Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Τα ανθεστήρια, από την αρχαιότητα στο σήμερα | του Διογένη Σινωπέα


«Γλέντα ψωρορρωμέικο, πήδα, παναθεμάσε
χωρίς ψωμί σηκώνεσαι με πά – ντε – κάτρ κοιμάσαι».

Γ. Σουρής

Τόσο η Τσικνοπέμπτη όσο και τα ψυχοσάββατα, έχουν τις καταβολές τους στις γιορτές προετοιμασίας και υποδοχής της άνοιξης, της άνθισης της φύσης και τη γονιμότητα της γης, που γινόταν στην αρχαιότητα στον Ελλαδικό χώρο. Η προέλευσή τους πηγάζει από τις βακχικές γιορτές στην αρχαία Ελλάδα, όπου προσπαθούσαν με κρασί και την τσίκνα των φαγητών να εξευμενίσουν τους Θεούς. Η μεγαλύτερη γιορτή της εποχής ήταν τα ανθεστήρια. Σύμφωνα με το «Μέγα Ετυμολογικό Λεξικόν» Ἀνθεστήρια: Τὰ Διονύσια· οὕτω γὰρ Ἀθηναῖοι τὴν ἑορτὴν λέγουσι· καὶ ἀνθεστηριῶνα, τὸν μῆνα [καθ’ ὃν ταῦτα ἐτελεῖτο·] ἐπειδὴ ἡ γῆ τότε ἄρχεται τοῦ ἀνθεῖν. Ἢ παρὰ τὸ τὰ ἄνθη ἐπὶ τῇ ἑορτῇ ἐπιφέρειν. Ὅθεν καὶ παροιμία, Θύραζε Κᾶρες· οὐκέτ’ ἀνθεστήρια.

Τα ανθεστήρια ήταν γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου και γιορτάζονταν κυρίως στην Αθήνα, κατά τον μήνα Ανθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου) με διττό χαρακτήρα, γιορτινό και χθόνιο. Γιορτή της αναγέννησης της φύσης και γιορτή των νεκρών προς τιμή του Λιμναίου Διονύσου. Ο Διόνυσος ήταν ο θεός που πεθαίνει και γυρίζει από τον Άδη, συνδέεται με το φαινόμενο της «απουσίας-παρουσίας» και της εναλλαγής των εποχών.

Εκτός της Αθήνας τα ανθεστήρια γιορτάζονταν, επίσης, σε διάφορες πόλεις. Σε όλες τις περιοχές της Ιωνίας, στην Ερέτρια, στην Τήνο, στην περιοχή από τη Μίλητο μέχρι και την Πριήνη, στα παράλια της Μικράς Ασίας, στην Έφεσο, στη Σμύρνη, στις Ιωνικές αποικίες της Θάσου, Κυζικού και Μασσαλίας.

Η γιορτή διαρκούσε τρεις ημέρες (από την 11η ως την 13η μέρα του Ανθεστηριώνα) και συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης και το ξύπνημα των νεκρών. Δημιουργούσε μια εύθυμη διάθεση με επίκεντρο την χαρά, το γλέντι, την οινοποσία. Επίσημη μέρα των Aνθεστηρίων ήταν η 12η του μήνα Ανθεστηριώνα. H γιορτή όμως άρχιζε την προηγούμενη ημέρα.

Η πρώτη μέρα ονομαζόταν Πιθοιγία (κατά την οποία ανοίγονταν τα πιθάρια του κρασιού της καινούργιας σοδειάς). Συνήθιζαν να φέρνουν το πρώτο κρασί στο «εν Λίμναις ιερό» του Διονύσου, που βρισκόταν στα δυτικά της Aκρόπολης μεταξύ Aρείου Πάγου και Πνύκας, και να κάνουν σπονδές έξω από το κλειστό ιερό του θεού, προς τιμή του, ευχόμενοι να καταναλώσουν αίσια την καινούρια παραγωγή. Κατόπιν δοκίμαζαν οι ίδιοι το κρασί και χόρευαν και τραγουδούσαν ευχαριστώντας τον Διόνυσο. Την ημέρα εκείνη καθώς και την επόμενη, οι Αθηναίοι, επέτρεπαν στους δούλους να πίνουν μαζί τους.

Η δεύτερη ονομαζόταν Χόες, κατά την οποία γίνονταν αγώνες ταχυοινοποσίας με τους συμμετέχοντες να πίνουν ο καθένας με το δικό του ποτήρι που λεγόταν χους, περιεκτικότητας περίπου 150 ml. Ο Αριστοφάνης αναφέρει πολλές πληροφορίες για τον διαγωνισμό. Στη γιορτή των Xοών δεν κερνούσαν κρασί από τον ίδιο κρατήρα, αλλά ο καθένας έβαζε κρασί στο ποτήρι του από ένα ξεχωριστό κανάτι κι όλοι έπιναν σιωπηλοί για να μην μιαστούν από το έγκλημα του μητροκτόνου Ορέστη.

