Απόκριες ελευθεριάζουσες | του Θεσμοφύλακα ιστορικής μνήμης
Την τρανή την Απουκριά
Την τρανή, μπρε μπρε μπρε, την τρανή την Απουκριά,
την τρανή την Απουκριά π’ απουκρεύουν τα φαϊά,
π’ απουκρεύουν τα φαϊά, απουκρεύουν κι από μνια,
π’ απουκρεύουν του τυρί, κι από πούτσο κι από μνι.
Τσιλιγκάδις ψεν αρνιά, τσιλιγκούσις ξουν τα μνια
και την Καθαρή Δευτέρα δίνουν τα μουνιά αέρα.
(Παραδοσιακό Θεσσαλίας)
Η Αποκριά είναι μία από τις χαρακτηριστικότερες λαϊκές, αρχαίες, παγανιστικές εκδηλώσεις που όχι μόνο επέζησαν του χριστιανικού τυπικού, αλλά και εντάχθηκαν δημιουργικά – δηλαδή διαλεκτικά – μέσα του. Με τέτοιο μάλιστα τρόπο, που η Εκκλησία δεν τολμά παρά μόνο να «ψελλίζει» τους γνωστούς και ανιστόρητους αφορισμούς της, που δεν αγγίζουν φυσικά το λαϊκό αίσθημα.
Κυριολεκτικά η λέξη σημαίνει τη διακοπή της κρεατοφαγίας. Ανάλογες σημασίες έχουν και η λατινική λέξη «καρναβάλι» και η κυπριακή «σήκωσες», δηλαδή να σηκώσουμε το κρέας από το τραπέζι. Χρονικά εντάσσεται στο «Τριώδι» στο πρώτο ή δεύτερο δεκαήμερο του Φλεβάρη. Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου ονομάζεται από την Εκκλησία «του Τελώνη και του Φαρισαίου», από το λαό όμως χαρακτηρίζεται ως «προφωνούσιμη» (η «Προφωνήσιμος» των βυζαντινών) γιατί προαναγγέλλει την αποκριάτικη περίοδο.
«Προφωνούσιμη βδομάδα,
προφωνέσου, νοικοκύρη,
κι αν δεν έχει το πουγκί σου,
πάρε πούλα το βρακί σου».
Το παραπάνω, ξεχασμένο πια, τετράστιχο. Το έλεγε ο λαός μας μασκαρεμένος την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς – την «προφωνούσιμη» ή «προφωνή» – από τα βυζαντινά μέχρι και τα νεότερα χρόνια. (Περιέχεται στο βιβλίο του Δημ. Δ. Λουκάτου «Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης»,εκδόσεις “Φιλιππότη”)
Το σταμάτημα της κρεατοφαγίας θα γίνει με το κλείσιμο της πρώτης εβδομάδας το βράδυ της Κυριακής. Γι’ αυτό το λόγο, όλη αυτή τη βδομάδα η κρεατοφαγία είναι στο αποκορύφωμά της, με μεγάλο «σταθμό» την Πέμπτη, η οποία «τσικνίζεται» από το τσιγαριστό κρέας για ν’ αρχίσει το μεγάλο γλέντι. Σύμφωνα με το λαογράφο Δ. Λουκάτο, η «Τσικνοπέμπτη» δεν είχε μόνο γαστρονομικούς σκοπούς, αλλά και βαθύτερους. Απέβλεπε «σε μια υπαρξιακή παρουσία του κάθε σπιτιού, που θα δώσει ένα “παρών” λειτουργίας και ζωής, τόσο στην όλη κοινότητα ή γειτονιά (οικογενειακό γόητρο στοιχειωδών δυνατοτήτων) όσο και στα υποτιθέμενα “κακά πνεύματα” (πολέμια της υγείας και της παραγωγής) που μπορεί να επιβουλεύονται την οικογένεια ή να τη θεωρήσουν φτωχή και ευάλωτη. Αυτό δεν είναι ίσως άσχετο με την απαραίτητη κνίσα των αρχαίων κρεατινών θυσιών, που έπρεπε να φτάσει – για ένα αντίδοτο – ως την αίσθηση των θεών». Το κέφι, τα μασκαρέματα, το καλό φαΐ και οι χοροί, δεν ήταν παρά ένα «μαγικό ξόρκι» για κάθε κακό που θα μπορούσε να βλάψει την αισιοδοξία της επερχόμενης άνοιξης.
Του Χάρου τάξε χάρισμα, της Χάρισσας καλούδια,
για να μ’ αφήσει να ’ρχουμαι πολλές βολές το χρόνο,
τα Φώτα για τον αγιασμό και τω Βαγιών για βάγια,
τις Αποκριές για συντροφιά, για τις χαρές του κόσμου,
και τη μεγάλη τη Λαμπρή για το Χριστός Ανέστη.
