Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Οι αδερφάδες… | του Αντώνη Κουκλινού


-Μωρή Ελενιά…!!!

-Ίντα θες θεια…!!!

-Έλα μωρή να μου περάσεις στη βελόνα τη (γ)κλωστή, για δεν αφέγγω και με ταραχά.

-Άχι μωρέ θεια μου..!!!

-Έλα παιδί μου και μνιαν ώρα πολεμώ να τηνε μπρουλιάσω, μα εστραβώθηκα η κακομίτσα και δε βρίχνω την τρύπα.

-Ανήμενε ένα λεφτό θεια, να βάλω τα κλαρόνια μου, γιατί ’μαι αξυπόλυτη.

Γειτόνισσες μνια μπόρτα και όντε θέλει πράμα μαντατοφοργιά η θεια Μερόπη, φωνιάζει τση Ελενιάς να πάει.

Δεύτερη θεια τζη μα την αγαπά, ωσάν τη μάνα τζη τη μακαρίτισσα.

-Έλα θεια φέρε τη βελόνα…

-Να έχεις την ευκή μου, απού σ’ έχω στη μνια μου μπάντα και δε μου χαλάς χατίρι και με το που θα σου φωνιάξω, αγλακάς κι έρχεσαι.

-Έ…θεια η κλωστή ετούτη νέ, δε περνά στη βελόνα απού βαστάς, άδικα πολεμάς, θέλει πλιά μεγάλη, γι αυτό δεν εμπόργιες να τηνε περάσεις.

-Ώφου παιδί μου, στάσου να φέρω μνιαν άλλη· είδες; εκουρκούθιανα και τσι μπέρδεσα.

-Άστο θεια κι εγω θα πάω στη μαλαθούνα και θα βρω τη βελόνα απού ταιργιάζει να μη κουράζεσαι.

-Άμε παιδί μου κι ο Θεός να συγχωρέσει τση μάνας σου τση μακαρίτισσας, απού την είχα ωσάν την αδερφή μου.

-Έτοιμη η βελόνα θεια, κάτσε στο κεντίδι σου, να πάω γιατί ’χω στεμμένο το τσικάλι.

Ογδονταρίζει μπλιο η Μερόπη, μα δεν το βάνει κάτω.

Πλέκει, κεντά, φαίνει και δε σολαγάται ένα λεφτό.

Την αυλή τζη την έχει μπαξέ καωμένη, γεμάτη λουλούδια και γιασεμνιά να κρέμουνται από κάτω στη κρεβατίνα και ένα μικιό περβολάκι πέρα, πέρα, όθε τη καρυδιά.

Τσι ταχινές θα τηνε ιδείς με το σκαλιδάκι, να ξεχορτίζει τσ’ αυλακιές και να βαστά τη λαντουρίστρα να ποτίζει τσι καντιφέδες.

Την αμπλά τζη ανημένει πως θα ν’ έρθει ετεσές τσι μέρες και τση πλέκει ένα προυκί, για την εγγονή τζη, απού την έχουνε λογοστεμένη.

Δε πολυσμίγουνε με την αμπλά τζη, για δε μπαντίδη τω (γ)κοπελιώ τζη να τηνε πηγαινοφέρνουνε κι ετσά αρά και που όντε θα παντιδώσει, έρχεται και τηνε θωρεί.

Για κειονά εφώνιαξενε τση Ελενιάς να τση μπρουλιάσει τη γκλωστή και θα κάτσει εδά από κάτω στη καρυδιά, να πάρει το κολάι ντου να το ξετρέξει άνε προλάβει σήμερο, να το χει έτοιμο, να τση το δώσει άβγιαργά, απού θα νάρθει.

Ήλλαξε γνώμη όμως ο γιος τση και την έφερε σήμερο, για να κάμει μνια ξωμονή να τα πούνε πλια καλά και να χορτάσουνε η μνιά την άλλη.

Εμπήκενε κατσά, κατσά, στην αυλή και τηνε πετυχαίνει να κάθεται στη καθέκλα να κεντά.

-Μωρή Μερόπη! Ίντα κάνεις αδερφή μου φέγγεις ακόμη να κεντάς;

-Ώφου την αμπλά μου! Εδά σε φέρανε μωρή; Δε σε περίμενα σήμερο!

Εγκαλιαστήκανε κι εβγάλανε τα μπολίδια απού τσι κεφαλές τωνε, να ιδεί η μνιά την άλλη, να τηνε καμαρώσει, απού ’χουνε καιρούς να σμίξουνε.

-Εδά επάντιδε του κοπελιού να με φέρει, μα δεν εκατέβηκε γιατί βγιάζεται μόνο μ’ άφηκε να ξωμείνω κι αύριο απού θα νάρθει να μ’ ανεμαζώξει, θα σταθεί να σε ιδεί.

-Καλά τό ’καμες μωρή Αμαλία, να σε ιδώ να τα πούμενε κιόλας.

