άστηνε να λέει τα δικά τζη, μνια μέρα θα το μετανοιώσει μα θα ’ναι αργά, για δεν την επαλεύγω μήδε γω κι αν εσυνεχίσει ετουτονά το τροπάριο, θα ν’ έχομε άλλα.

Τη ταχινή επήγε πρώτη μέρα στη δουλειά και άλλαξε το ζουμπούλι τζη, ανέβηκε η ψυχολογία τζη και όπχιος επήγαινε να επισκεφτεί τη γιατρίνα, είχενε να πει και μνια καλή κουβέντα για όνομίς τση.

Επέρασε κι ο αφέντης τση από κεια, να πει ένα χαιρετισμό και να ευχαριστήσει τη γιατρίνα που επήρενε τη θυγατέρα ντου κοντά τζη.

Με το που την είδενε, εσκέφτηκε τη κερά ντου.

Ετούτηνε έπρεπε να χει μάνα η θυγατέρα μου και όι το ψακί, απού χω στο σπίτι και με τρυγά.

-Κύριε Λευτέρη η κόρη σας είναι η συμπάθειά μου, από την ώρα που την είδα. Θα κάνουμε καλή παρέα και θα μάθει γρήγορα να με βοηθάει και σα νοσοκόμα. Θα ξεκινήσει να διαβάζει και θα κανονίσω για να βγάλει τη σχολή μάνι, μάνι.

Δεν ήθελε άλλο πράμα να ’κούσει, εκατάλαβε όμως πολλά και γιάντα η θυγατέρα ντου είναι ετόσονά χαρούμενη από στα ν’ οψές.

-Ο Θεός σ’ έπεψε ετούτηνέ την ώρα! Καλώς όρισες και σ’ ευχαριστώ απού αγκάλιασες με τόση να αγάπη τη θυγατέρα μου. Δε θέλω να το πω, μα… ετσά ψυχή δεν υπάρχει άλλη στο χωργιό μας, σαν του κοπελιού μου και θα το ιδείς και του λόγου σου.

-Μιλήσα με τη κόρη σου και τα βρήκαμε, γνωρίζω το πρόβλημα που την απασχολεί και θα το ξεπεράσουμε σιγά – σιγά, φτάνει να βρει την ηρεμία που χρειάζεται και μια που είσαστε εδώ θα ήθελα να ξέρετε ότι το περιβάλλον στο σπίτι, δεν θα δώσει λύση στη κατάσταση που αντιμετωπίζετε.

-Κατέχω το, μα ήντα θα κάμω, η μάνα τζη είναι κακό μαντέμι και δε βάνει νερό στο κρασί τζη με πράμα, χιλιοειπωμένα τα ’χωμε, μα δε πχιάνει λόγο κιανενούς.

-Ακούστε με, ξέρω από ψυχολογία… Θα ήθελα για ένα διάστημα, η Πελαγία να μένει εδώ μαζί μου, θα έρχεται να σας βλέπει όποτε θέλει, απλά θα μένει μαζί μου, για να αλλάξει περιβάλλον και είμαι σίγουρη πως θα μπούνε τα πράγματα σε μνια σειρά.

-Δε με γνοιάζει καθόλου, αφού το κοπέλι μου το θέλει ετονά το πράμα, μαζί σας είμαι και του λόγου μου.

Η κατάσταση εκαλυτέρεψε!

Μέσα σε λίγες μέρες, το Πελαγιό εγίνηκενε άλλος άθρωπος, ήφηγε το άγχος από μέσα τζη και λάμπει ωσάν τον ήλιο.

Εντάκαρε να διαβάζει και το χει μεστωμένο πως θα τα καταφέρει να πάει και στη σχολή.

Η γιατρίνα την έχει ωσάν την αροδαρά, μη στάξει και μη βρέξει.

Στο σπίτι τζη δε πάει τα πόδια τζη μπλιο, μόνο ένα δυο φορές απού χρειάστηκενε ρούχα την αρχή, μα επήγε, με τον’ αφέντη τζη μαζί, όι αμοναχή.

Μήνες έχει να ιδεί τη μάνα τζη και γλύτωσενε από την αυταρχική συμπεριφορά και την απαξίωση.

Ήρθενε και μνια ηρεμία στο σπίτι του Λευτέρη, έπαψε η γκρίνια τση κεράς του για δεν έχει στα πόδια τζη κιανένα να φαώνεται μνιας κι ο Λευτέρης, είναι ολημέρα στη δουλειά και κάνει τη ζωή τζη.

