Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Η αρχέγονη σχέση των Αθηναίων με τα σουβλάκια, κάτι αρχαία φεστιβάλ και ένας Λοβέρδος | του Γιάννη Χατζηχρήστου



(Ιστορικό σημείωμα- χρονογράφημα Tsiforos style)

Ήταν μία εποχή που στην Αθήνα δεν υπήρχε μία!

Όχι γιατί τους τα έτρωγε η ενεργειακή κρίση και η κρίση των logistics, από την μια ο Μπάιντεν και τα λαμόγια του γκουβέρνου, από την άλλη ο Πούτιν, όπως τώρα καλή ώρα, αλλά επειδή δεν είχαν καν νομίσματα! Όλες οι συναλλαγές στο μιλητό εγένεντο και βάρδα μόνο μην πάθαινες κανένα Αλτσχάϊμερ και ξεχνούσες που τα έβαλες εκείνα τα χάπια, τα θαυματουργά τα μπλε, για να τον πηδήξεις εκείνον τον κερατά που σου πήρε χθες ένα καφάσι σύκα για να τα κάνει η κυρά του γλυκό για να στα επιστρέψει δύο βάζα, για να έχεις για να βγάλεις τον χειμώνα.

Τέτοια ήτο η κατάσταση και κάνε το τώρα δικό σου το πως να πεις, χωρίς καν χρήμα, το «δεν υπάρχει μία»! Μπας και γλυτώσεις έτσι την γκρίνια του τύπου «εμείς γιατί βρε ανεπρόκοπε δεν έχουμε πισίνα θερμαινόμενη και τζακούζι, όπως η κυρία Δεινομάχη απέναντι, του λαδέμπορα του Κλεινία, που δεν ξεχνάει τίποτα». Αυτό ήτο το δράμα που συνέβαινε τότε με την κυρία Συκεμπόρου.

Άντε τώρα να της εξηγείς της συμβίας του ότι ο Κλεινίας κρατούσε μπακαλοτέφτερο με δύο δούλους εναλλάξ και ότι πλήρωνε και άλλους δύο ραβδοφόρους φουσκωτούς. Κάτι σαν αρχαίες εισπρακτικές εταιρίες αυτοί, αλλά χωρίς τηλέφωνο, για να υπενθυμίζει στους πελάτες του τα συμφωνηθέντα και καταγραφέντα στα κατάστιχα. Τράβα εσύ να πληρώσεις έξι δούλους πουλώντας σύκα. Γίνεται; Δεν γίνεται!

Και έτσι έμενε η κυρά Συκεμπόρου χωρίς τζακούζι και ο ο συκέμπορας με την γκρίνια της αφού, το να έχεις κανείς τότε Αιγυπτιακά ντινάρ, το ντόλαρ που κινούσε το διεθνές εμπόριο της τότε εποχής και με το οποίο μπορούσες να παραγγείλεις τζακούζι από το τότε e-bay, ήταν πολύ δύσκολο πράγμα. Σκληρό νόμισμα το ντινάρ, δεμένο γερά ανά τους αιώνες με την ευλογία των Φαραώ με ένα στατήρα στάρι η ισοτιμία του. Ούτε πληθωρισμοί, ούτε νοθείες ούτε τίποτα το άτιμο, μεγάλη επιτυχία και κακώς το καταργήσαμε για να κάνουμε χατήρι στους Ρωμαίους, πριν τα κάνουν μπάχαλο με το δικό τους και διαλυθούν ατάκτως κάνοντας split στα δύο.