-Ίντα σάζεις πάλι και είναι ετσά όμορφο κεντίδι… χαρώτο μνιαν ομορφχιά την έχει.

-Βγιάζομαι να το ποσάσω και ήλεγα πως θα το ’χω έτοιμο σήμερο, να το πέψω τση εγγόνας σου να το κάμει προυκί.

-Ώφου όμορφο…! Να κουζουλαθεί θέλει, όντε θα το ιδεί το κοπέλι μου… Γεια στα χέργια σου κι ο θεός να σου δίδει την υγειά σου χρυσοχέρα μου.

-Έλα να πάμενε μέσα, εδά δεν έχω μνυαλό να κεντώ και θα το παραιτήσω να τα πούμενε καλιά.

Εσκέφτηκε εδά απού ’ρθενε, να τση κάμει ανεβατούς τηγανίτους με το μέλι, απού τσ’ αρέσουνε και κουζουλαίνεται.

Σαν έβαλε τη μοσώρα μπροστά τζη με τ’ αλεύρι, το κατάλαβε η αμπλά τζη και τση κάνει.

-Ετούτανά τα γλυσολοίδια μου κάνεις Μερόπη και με κουζουλαίνεις, ετσά τηγανίτες δεν έχω φαωμένες ποθές αλλού, να τσι πετυχαίνουνε ωσάν εσένα.

-Εεεεε δε ντο κατέχεις κοντώ; Ετούτανά τα φαγιά θένε το τηγάνι στη (μ)παρασθιά και το λάδι μπόλικο.

-Δεν είναι μόνο ετούτονά που λες αμπλά μου, η χέρα σου το ’χει, εσύ ’σουνε από μικιό κοπέλι νοικοκερά…!

-Εεεε κακομίτσα μου, μα δε μπορώ μπλιο, εγέρασα και πονούνε τα λαγκόνια μου και σαλεύγω με το ζόρε, δε θωρείς απού βαστώ τη βέργα να κουμπίζω; Εσύ ’σαι πλια νέϊκια και σέρνεσαι πλια καλά από μένα αφτάρμιστά σου.

-Καλά σέρνεσαι και του λόγου σου Μερόπη μόνο μουρμού.

Η γ’ Ελενιά αφρουκάται τη κουβέντα απόξω απ’ την αυλή τζη, απού βαστά τη λαντουρίστρα να παρασύρει τσι κουτσουλιές των ορνηθώ.

Εσίμωσε και καλωσορίζει την αμπλά τση Μερόπης.

-Καλωσόρισες κερά Αμαλία στο χωργιό μας, γροικώ σας να κουβεδιάζετε και κουζουλαίνομαι, εθυμήθηκα τση μακαρίτισσας τση μάνας μου, απού επχιάνανε τη κουβέντα με τη θεια μου επαέ και εγροίκουνε τσι ιστορίες του παλιού καιρού.

-Έλα μωρέ Λενιώ να σε ιδώ, απού να έχεις την ευκή μου παιδί μου!

-Νάρθω θέλει σε μνιά ολια θειά, να παρασύρω τσ’ αυλές μου κ’ έρχομαι…!

Αγαπημένες αδερφάδες και καλόψυχες γυναίκες.

Εκάμανε κοπέλια, εγγόνια και η κάθε μνιά έστεσε σπίτι και οικογένεια.

Εχήρεψε η Μερόπη, τα κοπέλια τζη παντρεμένα αλάργω και επόμεινε αμοναχή, μα ζει σε μνια καλή γειτονιά και βρίχνει που και που, έναν άθρωπο να κουβεδιάσει και να τση βάλει ένα (μ)ποτήρι νερό που λένε.

Εδά με την αμπλά τζη έχουνε πολλά να πούνε και να ξαναθυμηθούνε τα παλιά.

Θα δειπνήσουνε αργά παρέα απόξω στην αυλή, θα ’ρθουνε και οι γειτόνοι να βεγγερίσουνε και θα χαμογελάσει μνια ολιά, τα χείλη τση Μερόπης.

Το καλύτερο και το πλια ζεστό πάπλωμα στον άθρωπο, είναι η αγάπη τσ’ αθρωπχιάς του, γιατί το μοιράζεται με τσ’ αποδέλοιπους αθρώπους και ζεσταίνουνται οι ψυχές τως.

Αλήθεια… πόση γύμνια υπάρχει γύρω μας, ετεσές τσι εποχές απού εφτάξαμε.

Και πού ’σαι ακόμη… αδέν αλλάξουμε μνυαλά…

Αντώνης Κουκλινός

Υ.Γ από το Θεόδωρο Τζατζιμάκη που γνωρίζει.

Η φωτογραφία είναι βγαλμένη στην Αγ.Ρούμελη Σφακίων. Εικονίζονται Μαρία (Μαρνέλια) Μαρία (Πολένα) το Επίθετο Τζατζιμάκη.



Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:104