Η Γυναίκα | της Ιφιγένειας Μανουρά
Χειμώνας του 2020 έχει βρέξει αρκετά και έχουν βγει βρούβες να βρει κανείς με τα τσουβάλια.
-Γιαγιά να ’ρθει θες να πάμε τσι βρούβες;
-Ογρασά παιδί μου θα νέχει ακόμη.
-Να βάλουμε γαλότσες. (Γιαγιά και εγγονή με ίδια τρέλλα).
-Πάμε.
Πήραμε τσάντες μια δεκαριά η κάθε μια, και δυο μαχαίρια που σε περίπτωση που σπάσει ή χαθεί κάποιο να έχουμε να το αντικαταστήσουμε. Πήγαμε σε μια τοποθεσία στη ξυλοκεραθιά που εκεί υπάρχουν όλες οι τσιγαριστές βρούβες. Από πρασάκια, γλυκοσιρίδες, γαλατσίδες, λάπαθα, μάραθα, βυζάκια, αρχατσίκοι, αγριοσπάνακο, κουτσουνάδες, καυκαλίθρες, μυρώνια κ.α. Όση ώρα μαζεύαμε μιλούσαμε και τεχνιέντως έφερα την κουβέντα γύρω από τη ζωή τής γιαγιάς, επειδή δεν ήθελε ποτέ να μιλά για την ζωή της.
-Εγώ παιδί μου σε όλη μου τη ζωή ένοιωθα την καταπίεση που λέτε σήμερο εσείς οι πιά νέοι.
-Δηλαδή γιαγιά ίντα εννοείς καταπίεση;
-Να από τα πέντε μου επόμεινα αρφανή από πατέρα. Και από τότεσάς που θυμούμαι την απατή μου μια κουβέντα εγρίκουνε σαφή ό,τι και να ’θελα να κάμω ‘’Εσύ είσαι γυναίκα και δεν κάνει’’.
-Δηλαδή ίντα ήθελες να κάμεις και δε σε αφήνανε.
-Γατέχεις πως είχα πέντε αδελφούς και δυο αδερφάδες.
-Ναι το θείο το Γιώργη, το Βασίλη, το Νικόλα, το τη Νελένη και την Πελαγιά.
-Ε εμάς τα θηλυκά δε μασε φήνανε να πάμε στο σκολειό για να καθομάστε από τα έξε μας να κάνομε τα προυκιά μας. Στην εξοχή επηγαίναμε, στα θέριτα, στα λιομαζοχτά, να βγάνομε όξω τα λιόκλαδα, τα κλίματα. Και μέσα να τυροκομούμε, να πλύνομε, να μαγερεύγομε. Και από διασκεδάσεις, ούτε σε γάμους, πανεγύρια, ποθές μόνο στη ακκλησά επηγαίναμε. Και με παντρέψανε στα δεκατέσσερα και είχα τη θεία σου τη Κατίνα δεκαπέντε χρονώ, τη μάνα σου δεκαέξε και στα δεκαοχτώ μου το θείο σου το Μιλτιάδη. Δεκαοχτώ χρονώ που σήμερα είναι κοπέλια ακόμη εγώ είχα πογεννήσει.
-Και ήτανε δύσκολη η ζωή σου γιαγιά που εμπήκες έτσα μικρή στα βάσανα.