(μοιρολόι Λάστας Γορτυνίας)
Ενα «ξόρκι» ιδιαίτερα ελευθεριακό, όπου κοινωνικοί ρόλοι, φύλα και ισχύουσες κοινωνικές συνθήκες μεταλλάσσονται, αντιστρέφονται και – έστω και προσωρινά – καταργούνται. Πρόγονοι αυτής της ελευθεριότητας θεωρούνται οι «γεφυρισμοί» και τα «εξ αμάξης» των αρχαίων Αθηναίων και τα ρωμαϊκά «Σατουρνάλια» προς τιμή του Κρόνου. Οι μεταμφιεσμένοι έχουν και ιδιαίτερες ονομασίες ανάλογα με τον τόπο, όπως «κουδουνάτοι», «γιανίτσαροι», «κουκκουγέροι» κ.ά.
Τα σημερινά αστικά καρναβάλια προέρχονται από τη Βενετία, έχουν δική τους παράδοση τουλάχιστον πέντε αιώνων και τη δική τους προσφορά στον πολιτισμό, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν έχουν κοινή καταγωγή με τις Απόκριες, έστω και αν οι λέξεις, όπως είδαμε στην αρχή, σημαίνουν το ίδιο πράγμα.
Θυμοσοφία και σκώμμα με τραγούδι
Τα έθιμα της Αποκριάς είναι ιδιαίτερα δεμένα με το τραγούδι. Μέσα από το στίχο, τη μελωδία και το ρυθμό δίνεται η ευκαιρία έκφρασης τόσο στον τελεστή όσο και στο μέτοχο του εθίμου.
«Τώρα τις Απόκριες
θα φαμ’ μακαρουνάδες
θάρθει κι η Σαρακοστή
μ’ ελιές και νταραμάδες»
λέει ένα γνωστό στιχάκι, που συναντάται στην Αττική, ενώ ο «Αποκριανός σκοπός», που ηχογράφησε στην Αμοργό ο Σίμων Καράς θίγει μια άλλη πλευρά της Αποκριάς, αυτή στην οποία συνυπάρχει η χαρά του γλεντιού με τη θλίψη του θανάτου:
«Γλεντάτε να γλεντήσουμε τα τρυφερά μας νιάτα
γιατί θε να ‘ρθει ένας καιρός να τα σκεπάσει η πλάκα
Δώστε του, παιδιά, κι ας πάει
τούτ’ η γης θε να μας φάει».
Στα τραγούδια της Αποκριάς παρατηρείται μια αρμονική συνύπαρξη των «γνωμικών» τραγουδιών με τα σατυρικά και τα «άσεμνα». Η ποιητική και μουσική δομή των περισσότερων είναι σχετικά απλή. Συνήθως είναι ρυθμικά, δίνοντας την αίσθηση μιας ρυθμικής «μελωδικής απαγγελίας» του κειμένου.
Τα αποκριάτικα τραγούδια και κυρίως τα παλιότερα από αυτά, τα «άσεμνα», τα τραγουδούσαν χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, όπως γίνεται ακόμα σήμερα στο Δρυμό Ελασσόνας ή άρχιζε ένας σολίστας κι επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι. Τα όργανα της στεριανής κομπανίας ή της νησιώτικης ζυγιάς αποτελούν νεότερη προσθήκη.
«Τα αποκριάτικα» της Δόμνας Σαμίου
«Τα αποκριάτικα» είναι ίσως η πιο διάσημη έκδοση του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου. Τα «ανίερα-ιερά» αθυρόστομα τραγούδια της Αποκριάς, στην τολμηρή έκδοση του 1994 που τάραξε τα νερά της συντηρητικής παράδοσης. Συλλογή με 24 τραγούδια και χορούς του ελληνικού καρναβαλιού μαζί με επεξηγηματικά κείμενα που αναλύουν το παγανιστικό τελετουργικό πλαίσιο εντός του οποίου λέγονται τα τραγούδια αυτά με την αρχέγονη δύναμη και το παραδοσιακό ήθος.
Το εισαγωγικό σημείωμα της συλλογής
«Το βέβηλο και το άσεμνο είναι μια πτυχή του λαϊκού μας πολιτισμού που ελάχιστα έχει ανιχνευθεί και μελετηθεί, μια που «επί δεκαετίες, ίσως και αιώνες» –όπως παρατηρεί ο καθηγητής Μ. Μερακλής– «η υποκριτικά επίπεδη αστική ηθική» και σεμνοτυφία των διανοούμενων συλλογέων την αποσιώπησε και την αγνόησε, παραποιώντας την αλήθεια κάποιων συγκεκριμένων πολιτισμικών φαινομένων. Στην κάλυψη αυτού του κενού θέλει να συμβάλει ο Σύλλογός μας με την παρούσα έκδοση, παρουσιάζοντας τα –από κάθε άποψη σημαντικά– αθυρόστομα τραγούδια της Αποκριάς.
Η επιλογή και παρουσίαση του συγκεκριμένου κυρίως είδους αποκριάτικων τραγουδιών δεν πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη και παραπλανητική: Τα αθυρόστομα τραγούδια του είδους αυτού είχαν επίσης συγκεκριμένο και αποκλειστικό χρόνο εκτέλεσης και λειτουργίας, ξεχωριστά από τα αναρίθμητα άλλα τραγούδια, σατιρικά και μη, που λέγονταν κατά τη διάρκεια της Αποκριάς.