Τρώει πίνει σαν το μουσκάρι ξάπλα κι Άγιος ο Θεός που λένε, μόνο πως εντάκαρε να παχαίνει μέρα με τη μέρα.

Ο άντρας τση το θωρεί μα κάνει τον ανήξερο.

Από την άλλη το Πελαγιό με τη βοήθεια τση γιατρίνας άλλαξε ψυχολογία και με μνια σωστή διατροφή εντάκαρε να χάνει βάρος.

Ήκαμε και τα χαρθιά ο γραμματικός και θα πλερώνεται στη δουλειά κανονικά κι ετσά εβρήκενε το σειρά τζη η κοπελιά, εκανονίσανε και με τη σχολή τρεις φορές την εβδομάδα και θα ξετελέψει νοσοκόμα και με τη βούλα.

Με το πέρασμα του χρόνου, η άσπρη ποδιά πουφόργιενε το Πελαγιό, ήθελε όλο και πλια πολύ στένεμα, κι από την άλλη η μάνα τζη εφάρδενε τα ρούχα τζη για δεν τη βάνανε.

Θεία δίκη; Όπως θέτε πείτε το, μα η κατάστασή τζη χειροτερεύγει.

Οι γειτόνισσες τση, το ψιλοκουβεδιάζουνε πως ετσά που πάει, σε μνια ολιά καιρό, δε θα τη βάνει η πόρτα να πορίσει και θα χρειάζεται για να περάσει, ν’ ανοίγει και τα δυο φύλλα.

Ήφερε τη κουβέντα κι ο Λευτέρης, για να την επειράξει…

-Γυναίκα…, θαρρώ πως εζήλεψες τα ξύγκια κι εντάκαρες να βαραίνεις… Πως και ετσά; Εσύ επόβγαλες τη θυγατέρα μας απού το σπίτι να μην την εθωρείς παχιά και γυρίζουνε τ’ άντερά σου… Εδά σε θωρώ καλοθρεμμένη, μα δε σε γνοιάζει πρέπως…

Κάνει πως δε γροικά, μούδε γυρίζει να τον εξανοίξει, μόνο κατουμώνει στο καβούκι τζη.

Κατέχει το πως ετσά που τα ’καμε, εδά θα τα λουστεί.

Ένας οικοδόμος ήκαμε πρόταση του Λευτέρη, να τον επάρει στη χώρα να δουλέψει σε μνια μεγάλη οικοδομή, μα θα ξωμένουνε εκειά και θα χρειαστεί να λείπει απού το χωργιό.

Άλλο που δε θέλει κι αυτός να ’χει δουλειά και καθημερνό μεροκάματο.

Επήρε ένα δυο αλλαξές ρούχα και μολέρνει στη χώρα.

Επώμεινε αμοναχή στο σπίτι η κερά ντου και την εθωρεί μνια δυο φορές το μήνα, απού ’ρχεται να του πλύνει τα ρούχα ντου.

Από τη μνια φορά στην άλλη θωρεί τη κατάστασή τζη να παίρνει την κάτω βόλτα και τση το χτυπά ντελόγω.

-Γυναίκα δε σε θωρώ καλά και άντες να πάμε σ’ ένα γιατρό, εδά που είμαι στο χωργιό.

-Δε πάω ποθές, καλά είμαι…

-Ήντα καλά είσαι; Δε θωρείς πως εγίνηκες εφτακόσα κιλά και δε σε βάνει η πόρτα να πορίσεις; Ετσά που πας μούδε στα πόδια σου θα μπορείς να σταθείς σε μνια ολιά γ-καιρό.

-Να μου κάμεις τη χάρη και να μην ανεκατώνεσαι και ξάμου.

Εσηκώθηκε να πα να ιδεί τη θυγατέρα ντου και τση κάνει κουβέντα.

-Πόσο καιρό έχεις να ιδείς τη μάνα σου παιδί μου;

-Πολύ καιρό ’χω να την ιδώ και κατέχεις πχιος είναι ο λόγος πατέρα.

-Άνε την ειδείς στο δρόμο, ζήτημά θα ’ναι να γνωρίσεις τη μάνα σου, ετσά απού επόδωκε παιδί μου και δε με γνοιάζει, μόνο λείπω στη δουλειά και μνιας κοπανιάς θα την εβρούμε τσίτα κόρδα.

-Παναγία μου ήντα λες, γιάντα; Ήντα συμβαίνει;

-Εδά και πολύ καιρό εντάκαρε και παχαίνει και δεν τη βάνει η πόρτα τση κουζίνας να πορίσει.