Ο ιεροκήρυκας σάλπιζε προτρέποντας τους συμμετέχοντες να πιουν από τους χόες και το έπαθλο που κέρδιζε ο νικητής ήταν ο ασκός του Κτησιφώντα (ένα ασκί κρασιού που ήταν μεγαλύτερο και παχύτερο από τα συνηθισμένα) κι ένα στεφάνι [Αριστοφάνης, «Αχαρνής», στ. 1000 και συνέχεια]. Ανεπίσημα γινόταν κι άλλοι διαγωνισμοί με έπαθλα μικρά ψωμιά και στεφάνια από λουλούδια που οι νικητές τα πρόσφεραν με τη δύση του ήλιου στην ιέρεια του Διονύσου και παράλληλα έκαναν σπονδές με το κρασί που περίσσευε.

Γινόταν η πομπική είσοδος του θεού Διόνυσου στην πόλη και ο «ιερός γάμος» (ιερογαμία) του θεού με τη σύζυγο του βασιλιά (Βασιλίννα), ο οποίος ήταν επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών αξιωματούχων της Aθήνας. Ο Δημοσθένης καταγράφει ότι η Βασιλίννα έπρεπε να είναι από την Αττική και να μην είχε γνωρίσει άλλον άνδρα πριν παντρευτεί τον άρχοντα της πόλης, γιατί θα γινόταν και γυναίκα του θεού Διόνυσου [Δημοσθένης, Λόγος – Κατά Νεαίρας].

Ο Θεός έμπαινε στην πόλη πάνω στο τροχοφόρο πλοίο (το ίδιο που χρησιμοποιούσαν και στα Παναθήναια για τη μεταφορά του πέπλου της Aθηνάς). Στο ίδιο πλοίο βρίσκονταν σάτυροι με αυλούς. Το πλοίο και η πομπή κατευθύνονταν «παρά των βωμών εν Λίμναις» του Διονύσου. Στο Βουκολείο που βρισκόταν κοντά στο Πρυτανείο γινόταν η τελετή της ιερογαμίας, όπου ο υποδυόμενος τον Διόνυσο άρχοντας συναντούσε τη σύζυγό του μαζί με δακατέσσερις Aθηναίες, που λέγονταν «γεραραί», συζύγους διακεκριμένων πολιτών, τις οποίες είχε εκλέξει ο ίδιος, για να επιτελέσουν τα άρρητα ιερά στους ισάριθμους βωμούς του Λιμναίου. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασεύς αναφερόμενος στο γάμο του Διονύσου με τη Βασιλίννα γράφει ότι οι «γεραραί» ήταν υπεύθυνες στον βωμό του θεού για την σωστή τέλεση της ιερής πράξης [Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν, λήμα «γεραραί», σελ. 33]. Εκεί η σύζυγος του βασιλιά βεβαιωνόταν για την αγνότητα των δεκατεσσάρων γυναικών, με τον σχετικό όρκο που αυτές έπαιρναν επάνω στα κάνιστρα που περιείχαν τα ιερά αντικείμενα. «Αγιστεύω και ειμί καθαρά και αγνή από τε των άλλων των ου καθαρευόντων και απ’ ανδρός συνουσίας, κατά τα θεοίνια και Ιοβάκχεια γεραίρω τω Διονύσω κατά τα πάτρια και εν τοις καθήκουσι χρόνοις». [Δημοσθένης, Λόγος – Κατά Νεαίρας § 73-78].

Την ίδια μέρα στεφάνωναν με στεφάνια από λουλούδια τα παιδιά που είχαν συμπληρώσει το τρίτο έτος της ζωής τους. Μάλιστα την μέρα αυτή είχαν τη συνήθεια να στέλνουν δώρα, καθώς και τους μισθούς στους δασκάλους των παιδιών. Ήταν ένα μεγάλο συμπόσιο στο οποίο τηρούνταν παλιά παραδοσιακά έθιμα, επικρατούσε εύθυμη ατμόσφαιρα, ενώ στο γλέντι συμμετείχαν και παιδιά.

Η τρίτη μέρα της γιορτής ξεκινούσε από το ηλιοβασίλεμα της γιορτής των Χοών και ονομαζόταν Χύτροι, κατά την οποία μαγείρευαν ειδικά φαγητά (ένα χυλό από όσπρια που ονομαζόταν πανσπερμία) σε πήλινες χύτρες και μεταφερόταν σε υδρίες. Από αυτά δεν έτρωγε κανείς! Τα ετοίμαζαν και τα πρόσφεραν αποκλειστικά στον Χθόνιο Ερμή. Με τον τρόπο αυτό οι παρόντες ήθελαν να εξευμενίσουν τον Ερμή για λογαριασμό των νεκρών τους. Εκτός από την αφιέρωση στον Ερμή τον Ψυχοπομπό, τα φαγητά ήταν αφιερωμένα στην ανάμνηση των ψυχών που χάθηκαν στον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα [Λεξικό Σουίδα, τ. Δ. 1854, σελ. 1138]. Την ίδια μέρα τελούσαν δραματικούς αγώνες – διαγωνισμούς σατυρικού δράματος – αφιερωμένους στον Διόνυσο [Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι φιλοσόφων»]. Η τρίτη μέρα, που θεωρούνταν μιαρή μέρα, δεν είχε σχέση με τις δύο προηγούμενες. Πίστευαν ότι οι ψυχές ξαναγύριζαν στον επάνω κόσμο και βρίσκονταν αόρατες ανάμεσα στους ζωντανούς. Ανάμεσα στις ψυχές υπήρχε και παρουσία πονηρών πνευμάτων που ανέβαιναν στη γη με το άνοιγμα του Άδη και μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές. Η παρουσία των ψυχών και άλλων υπάρξεων του κάτω κόσμου έκανε την ημέρα πένθιμη και αποφράδα. Για το λόγο αυτό οι Αθηναίοι έβαζαν γύρω από τα ιερά τους ένα κόκκινο νήμα που λειτουργούσε αποτρεπτικά και εμπόδιζε τα πνεύματα να εισέλθουν. Επίσης για να τα εμποδίσουν να μπουν στα σπίτια τους άλειφαν τις πόρτες με πίσσα και μασούσαν ράμφους.