Πιστεύουμε πως η πυκνότητα και η ζωντάνια της ηχογράφησης θα μπορέσει ν’ αποδώσει πιο παραστατικά την ένταση και αισθησιακή φόρτιση του περιορισμένου χρόνου που αναλογούσε στα τραγούδια αυτά, να βοηθήσει στη δημιουργία του ειδικού εκείνου κλίματος κοινωνικής, πνευματικής και σεξουαλικής απελευθέρωσης και εκτόνωσης που συντελούνταν μέσα στο οργιαστικό γλέντι της Τρανής Αποκριάς και που οι αυστηρά οργανωμένες παραδοσιακές κοινωνίες είχαν τη σοφία να προβλέπουν και να επιτρέπουν.»
Ένα απόσπασμα του Λάμπρου Λιάβα από το προλογικό του σημείωμα στη συλλογή «τα Αποκριάτικα» της Δόμνας Σαμίου:
«Με ποιο τρόπο λοιπόν, με ποια αυτιά μπορεί ο σημερινός ακροατής να προσεγγίσει αυτά τα τραγούδια; Σε μια εποχή, που το καρναβάλι μας το «έκλεψαν» οι δημοτικοί άρχοντες, τη γιορτή μας οι οργανωμένες φιέστες και το τραγούδι μας το δισκογραφικό μάρκετινγκ και τα μαζικά μέσα; Με ποια «ηθική» μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει, τη στιγμή που η σύγχρονη κοινωνία έχει μετατραπεί πλέον σε μια «κοινωνία ηθών», όπου τα ήθη στρέφονται κατά των εθίμων»;
Δυο ποδάρια σηκωτά
κι άλλα δυο γονατιστά,
δυο κουδούνια μπακιρένια
κι ένας τράγος με τα γένια,
και ο πούτσος μες στη μέση
κάνει το Χριστός Ανέστη.
(αποκριάτικο Αγίας Άννας Ευβοίας)
Διάκους, παπάς κι λαϊκός
ένα μουνί μοιράζαν,
παίρνει ου παπάς τ’ αχείλι του
κι κάμνει πετραχείλι του,
κι ου διάκους παίρνει του μαλλί
κι κάμνει σκούφια να φουρεί,
κι ου λαϊκός την τρούπα του
να χώνει τη ματσούκα του.
(αποκριάτικο Προσοτσάνης)
Πώς το τρί- βλάχα μου μωρή, πώς το τρίβουν το πιπέρι,
πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαβόλου οι καλογέροι;
Με το γό- βλάχα μου μωρή, με το γόνατο το τρίβουν,
με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
Άντε για σ’κωθείτε παλικάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.
Με τη μύτη τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
… … …
Με τη γλώσσα τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
… … …
Με τον κώλο τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
… … …
Με τον πούτσο τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
(Από την Ήπειρο, τραγουδιέται σε όλα τα Βαλκάνια)
Γέρασα μωρέ παιδιά,
γέρασα και δεν μπορώ
τα τραγούδια μου να πω.
Βλέπω νιους μωρέ παιδιά
κι είμαι ζηλιάρης,
γέρος και παραπονιάρης.
Σαν βλέπω νιες
μωρέ παιδιά τις Αποκριές,
κάλλιο σαράντα μαχαιριές.
Σώπα μπάρμπα και μην κλαις
θα γεράσουνε κι αυτές,
σώπα μπάρμπα και μη σκας
ταχιά θα δεις και θα γελάς.
Θα δεις κάτασπρα μαλλιά
και ματάκια με γυαλιά.
Θα δεις μύτες και σαγόνια
σαγονιές με δίχως δόντια
και στην πλάτη τους καμπούρα
και στο χέρι τη μαγκούρα.
(Παραδοσιακό Ρούμελης)
Με τη θειά μου την Κοντύλω
επηγαίναμε στο μύλο
(μπιγιρνέ μπιγιρνε
μπίγι μπίγι μπίγιρνε)
Κούντα γω και κούντα κείνη
δίν’ ο Θεός και πέφτ’ εκείνη
πάνω γω από κάτω εκείνη
«Αχου Θεια και να’ σουν ξένη,
και το τι’ θελε να γένει»
«Κάμε, γιε μου, τη δουλειά σου,
κι εγώ είμαι πάλι θεια σου»
Να κι ο μπάρμπας από πέρα,
τράκα τρούκα τη μαχαίρα:
«Βρ’ ανιψιέ, καταραμένε,
κι ίντα πολεμάς, καημένε;»
«Μπάρμπα, θερμασιά την πιάνει
και την πλάκωσα να γιάνει»
«Πλάκωσ’ την καλά, παιδί μου,
όπου να’ χεις την ευχή μου».
(Παραδοσιακό Μικράς Ασίας, Ιωνία)
Γιατί «naturalia non sunt turpia» – τα φυσικά πράγματα δεν είναι αισχρά!
Θεματοφύλακας ιστορικής μνήμης