Αποκριές – Τον παλιό εκείνο τον καιρό | της Τιτίνας Δανέλλη
«Τη μάσκα θα σηκώσω και όλα θα σου τα δώσω…». Τι περίεργα παιχνίδια κάνει η μνήμη; Πώς, ξαφνικά, ανακάλεσε από κάποιο συρτάρι της το δίστιχο εκείνο, που με αρκετή δόση ειρωνείας, αλλά και κεφιού τραγουδούσε αγαπητό συγγενικό πρόσωπο που δεν είναι πια κοντά μας; «Τη μάσκα θα σηκώσω και όλα θα σου τα δώσω, όσα έχω εγώ κρυμμένα…», λεγαν και τόνιζαν τα υπονοούμενα οι κυρίες με το ντόμινο μιας άλλης εποχής. Παραλήπτης το άλλο ντόμινο, που ενδεχομένως να ήταν ο ίδιος τους ο άνδρας. Στην Πάτρα, τότε, τον παλιό εκείνο τον καιρό…
Οι Αποκριές και τα μασκαρέματά τους είναι ένα ξέσπασμα. Είναι μια χαλάρωση. Είναι η πραγμάτωση μιας φαντασίωσης. Είναι η απάντηση στο παλιό ερώτημα, που έγραφαν οι κοπελίτσες στα λευκώματα τους: «Τι θα θέλατε να είστε, αν δεν είστε αυτός που είστε;». Ιππότης, Καρδινάλιος, Δον Κιχώτης, πειρατής, αλητάκος και πάει λέγοντας. Και, λέγοντας και λέγοντας, μακριά πάει και τελειωμό δεν έχει η ανθρώπινη φαντασία και επινοητικότητα. Τα ντόμινο κάνουν την ατμόσφαιρα αινιγματική. Οι χορεύτριες δίνουν μια νότα αισθησιακή. Οι «Κλεοπάτρες» αναζητούν τον «Αντώνιο», δημιουργώντας μια αίσθηση ιστορική. Ο χώρος μετατοπίζεται, ο χρόνος καταργείται, η έκπληξη καραδοκεί, το μυστήριο μεσουρανεί.
Η καταγωγή της Αποκριάς
Από πού προέρχονται, ακριβώς, οι Αποκριές δεν έχει απαντηθεί με σαφήνεια. Εικασίες έγιναν και γίνονται ότι οι καταβολές τους είναι διονυσιακές. Η Θράκη έχει τα πρωτεία, τόσο στη σπουδαιότητα όσο και την αρχαιότητα αυτών των εθίμων. Εκεί επέζησε ακόμη και ο Καλόγερος, που τώρα, μεταφερμένος στη Μακεδονία επίσης, αποτελεί ένα πολύτιμο πραγματικά για τη λαϊκή παράδοση δρώμενο, με πολλές κι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες φάσεις. Αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, διάφοροι «θίασοι» κάνουν αναπαραστάσεις που δείχνουν ότι οι Απόκριες είναι βαθιά ριζωμένες μέσα στην ψυχή του Έλληνα. Ο «Βλάχικος Γάμος», που γίνεται στη Θήβα, αλλά και στην Περαχώρα της Κορινθίας, ίσως και να έχει μια στενή σχέση με τα θρακικά έθιμα, στα οποία η γονιμότητα αποτελεί τη βαθύτερη έννοιά τους.
Τα περισσότερα από τα έθιμα της Αποκριάς έχουν φαινομενικά έναν κωμικό χαρακτήρα. Όλα τα κάνουμε για να γελάσουμε, να αστειευτούμε λιγάκι. Είναι όμως μονάχα έτσι; Δε γνωρίζουμε, άραγε, πως τα πιο σοβαρά πράγματα λέγονται μεταξύ σοβαρού και αστείου; Δεν είναι πιο εύκολο να ασκήσεις κοινωνική κριτική κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, αυτής της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, που όλα ισοπεδώνονται, που οι διακρίσεις καταργούνται, που η μάσκα προστατεύει το πρόσωπο εκείνο που ασκεί την κριτική, και, που, το μασκάρεμα βοηθάει τον «Διόνυσο» που μέσα μας κοιμάται να αφυπνιστεί; Αστεία, λοιπόν, να γελάσουμε μονάχα θέλουμε, τον απέναντι να ξεγελάσουμε, να μασκαρευτούμε, ξελογιαστούμε, κι από τη Δευτέρα την Καθαρή θα σοβαρευτούμε.