-Όντε νήρθε ο παππούς σου και με ζήτηξε από τα αδέλφια και τη μάνα μου εμένα δε με ρωτήξανε. Και όντε νέφυγε μου ’πανε ότι με δώκανε και τη νάλλη δβομάδα θέλα ξετελέψομε την παντρειά. Και αυτοί εκάνανε τσι ετοιμασίες και εγώ όντε νήρθε ο παππούς σου για το ναραβώνα εκράθιουνε την κουτσούνα μου και έπαιζα. Δεν νήθελα ‘γω παντριές σε έτσα ηλικία. Και ήρθα στο Αρκάδι και εντακάρανε τα βάσανα. Εξοχές, ζα, δουλιές του σπιθιού και να μην έχω ένα άθρωπο να μου ‘ρμινέψει. Και τα μαγερικά και τα πλυτά, και τα ζυμωτά τα κανα αμοναχή μου. Τσι δυο γέννες μου τσι ‘καμα στο σπίτι. Πού να πάμε εμείς στο νοσοκομείο! Και όντε νεγέννησα τη θεία σου τη Κατίνα εθέριζα στο Ποτηστήρι. Εξεγέννησα αμοναχή μου, εγύρισα το σομάρι του μουλαριού έβαλα το κοπέλι, το σκέπασα με τη ποδιά μου, το βύζαξα και εσυνέχισα το θέρος μέχρι που εσκοτίνιασε και επήγα στο χωριό. Έτσα ήτανε ετοτεσάς η ζωή μας δύσκολη και είμαστε σα τσι δούλες, ούτε γνώμη είχαμε ούτε και μας εδίνανε σημασία οι άντρες επειδή είμαστε γυναίκες και μας σε θεωρούσανε κατώτερες.
Όντεν επαντρεύτηκε ο πατέρας σου τη μάνα σου και μας τηνε ζήτηξε και είπε ότι αν δεν την ρωτήξομε ανέ ντο θέλει δε θελα τηνε πάρει μασε φάνηκε παράξενο πράμα επειδή δεν τσι ρωτούσανε ετοτεσάς τσι γυναίκες. Και όντε είπε η μάνα σου πως ήθελε να πάει στη Χώρα και δε νεμπόριε να τση κλουθά γιατί είχε δουλειά στο αμπέλι και την άφηκε να πάει μοναχή τζη όλο το χωριό το σχολίασε πώς ήτανε δυνατόν ετουτονά το πράμα. Μια γυναίκα να πηγαίνει αμοναχή τζη όπου θέλει.
-Ναι γιαγιά, αλλά μη ξεχνάς πως ο Μπαμπάς μου είχε γαλουχηθεί με τις αρχές του Κομμουνισμού και είχε άλλες αντιλήψεις.
-Αλήθεια ήτονε ετονά τάξε πως ήτονε αρχομένος από άλλο κόσμο και δε νεκάτεχε ό,τι εγατέχαμε εμείς. Και όντε νεπήγες στο γυμνάσιο ο παππούς σου αντέδρασε, αλλά και η μάνα σου εσυμφώνησε με το πατέρα σου και έτσα δε του πέρασε ο λόγος του.
-Ετοσονά γιαγιά τα μυαλά τω ναθρόπω ήτονε παλιά.
-Ιντα παιδί μου, μόνο παλιά ήτονε μα και σκουριασμένα. Και θορώ εσάς δα τσι πιο νέους από μας και τα κοπέλια σας και είστε άλλοι αθρώποι. Και είστε ίδιοι οι άντρες με τσι γυναικες. Και σπουδάζετε, και κάνετε τσι ίδιες δουλιές, και βοηθούνε δα και οι άντρες στι δουλειές του σπιθιού και στη ναναθροφή το γκοπελιώ και ταξιδέτε, και έχετε τη νίδια αξία.
-Δεν είναι ακριβώς έτσα τα πράματα γιαγιά. Σε πολλές χώρες του κόσμου ακόμα και σήμερο η γυναίκες είναι σκλάβες. Και στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμη διαφορές μεταξύ αντρών και γυναικών.
-Ναι μα όι όπως παλιά. Η γυναίκα εδά έχει μορφωθεί και γατέχει πως έχει και αυτή τα ίδια δικαιώματα με τσι άντρες και το πήρανε και αυτοί απόφαση και τη σέβονται.
Με τούτα και με εκείνα μαζέψαμε ένα κόσμο χόρτα η κάθε μια, τα καθαρίσαμε, τα πλύναμε, τα ψήσαμε, κάναμε πίτες, με χαρά όλη αυτή η διαδικασία, αλλά πάλι για να φάνε τις περισσότερες οι άνδρες.
Ιφιγένεια Μανουρά
Ιφιγένεια Μανουρά