Γροικά τη κουβέντα η γιατρίνα και πορίζει όξω.

-Η γυναίκα σας ξέρετε αν έχει θυροειδή κύριε Λευτέρη;

-Ιντάνε κειονά δε γατέχω γιατρέσσα μου.

-Αφήστε το θα πάμε να την επισκεφτούμε σήμερα στο σπίτι και θα σας πω τι θα κάνετε.

-Να πάμενε εδά που είμαι στο χωργιό για δεν τη θωρώ καθόλου καλά.

-Πατέρα άντες να πάμε στο σπίτι να την ειδώ με ’καμες κι ανησυχώ πολύ.

-Περιμένετε θα πάμε μαζί και οι τρεις μας, σε λίγο.

Με το που άνοιξε η πόρτα και μπήκανε μέσα στο σπίτι, θωρεί μπροστά τζη δυό άγνωστες γυναίκες.

-Πχιές είστε και ήντα θέτε στο σπίτι μου;

Δεν εγνώρισε καν τη θυγατέρα τζη…

-Μάνα εγώ είμαι η Πελαγιώ μαζί με τη γιατρό και ήρθαμε να σε δούμε.

Άλλαξε εκατό χρώματα η μούρη τζη από τη ντροπή τζη.

-Δεν εγνώρισες τη θυγατέρα μας γυναίκα; Μπράβο!!!

-Αφήστε μας λίγο μόνες σας παρακαλώ περάσετε στο άλλο δωμάτιο να την εξετάσω.

Σαν εβγήκε η γιατρίνα δίνει ένα χαρτί στο Λευτέρη και του λέει να κάμει ότι γράφει και ογλήγορα.

-Η γυναίκα σας θα πρέπει άμεσα να πάει σε νοσοκομείο για να τη δούνε οι γιατροί, κινδυνεύει η υγεία της…

-Όλη αυτή η ανάρμοστη συμπεριφορά και απέναντι στη κόρη σας είναι από το θυροειδή που της προκαλεί τα νεύρα χωρίς λόγο και τώρα το πάχος που σιγά, σιγά τη σκοτώνει.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, η κερά ντου ετοιμάστηκε για το νοσοκομείο.

Από τη μνια μέρα στην άλλη ο άθρωπος αλλάζει και όντε θα φτάξει η δουλειά που λένε στ’ αβγό, τον επάει να…

Οι πράξεις μας πολλές φορές, από μνια αιτία ξεκινούνε και φτάνουνε στο αμήν, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος.

Έκαμε τη θεραπεία και με τα φάρμακα σιγά, σιγά, ο οργανισμός τση εντάκαρε να χάνει κιλά…

Ημέρεψε κι εγλύκανε η μούρη τζη, μα και οι κουβέντες τση.

Με τον καιρό εστάθηκε ξανά στα πόδια τζη και κάθε που ’ρχεται ο Λευτέρης δεν την αναγνωρίζει. Γελούνε και τ’ αφθιά ντου, γιατί μάνα και θυγατέρα εξαναμονιάσανε απού θωρεί πως εγιάγυρε στο σπίτι το κοπέλι ντου.

Ήφταξε η ώρα και πήρενε η Πελαγιώ το χαρτί από τη σχολή τση νοσοκόμας και ετοιμάσανε τα συχαρίκια.

Η μάνα τζη εδά και δυό μέρες σάζει γλυκά, πίτες και τζουλαμάδες, να κεράσει τσι φίλους και τσι συγγενείς απού θα μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι.

Η χαρά τση θυγατέρας είναι ετόσο να μεγάλη, απού λάμπει ολόκληρη με την άσπρη στολή και ούλα τα φταίει ο ερχομός τση γιατρίνας στο χωργιό.

Ο Λευτέρης θωρεί ένα σπίτι γεμάτο κόσμο να μπαινοβγαίνει και τη φαμίλια ντου για πρώτη φορά μονιασμένη.

Μάνα και θυγατέρα δε χρειάστηκε να πούνε πολλά, το πώς και το γιάντα το κατέχουνε.

Εδά μιλούνε με τα μάθια και μ’ ένα χαμόγελο, ζεσταίνονται οι καρδιές τως.

Κιαμνιά φορά η ζωή μας εκπαιδεύγει πρώτα στα δύσκολα και ύστερα μας αφήνει ορνικούς να βρούμενε τη λύση, αμοναχοί μας…

Αντώνης Κουκλινός


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:139