Ο Κοστιανός ο Καλόγερος
Για μας, τους πολλούς, που απλώς κάτι έχουμε ακούσει για τον Καλόγερο, αλλά δεν είμαστε σε θέση να πούμε τι ακριβώς είναι και από πού προέρχεται, καλό θα ήταν να ρωτούσαμε ή να ρίξουμε μια ματιά στο βιβλίο «Γιορτές – έθιμα και τα τραγούδια τους» της Μαρία Μιχαήλ Δέδε (εκδόσεις Φιλιππότη). Διαβάζουμε λοιπόν:
«Στα χωριά της Μακεδονίας όπου έχουν εγκατασταθεί πρόσφυγες από την Αν. Ρωμυλία, και ιδιαίτερα το Κωστί, τελείται το έθιμο του Καλόγερου, που ασφαλώς μπορεί να χαρακτηριστεί σαν Διονυσιακό δρώμενο, το οποίο επέζησε μέσα στους αιώνες, διατηρώντας σημαντικότατα στοιχεία της αρχαίας του μορφής, τα οποία και εύκολα αναγνωρίζει ο μελετητής μέσα από το σύγχρονο κάλυμμά τους». Κύριο πρόσωπο είναι ο Καλόγερος. Πλαισιώνεται από το Ζευγολάτη, τα Δαμαλάκια,τα παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή άροση, τη Βασίλισσα, το Βασιλόπουλο και διάφορα άλλα κωμικά πρόσωπα. Ο Καλόγερος συμβολίζει το δαίμονα της βλάστησης, που ξαναγεννιέται με το νερό κάθε άνοιξη. Ο Βασιλιάς οφείλει να φροντίζει για τη συγκομιδή. Και τα Δαμαλάκια την ανθρώπινη σωματική δύναμη.
Πρόκειται για ένα αρχαίο δρώμενο, που σε πολλά σημεία κρατά την αντίληψη για τον κύκλο ζωής και του θανάτου, που εδώ εντοπίζεται στη σπορά και τη συγκομιδή. Το σημαντικό αυτό έθιμο αρχίζει με μουσική νωρίς το πρωί και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο το βράδυ, με άφθονη μελωδία και ελάχιστα τραγούδια. Το μουσικό μέρος σε γενικές γραμμές είναι: χτύπημα του νταουλιού στους δρόμους του χωριού, πρόσκληση να μαζευτούν όλοι στον καθορισμένο τόπο, γιατί αρχίζει το πανηγύρι. Το ντύσιμο του Καλόγερου είναι απλό. Φορά μια νεροκολοκύθα στο κεφάλι σαν κάλυμμα ή σαν μάσκα. Και λέει:
«Σαράντα χρόνους έκανα
στους κλέφτες καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα
γλυκό κρασί δεν ήπια.
Εφαε η σκουριά τα ρούχα μου
κι η πάχνη τα μαλλιά μου».
Βλάχικος γάμος
Μια απλή διασκέδαση, χωρίς ιδιαίτερο νόημα, μια παρωδία αναπαράσταση του «Βλάχικου Γάμου», γίνεται στην Περαχώρα της Κορινθίας. Ένα πραγματικό ξεφάντωμα είναι, με επίκεντρο τους μασκαρεμένους συμπέθερους που φέρνουν τα προικιά της νύφης, σκόρδα, κρεμμύδια και άλλα πάνω σε γαϊδουράκια. Οι Περαχωρίτισσες φορούν την όμορφη τοπική φορεσιά τους την Καθαρή Δευτέρα. Σμίγουν οι συμπέθεροι κι από τις δυο μεριές στην κεντρική πλατεία και γίνεται κοινός, τρελός χορός με δυο δίπλες, που όλο και μεγαλώνει από τις διάφορες ηλικίες που προστίθενται, με αποτέλεσμα να γίνεται ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Κι αρχίζουν τραγουδιστά τα πειράγματα – «Μπροστινέ μου που χορεύεις να σε δω να βασιλεύεις…». Και έρχεται η απάντηση η ανδρική. Προκλητική και περιπαιχτική: «Τα ματάκια σου τα μαύρα μ’ άναψαν φωτιά και λάβρα…».