Έτσι την έβγαζαν μπέηκα οι Φαραώ και οι παρατρεχάμενοι ιερείς τους, αυτοί που ήξεραν γεωμετρία και καλλιγραφικά ιερογλυφικά για να γράφουν στους τοίχους και τα κιτάπια πόσα σιτάρια έβγαλαν φέτος, να να ξέρουν και πόσο νόμισμα να κόψουν. Και γεωγραφία ήξεραν, για να ξέρουν που είναι τα χωράφια κάτω από την λάσπη-λίπασμα που έφερνε που και που ο Νείλος και γεωμετρία, όπως τους την κάναμε εμείς λιανά αργότερα για να τους έχουμε γλύψιμο, όντας αυτοί τότε και το ΔΝΤ και παγκόσμια τράπεζα ένα πράμα. Αλλά χωρίς μέσον σε Αθηναίο σιτέμπορα για να βρεις δηνάρια, παραγγελία για τζακούζι από τας Ανατολάς δεν είχε, και μείνε με τα λασπόλουτρα των Μεθάνων, ακόμα και να ήξερες απ’ έξω και ανακατωτά και τις 371 γνωστές αποδείξεις του Πυθαγορείου θεωρήματος.

Αυτό το δράμα παίζονταν, μέχρι που προέκυψαν τα πρώτα Αθηναϊκά νομίσματα από τα σουβλάκια!

Σκέφτηκε μια μέρα ένας έξυπνος Αθηναίος:

Αφού βρε εμείς στάρια δεν βγάζουμε τόσα για να τα κάνουμε εξαγωγή, γιατί να μην χρησιμοποιούμε σαν νόμισμα τους οβελίες, εκείνες τις μακρόστενες μεταλλικές μυτερές βέργες, (κάτι σαν καλαμάκια από σουβλάκια), που μας μένουν σωρό όταν αγοράζουμε, τώρα με μιλητές ανταλλαγές κοψίδια στα επίσημα τσιμπούσια μετά τα ιερά σφάγια στα φεστιβάλ; Να εξάγουμε οβελίες, είπε! Οέο…

Έπεσαν στην αρχή να τον φάνε στην αγορά τον ευφυή Αθηναίο, που οι φήμες τον φέρουν ως μακρινό πρόγονο του Μπαϊρακτάρη, μόνο και μόνο επειδή σκέφτηκε ο αθεόφοβος, άκουσον άκουσον, να χρησιμοποιήσουν οβολούς ως μέσα συναλλαγών στην αγορά, ανταλλάσσοντας τα με ίσης αξίας προϊόντα ή υπηρεσίες με τα αρχικά σουβλάκια. Monopoly money τα ανέβαζαν, κρυφονομίσματα τα κατέβαζαν. Αλλά αυτά ήδη τα ξέρετε, οπότε πάμε παρά κάτω…

Τότε δεν είχαν, βλέπεις, τα δάνεια αφού είχε προηγηθεί η Σεισάχθεια του Σόλωνα. Αυτά θα έπρεπε να περιμένουν κάποιον Νίξον, 2500-3000 χρόνια αργότερα για να δώσουν λαβή στο να φτιαχτούν με αυτά ως πρώτη ύλη τα σημερινά ψευτονομίσματα, που τα προσκυνάς λες και είναι κάτι πραγματικό. Κοπανιστό αέρα προσκυνάς, αλλά δεν το ξέρεις. Αλλά αυτό είναι θέμα για σεντόνι και όχι για Τσιφορικό χρονογράφημα για να πίνεις τον Κυριακάτικο δεύτερο καφέ σου, χαζεύοντας στα φεΐσμπουκια τι έγραψε πάλι εκείνος που σου πάτησε τέσσερα απανωτά λάικ με καρδούλα και σε αναστάτωσε πάλι, ο αλήτης.

Αλλά, επιστρέφοντας στην ιστορία μας, σε αυτήν κατεγράφη ότι τον πίστεψε τον ευφυή Αθηναίο πρώτος εκείνος ο απηυδησμένος συκέμπορας-ο-άνευ-τζακούζι και είπε να τα δοκιμάσει.

«Θες ένα κοφίνι σύκα; Δωσε 8 οβολούς» έγραψε στην ταμπέλα.

