Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Το μπλοκάκι του βερεσέ ήτανε ο παππούς του πλαστικού χρήματος | του Μιχάλη Στρατάκη


Όσοι το ζήσαμε και όσοι ζήσαμε βερεσέ ζωή, το ξέρουμε.

Γιατί, βερεσέ ήτανε η ζωή τότε για τους πολλούς και τζάμπα για τους λίγους, που ζούσανε σε βάρος των πολλών.

Όπως βερεσέ ζωή ζούμε και σήμερο.

Στη γειτονιά μου, στα Καμίνια ήτανε το μπακάλικο του κυρ Σπύρου και της γυναίκας του της κυράς Κατίνας. Εκεί που η οδός Ηφαίστου κουτουλούσε τη βορεινή περίφραξη της Μηχανικής Καλλιέργειας, της Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων (Υ.Ε.Β.), όπως τη λέγανε οι πολιτισμένοι. Έτσι μου άρεσε να τη λέω κι εγώ, γιατί εκεί εδούλευε ο κύρης μου μπολτοζιέρης.

Το μπακάλικο ήτανε ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο. Όχι ακριβώς το μπακάλικο, μα το σπίτι των ιδιοκτητών που ήτανε μια πόρτα με το μαγαζί τους. Οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, εργάσιμες και σκόλες, άμα θέλαμε ν’ αγοράσουμε πράμα και η πόρτα του μπακάλικου ήτανε σφαλιχτή, δεν είχαμε παρά να χτυπήσουμε το τζαμάκι της εξώπορτας του σπιτιού του μπακάλη κι αυτός μας άνοιγε αμέσως.

Του λέγαμε ίντα εθέλαμε, του δίναμε το μπλοκάκι του βερεσέ και περιμέναμε έξω από την πόρτα. Σε λίγο, μας έφερνε τα ψώνια και μας έδινε πίσω το μπλοκάκι, στο οποίο είχε γράψει ίντα επήραμε και πόσο εκάνανε.

Ζωντανά λεφτά, σπανίως επιάναμε στα χέρια μας. Το μπλοκάκι με τα βερεσέδια έφτανε και περίσσευε για να πορευόμαστε.

Μόνο δυό φορές το μήνα κρατούσα λεφτά, όταν επήγαινα στο μπακάλικο. Την αρχή και στα μέσα του μήνα, όταν ο πατέρας μου πληρωνότανε και μ’ έστελνε στον κυρ Σπύρο να εξωφλήσω τα βερεσέδια του 15νθημέρου.

Έδινα στον μπακάλη το βιβλιαράκι κι αυτός εσάλιωνε το μολύβι με τη μελιτζανί μύτη και έκανε λογαριασμούς, σέρνοντας γραμμές, διαγράφοντας και σουμάροντας.

Του ‘δινα τα λεφτά και αυτός πάντα μου ‘δινε και μια δεκαριά καραμέλες, από κείνες τις μικρές πράσινες, τις λαστιχωτές, που καίγανε το λαιμό.

Αυτές, δεν τις έγραφε στο μπλοκάκι, δώρο ήτανε, κάτι σαν το σύγχρονο μπόνους στους καλοπληρωτές.

Εκείνη η μέθοδος του βερεσέ, βασίζότανε σε μια αξία που κυριαρχούσε τότε στους φτωχούς αθρώπους, αξία που σήμερα σπανίζει, αν δεν έχει ποθάνει. Στην αξία της εμπιστοσύνης.

Αμφίδρομη ήτανε η εμπιστοσύνη. Ο μπακάλης δεν διανοούνταν πως κάποιος πελάτης του δεν θα του πλήρωνε τα βερεσέδια και οι πελάτες δεν διανοούνταν πως ο μπακάλης θα πανώγραφε βερεσέδια ή θα τους έκλεβε στο ζύγι.

Ακόμη και σήμερα πιστεύω πως εκείνη η τυφλή εμπιστοσύνη που έδενε τους αθρώπους αναμεταξύ τους, ήτανε μια σημαντική δύναμη που τους βοήθησε να παραμείνουν ζωντανοί και αμόλευτοι στα πέτρινα χρόνια.

Φτωχός ήτανε και ο κυρ Σπύρος. Μπορεί να ‘τανε πλιά φτωχός κι από μας. Για τουτο, για μπορεί να θρέψει τη φαμίλια του αναγκαζότανε κάθε Κυριακή να πηγαίνει έξω από το γήπεδο του ΟΦΗ και να πουλά στους φίλαθλους μαξιλαράκια από φελιζόλ, που τα βάζανε στις κερκίδες και καθόντουσαν, για να μη σκιστούνε τα πατελόνια τους από το αδρύ μπετό.

Ωστόσο, ποτέ δεν ακούστηκε στη γειτονιά κακή κουβέντα για τον κυρ Σπύρο, μήτε για τη γυναίκα του, στο θέμα της τιμιότητας τους. Και είμαι βέβαιος πως μήτε αυτοί είπανε ποτέ κακή κουβέντα για κανέναν από τους Καμινιώτες πελάτες τους.

Εγώ, σαν πρωτότοκος είχα και το ρόλο να πηγαινόρχομαι στο μπακάλικο για τα ψώνια.

Τις περισσότερες φορές κρατούσα στο ένα χέρι το μπλοκάκι και στο άλλο ένα από τα δυό μπουκάλια που είχαμε. Ένα για το λάδι και ένα για το πετρέλαιο.

Ποτέ μου δεν εντράπηκα επειδή εψώνιζα βερεσέ, ποτέ μου δεν εντράπηκα που εψώνιζα μηδαμηνές ποσότητες, όπως εκατό δράμια φασόλια ή μια δραχμή σαρδέλες ή ένα μπουκάλι λάδι.

Πού και πού μ’ έπιανε το παράπονο, όταν έβλεπα γειτόνους, όπως ο κύριος Αριστείδης Χνάρης, να φτάνουν στο σπίτι τους φορτωμένοι κάθε λογής ψώνια.

Μα κι εκείνες τις φορές ξεχνούσα το παράπονο μου, μόλις έβαζα στο στόμα μου μια από κείνες τις λαστιχωτές πράσινες καραμέλες που καίγανε στο λαιμό, που μου ‘δινε πεσκέσι ο κυρ Σπύρος κάθε φορά που πήγαινα για να του πληρώσω τα βερεσέδια.

Της βερεσέ ζωής μας.

Βερεσέ εζούσαμε και βερεσέ συνεχίζομε να ζούμε.

Κι είναι σήμερο πλιο ασήκωτος ο πόνος, γιατί εμεγαλώσαμε και δε μπορούνε μπλιο να μας ξεγελάσουνε οι λαστιχωτές πράσινες καραμέλες που καίγανε στο λαιμό.

10/02/2023

Μιχάλης Στρατάκης

γραφιάς


Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι φωτογραφία σε παραδοσιακό παντοπωλείο στo Ελάφι (Louzesti – Λουζέστι) Καλαμπάκας, Δεκέμβρης 1947, του Γάλλου φωτογράφου John Phillips (13/11/1914 – 22/8/1996) για το περιοδικό Life.


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:205