Την ημέρα αυτή γινόταν και η τελετή της αιώρας. Σύμφωνα με την παράδοση το Μαντείο τον Δελφών συμβούλεψε τους Αθηναίους να φτιάξουν αιώρες για τα κορίτσια τους για να σταματήσει η κατάρα της Ηριγόνης, κόρης του Ικάριου, ο οποίος ήταν προστατευόμενος του Διονύσου, δίδαξε στους Αθηναίους την καλλιέργεια της αμπέλου, αλλά αυτοί τον σκότωσαν. Η κόρη του καταράστηκε τους Αθηναίους και οι κόρες τους άρχισαν να αυτοκτονούν. Για να σταματήσει η κατάρα οι Αθηναίοι έφτιαξαν αιώρες για να λικνίζονται οι κόρες τους μέχρι να φύγει η κατάρα, όπως τους συμβούλεψε το Μαντείο. Ο μύθος συμβολίζει την ιεροτελεστία της γεωργικής γονιμότητας, συσχετίζοντας την αιώρα με την καλλιέργεια της αμπέλου και το κλάδεμα που γίνεται αυτήν την εποχή, που πλησιάζει η Άνοιξη. Ο μύθος συσχετιζόταν ακόμη με τον θάνατο του ίδιου του Διόνυσου, κι αυτό συνηγορεί στη συσχέτιση του αίματος του θεού με το κρασί και η αναφορά του κρασιού στα κείμενα της αρχαιότητας σαν «αίμα της αμπέλου».

Η λέξη ανθεστήρια προέρχεται από το άνθος, ήταν δηλαδή γιορτή των λουλουδιών. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι προέρχεται από το ρήμα αναθέσσασθαι, που σημαίνει εξορκίζω, αφού η γιορτή των αρχαίων ανθεστηρίων ήταν και γιορτή αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών και στον εξορκισμό των κακών πνευμάτων.

Τα ανθεστήρια αποτελούσαν γιορτή σύνθετη, γεμάτη αντιθέσεις, περιλάμβανε στοιχεία τονωτικά για τη νέα ζωή που ξεκινούσε με την επερχόμενη Άνοιξη. Δυο μέρες ξεφαντώματος, ανοίγματος των νέων κρασιών, εορταστικών εκδηλώσεων και στη συνέχεια μια μέρα περισυλλογής, μέρα που οι ψυχές επιστρέφουν στη γη και τιμώνται με προσφορές και σπονδές. Μια γιορτή άρσης των απαγορεύσεων και των νηστειών, στην οποία συμμετείχαν όλοι, ακόμη και οι περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, οι γυναίκες και οι δούλοι.

Στη συνέχεια, στους επόμενους αιώνες, με την επικράτηση των Χριστιανών, οι νέοι κυρίαρχοι προσπάθησαν να σβήσουν το παγανιστικό παρελθόν, να απαγορεύσουν τις γιορτές αυτές, αλλά η παράδοση που είναι βαθειά ριζωμένη τη συνείδηση των ανθρώπων δεν τους έκανε τη χάρη. Γι’ αυτό, όπως και σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις, το ιερατείο προσπάθησε να δώσει χριστιανική χροιά στις παγανιστικές αυτές γιορτές της φύσης που γινόταν κατά την αρχαιότητα, προσδίδοντας χριστιανική κάλυψη και δημιουργώντας σταδιακά την ορθόδοξη παράδοση για το τσίκνισμα (την Τσικνοπέμπτη) και τα ψυχοσάββατα, μεταφέροντας την αρχαία παράδοση στο σήμερα. Όμως, χριστιανισμός δεν είναι μόνο η ορθόδοξη παράδοση. Γι’ αυτό βλέπουμε παρόμοιες γιορτές και ξεφαντώματα να υπάρχουν και στην καθολική δύση, όπως είναι οι Weiberfastnacht, Wieverfastelovend και Fettdonnerstag στη Γερμανία, η MardiGras στη Γαλλία κλπ.

Διογένης ο Σινωπεύς


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:303