–Στον αυθεντικό «Βλάχικο Γάμο», που γίνεται στη Θήβα, το πανηγύρι έχει και τάξη και οργάνωση και τα τραγούδια είναι γνωστά, αγαπητά και με το δικό τους τρόπο ερωτικά: «Στην κεντημένη σου ποδιά μωρ’ Βλάχα μ’, μωρ’ Βλάχα ‘μ, Βλαχοπούλα κι Αρβανιτοπούλα, λαλούν αηδόνια και πουλιά…».
Τότε και τώρα
«Αποκριά» σημαίνει το σταμάτημα της κρεοφαγίας, που βγαίνει από το λατινικό carnem levare, δηλαδή, να σηκώσουμε το κρέας. Η Τσικνοπέμπτη – που τώρα γιορτάζεται στις ταβέρνες – άλλοτε γιορταζόταν στα σπίτια και εκτός από τη γαστρονομική παρουσία είχε και άλλη σημασία. Η σημασία που είχε ήταν να δώσει κάθε σπίτι το «παρών» της λειτουργίας του, τόσο στη γειτονιά όσο και σ’ όλη την κοινότητα, για να ενισχυθεί το οικογενειακό γόητρο. Στην εποχή μας η Αποκριά και το Καρναβάλι έχουν χάσει την ετυμολογική τους έννοια και σημαίνουν μόνο τη χρονική περίοδο μέχρι τη Σαρακοστή, σημαίνουν την ώρα του μασκαρέματος, του αστείου ψέματος και του ξεσπάσματος, του γλεντιού, του κεφιού, που άλλωστε δε σταματάει για μερικούς όλον το χρόνο. Πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της Αποκριάς… Αν δει – μετρήσει κανείς τα ελληνάδικα, τα καρπουζάδικα, τα βαρελάδικα, τα σκυλάδικα και τα «κοσμικά» παραλιακά μπουζουξίδικα, θα χάσει το λογαριασμό.
Για κάποιον λόγο οι Έλληνες, δηλαδή μια μερίδα Ελλήνων, τα τελευταία χρόνια «ευδαιμονίζονται» συνεχώς και αδιαλείπτως. Λικνίζονται, ζαλίζονται, χορεύουν, μασκαρεύονται, ψεύδονται και πίνουν σαν σφουγγάρια. Ενίοτε τα σπάνε άμα έρθουν στο «τσακίρ κέφι». Και έρχονται συχνά. Ο καιρός, που τα γλέντια κι οι χοροί, όλη τη βδομάδα της Τυρινής, ξανάνιωναν τους ηλικιωμένους και ζωντάνευαν τα σπίτια, που πρόσφεραν χαρές στις νεαρές και στα παλικάρια, πάει, πέρασε ανεπιστρεπτί. Τώρα, όλα μοιάζουν να είναι «εφικτά», «προσιτά», σχεδόν εύκολα και κυρίως βαρετά. Αν καταργήσεις τη μαγεία, την έκπληξη, τη δυσκολία, την προσμονή, την υπομονή και την επιμονή. Αν απογυμνώσεις ένα έθιμο, τότε τα πάντα και όχι μόνον το Καρναβάλι δεν παρουσιάζουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν είναι μαγεμένο και μαγικό, δεν είναι ονειρεμένο και ονειρικό. Ούτε καν ερωτικό είναι. Η Αποκριά κάτι συνηθισμένο και καθημερινό μοιάζει και μεταβάλλεται με το πέρασμα του χρόνου. Αποκριές είναι θα περάσουν. Να περάσουν καλά σας ευχόμαστε και από Τρίτη τα ξαναλέμε. Άντε και του χρόνου!