Και έτσι έκανε κομπόδεμα με όσους οβολούς του περισσεύαν αφού τον πλήρωναν μπαγκουί με αυτούς οι απανταχού ζαχαροπλάστες για να τους δώσει σύκα έναντι οβολών, για να τα κάνουν γλυκά, όντας η ζάχαρη της τότε εποχής. Σιγά σιγά ζητούσαν και αυτοί μετά από τους πελάτες τους οβολούς, για να έχουν να αγοράζουν σύκα. Έτσι όσοι τους έρχονταν με μια λιγούρα για γλυκό, για να πάει η κρεατίλα κάτω μετά τα σουβλάκια που έτρωγαν από τον παππού του Μπαϊρακτάρη ή για να φύγει ο νταβλάς μετά από κάτι φούμες στα Βοτσαλάκια της Καστέλας, άρχισαν να μην πετάνε όπου να ‘ναι τις σούβλες. Η πρώτη οικολογική ανακύκλωση για καλαμάκια, τότε και όχι όπως τώρα με κάτι χάρτινα που τα τυλίγουν μέσα σε πλαστικό σελοφάν οι ανεγκέφαλοι, για να φας έτσι την παραμύθα ότι έκανε η ατομική σου ευθύνη το καθήκον της και, όπου να ‘ναι, τον σώνουμε έτσι τον πλανήτη. Και έτσι βρέθηκε η κυρία Συκεμπόρου με θερμαινόμενη πισίνα και τζακούζι, αφού η μόδα οβολός εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα και από κρεβάτι σε κρεβάτι, και κάτσε εσύ τώρα με ένα χάρτινο καλαμάκι στο στόμα για να πνίγεσαι σε μια κουταλιά φραπέ.

Τότε και μόνο τότε (που λένε και οι μαθηματικοί), όταν είδαν οι άλλες στην γειτονιά την κυρία Συκεμπόρου να βγαίνει με επιδερμίδα τσίτα από τα τζακούζια, εδραιώθηκε και η πίστη ότι οι οβολοί είχαν μία ανταλλακτική αξία. Και μην ακούτε τι λένε εκείνοι οι κομμουνισταί που ισχυρίζονται ότι το χρήμα το φτιάχνει η υπεραξία. Τρίχες! Η πίστη το φτιάχνει και η λιγούρα, όταν ανακατεύονται σωστά και εκείνο με το στόμα και το κρεβάτι, ως άνω. Καρατσεκαρισμένο, κατά το πώς έλεγε μια Μαλβίνα αργότερα, γνωρίζοντας και μια ακόμη απόδειξη του θεωρήματος.

Ο οβολός έμμεσα έδωσε μετά την αφορμή για την ονομασία της δραχμής, αφού μια δραχμή αντιστοιχούσε σε έξι οβολούς, δηλαδή τόσους όσους μπορούσε να κρατήσει (να «δράξει») το χέρι ενός μέσου Αθηναίου. (Αυτό μην το πείτε όμως στον Λαφαζάνη και αρχίσει να σχεδιάζει επιδρομές τώρα στα καλαμογλυφεία, και έχουμε άλλα.)

Μετά κάποιος άλλος, με κοντά δάχτυλα, μικροτσούτσουνος δηλαδή, σκέφτηκε να λιώσει έξι οβολούς και να τα κάνει έναν σβώλο για να μπορεί να πορεύεται χωρίς να τον βλέπει η νεαρά συνοδός υποτιμητικά, επειδή έπρεπε να κάνει διπλή προσπάθεια για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των συναλλαγών του. Και έτσι μας προέκυψαν και τα στρογγυλά νομίσματα της μιας δραχμής, όλα με τυπωμένη μια ιερή κουκουβάγια πάνω τους, το πουλί της Παλλάδας Αθηνάς, για να διατηρείται και η πίστη στο νόμισμα στους πιο χαζούς, αυτούς που ακόμα έλεγαν τις δραχμές ψευτονόμισμα και επέμεναν στα τεφτέρια. Και μετά από πολλά, πλάκωσε ο Μίδας με τα χρυσά του και μας προέκυψαν και τα χαρτονομίσματα και τα μάτσα τους σαν τις μπουγάτσες, κινεζική εφεύρεση αυτά του 14μΧ αιώνα. Για να δημιουργηθεί έκτοτε η σύγχυση:

Είναι τα τυλιχτά πιτόγυρα «σουβλάκια», όπως συνεχίζουν να επιμένουν φανατικά οι απανταχού Αθηναίοι, (γνωρίζοντες όλοι την ως άνω ιστορία, αφού αυτή αποτυπώθηκε στο DNA τους, αφού μπουγάτσες δεν είναι), ή όχι;

Μέχρι να επιλυθεί το χρονίζον αυτό μείζον ιδεολογικοπολιτικοοικονομικό πρόβλημα, δράττομαι της ευκαιρίας για να πω:

Κάντε κάτι, επιτέλους, με εκείνα τα σουβλάκια στα φεστιβάλ των νεολαιών! Δεν είναι δυνατόν να έρχεται ο κάθε πάσα εις Λοβέρδος σικέμπορας ιδεολογιών του αχταρμά και του φαίνεσθαι, και να χλαπακιάζει 5-6 χωρίς κάποιος να του ρίξει κανένα κέρμα στο κεφάλι. Ας είναι και ευρώ αεράτο, θα κάνει δουλειά!

Και μαζέψτε επιτέλους να φυλάξετε εκείνα τα καλαμάκια, που τα πετάτε μετά όπου βρείτε, ρε άχρηστοι! Τώρα που θα έχουμε Έλληνα πλανητάρχη, ίσως και πρόεδρο της Κίνας, όλα γίνονται. Θα τον βάλουμε να κάνει ένα ανάποδο κόλπο Νίξον με καλαμάκια, και καθαρίσαμε!

Γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι με αυτούς που μπλέξαμε στις Βρυξέλλες, που έτσι που το πάνε, θα φτάσουν την ισοτιμία του ευρώ να κοστίζει όσο το ένα πέμπτο από ένα σουβλάκι!

(Νταξ βρε καρντάση, τυλιχτό πιτόγυρo, ότι πεις. Δεν θα τα χαλάσουμε πάλι στους ορισμούς του politically correct, άμα πχια…)

Καλημερίζων, κατά τα ειωθότα, τους κανονικούς μόνο ανθρώπους. Αυτούς δηλαδή που ο Τσιφόρος ακόμα τους λέει κάτι.

Γιάννης Χατζηχρήστος


Ο Γιάννης Χατζηχρήστος γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Αφού αποφοίτησε από το Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών συμμετείχε στην υλοποίηση σύνθετων έργων πληροφορικής και επικοινωνιών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για πολλά χρόνια. Από οικογένειες από την μια μεριά συντηρητικών Κωνσταντινουπολιτών (από την πλευρά του πατέρα του) και μελών του ΚΚΕ/ΕΛΑΣ από την άλλη (από την πλευρά της μητέρας του), δραστηριοποιήθηκε στην Αριστερά από τα μαθητικά του χρόνια, το 1973.

Τα τελευταία χρόνια ανέπτυξε δράση για την εμπέδωση της αμεσοδημοκρατίας στην Αριστερά και την αυτοδιοίκηση. Ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη του κοινωνικού μη κρατικού τομέα της οικονομίας ως βασικού μοχλού ανάπτυξης, κυρίως στον πρωτογεννή και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και για την ανάπτυξη νέων μη ιεραρχικών ενεργειακών δικτύων. Τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του εστιάζονται κυρίως στην Εφαρμογή της δημοκρατίας & της Αμεσοδημοκρατίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στον Κοινωνικό Τομέα Οικονομίας, στην Ενεργειακή Πολιτική, στις Πολιτικές Υγείας, στην Αγροτική Πολιτική καθώς και στην Πληροφορική και Παραγωγική Ανασυγκρότηση.

Έχει εκδώσει τα βιβλία:
Ανασκαφή στο μέλλον, μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006
Το φ του φόβου, μυθιστόρημα, 2014

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:248