(9/3/1977)
Τιτίνα Δανέλλη
Η Τιτίνα Δανέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και στη Νάπολη Ιταλική Λογοτεχνία και στην ελληνική κρατική σχολή Διερμηνέων.
Για ένα διάστημα διατηρούσε βιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας, ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας», στον τομέα των δημοσίων σχέσεων.
Το 1983 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτρια του ελεύθερου ρεπορτάζ στο περιοδικό «ΕΝΑ». Το 1984 ανέλαβε ως υπεύθυνη ύλης στο περιοδικό «ΚΑΙ». Την ίδια εποχή έγραφε με ψευδώνυμο το εβδομαδιαίο χρονογράφημα στην εφημερίδα «Απογευματινή». Είχε επίσης τακτική συνεργασία με τα περιοδικά «Elle» και «Playboy». Το 1985 εργάστηκε στο ελεύθερο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος». Από τον Σεπτέμβρη του 1985 και έως τη συνταξιοδότησή της εργάστηκε στον «Ριζοσπάστη» ως χρονογράφος και συντάκτρια του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ.
Παράλληλα με τη δημοσιογραφία η Τιτίνα Δανέλλη ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Είχε γράψει πολλά μυθιστορήματα, αστυνομικά μυθιστορήματα και νουβέλες.
Πρώτο της μυθιστόρημα ήταν «Ο επιτυχημένος» (1971) και ακολούθησε το μυθιστόρημα «Αντιπερισπασμός» (Πνευματική Πορεία 1973).
Το 1981, σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, έγραψε το μυθιστόρημα «Ένα και ένα κάνουν όσα θες», το πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα στη, μετά τον θάνατο του Γιάννη Μαρή (1979), εποχή.
Στη συνέχεια έγραψε τα αστυνομικά μυθιστορήματα «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» (Λιβάνης, 2000), «Το παιχνίδι του δικαστή» (Ψηφίδα, 2002), «Εκ των πραγμάτων» (σε συνεργασία με τον Θανάση Μπαλοδήμα, Περίπλους 2003), «Η τέταρτη γυναίκα» (Αρμός 2004), «Ο ταγματάρχης» (σε συνεργασία με τον Θανάση Παπαρήγα, Πύλη 2007) και «Τα τέσσερα μπαστούνια» (Καστανιώτης, 2009).
Επίσης, συμμετείχε σε όλους τους τόμους της σειράς «Ελληνικά Εγκλήματα» (Καστανιώτης 2007, 2008, 2009, 2011 και 2019) και στους συλλογικούς τόμους της ΕΛΣΑΛ «Είσοδος κινδύνου» (Μεταίχμιο 2011) και «Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα – Ο ήρωας του Γιάννη Μαρή σε νέες περιπέτειες» (Καστανιώτης 2012). Το 2013 κυκλοφόρησε τη συλλογή διηγημάτων της «Αίθουσα αναμονής» (Καστανιώτης), γραμμένων (και ορισμένων δημοσιευμένων) στη διάρκεια σαράντα ετών.
Ακόμα, εμπνεύστηκε, επιμελήθηκε λογοτεχνικά και συμμετείχε με διηγήματά της στη ραδιοφωνική εκπομπή αστυνομικών ιστοριών «Κλέφτες και αστυνόμοι στον 902» (2008-2010), που αργότερα κυκλοφόρησαν και στο ομότιτλο βιβλίο (Ψυχογιός 2013).
Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Έγραψε, επίσης, σενάρια για την τηλεόραση, θεατρικά έργα όπως «Το παιχνίδι του Δικαστή», «Αίθουσα Μεταγωγών», «Έρωτας διατηρητέος έως..» κ.α. και μεταγλώττισε εκατοντάδες ταινίες.
Το 1996 έλαβε το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού για το θεατρικό έργο της «Έρως διατηρητέος έως…» Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνιας και πρόεδρος της την περίοδο 2013-2015. Η Τιτίνα Δανέλλη διακρίθηκε για το ήθος, την ευσυνειδησία, την καλλιέργεια και τις ικανότητές της.
Απεβίωσε, έπειτα από πολυετή ασθένεια, την Τετάρτη 6 Γενάρη 2021, σε ηλικία 78 ετών.